Εγκράτεια Ρούμπου στο libre: Η δημιουργία είναι για μένα μια σχεδόν ερωτική διαδικασία

Η Εγκράτεια Ρούμπου ανοίγει ένα παράθυρο στον κόσμο της εσωτερικής δημιουργίας, όπου η σιωπή γίνεται πηγή έμπνευσης και η τέχνη μέσο αναστοχασμού και έκφρασης. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, η καλλιτέχνης μοιράζεται την προσωπική της σχέση με το έργο, τον τρόπο που η Θεσσαλονίκη και το Λονδίνο διαμορφώνουν τη ματιά της, αλλά και την αντίληψή της για τη συλλογικότητα, την ταυτότητα και τον ρόλο της τέχνης στην εποχή της υπερπληροφόρησης και των παγκόσμιων προκλήσεων.
Συνέντευξη
Μέσα από τις σκέψεις της, αναδεικνύεται η τέχνη όχι μόνο ως μέσο έκφρασης, αλλά ως τόπος σιωπής, αναστοχασμού και ουσιαστικού διαλόγου με τον κόσμο γύρω μας.
-Ποια είναι η αφετηρία της εικαστικής σας αναζήτησης; Υπάρχει κάποιο προσωπικό ή συλλογικό βίωμα που διαρκώς επιστρέφει στο έργο σας;

Το μέσα μου.
Εμπιστεύομαι το δυνατό μου ένστικτο και δημιουργώ μέσα από μια διαδικασία εσωτερικής βύθισης. Η δημιουργία απαιτεί να ακούς το μέσα σου, να συνδέεσαι με όλα όσα σε έχουν καθορίσει — τα δύσκολα και τα εύκολα. Όσο πιο βαθιά βουτάς, τόσο μεγαλύτερος ο κραδασμός· τόσο πιο απόλυτη η σιωπή.
Μου αρέσει να χάνομαι σε μέρη που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά… να ανακαλύπτω καινούργιες διαδρομές και περιοχές που, αν και φαινομενικά εγκαταλελειμμένες, έχουν να σου διηγηθούν μια ιστορία
Αγαπώ τη σιωπή. Μέσα σε αυτήν έχω ακούσει τις καλύτερες ιστορίες. Αυτό το υπόκωφο, επαναλαμβανόμενο μουρμουρητό μέσα στη λάσπη του Samuel Beckett, το σπαρακτικό ουρλιαχτό του Allen Ginsberg, το Λαχταρώ της Sarah Kane. Αυτές οι φωνές με ακολουθούν — όχι απλώς ως επιρροές, αλλά ως προσωπικές επιστροφές: αναμνήσεις, σκέψεις, συναισθήματα που συνεχίζουν να λειτουργούν ως ρίζα, εγκαταλείποντας όμως κάθε προηγούμενη δικλείδα ασφάλειας.
Η δημιουργία είναι για μένα μια σχεδόν ερωτική διαδικασία. Δεν ξέρω πού με οδηγεί, αλλά την ακολουθώ ξανά και ξανά. Σε κάθε έργο, συνομιλώ με έναν σιωπηλό εαυτό που άλλοτε ψιθυρίζει, άλλοτε κραυγάζει. Και μέσα από αυτή τη σιωπή, γεννιέται η εικόνα.
–Η εμπειρία σας από τη Θεσσαλονίκη, μια πόλη με έντονη ιστορική μνήμη και πολυπολιτισμικές ρίζες, πώς επηρεάζει τη ματιά σας ως δημιουργού;
Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη ζωντανή, με παλμό. Έχει μια γλύκα και την ίδια στιγμή κάτι το ανατρεπτικό, το αντιφατικό, που προκαλεί έντονα συναισθήματα και εικόνες. Αυτή η συνεχής αντίθεση —ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο— τροφοδοτεί συνεχώς τη ματιά μου.
Αγαπώ τις βόλτες με το αυτοκίνητο τη νύχτα, χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Οι εικόνες που περνούν γρήγορα μπροστά μου, σε συνδυασμό με την ατμόσφαιρα από τα φώτα στους δρόμους, μου δημιουργούν μια κινηματογραφική, ντοκιμαντερίστικη αίσθηση. Μου αρέσει να χάνομαι σε μέρη που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά, που κάποτε είχαν ζωή —στοές, νεοκλασικά κτίρια— να ανακαλύπτω καινούργιες διαδρομές και περιοχές που, αν και φαινομενικά εγκαταλελειμμένες, έχουν να σου διηγηθούν μια ιστορία. Οι δρόμοι στη Συγγρού, στην Πτολεμαίων, στην Ερνέστ Εμπράρ έχουν μια ενέργεια που με γοητεύει. Κάθε γωνιά κρύβει μια ιστορία, και κάθε ιστορία μπορεί να μετατραπεί σε εικόνα.
Το Λονδίνο υπήρξε για μένα σημείο αναφοράς, γεμάτο συναισθηματικές μεταλλάξεις. Η πόλη είναι ένας ζωντανός οργανισμός, γεμάτος γκαλερί, εκθέσεις, εικαστικά ερεθίσματα σε κάθε γωνιά
Πέρα από τα εξωτερικά ερεθίσματα, υπάρχει και η μοναδική αίσθηση του «χώρου» που κουβαλά αυτή η πόλη. Κάθε τόπος με την ιστορική του φόρτιση συνδέεται με τα συναισθήματα των ανθρώπων που τον κατοικούν και τον βιώνουν. Έτσι, η ζωγραφική στη Θεσσαλονίκη μπορεί να γίνει μια διαρκής ανασύνθεση της μνήμης, της ταυτότητας, της αντίφασης και της σύγκλισης διαφορετικών κόσμων. Τελικά, αυτό που με επηρεάζει πιο βαθιά είναι ότι η Θεσσαλονίκη δεν σου προσφέρεται εύκολα. Πρέπει να την παρατηρήσεις, να τη διαβάσεις, να την περιπλανηθείς. Είναι μια πόλη-παζλ, γεμάτη αναμνήσεις και αντιφάσεις —και αυτό ακριβώς την κάνει εξαιρετικά εικαστική.
–Έχετε ζήσει και σπουδάσει στο Λονδίνο, έναν από τους πιο δραστήριους κόμβους της διεθνούς τέχνης. Τι σας δίδαξε αυτή η εμπειρία σε σχέση με την ελευθερία στην καλλιτεχνική έκφραση και τον ρόλο της τέχνης στη δημόσια σφαίρα;

Το Λονδίνο υπήρξε για μένα σημείο αναφοράς, γεμάτο συναισθηματικές μεταλλάξεις. Στην αρχή, όλα έμοιαζαν μαγνητικά: η πολυπολιτισμικότητα, ο πλούτος των ιδεών, η αίσθηση ότι ανήκεις σε έναν παγκόσμιο διάλογο για την τέχνη.
Η συνύπαρξη με δημιουργούς από διαφορετικά πολιτισμικά υπόβαθρα με ανάγκασε να επανεξετάσω τη δική μου θέση – να δω πώς η ταυτότητα που κουβαλάς διαμορφώνει όχι μόνο αυτό που δημιουργείς, αλλά και το πώς αυτό γίνεται αντιληπτό.
Η πόλη είναι ένας ζωντανός οργανισμός, γεμάτος γκαλερί, εκθέσεις, εικαστικά ερεθίσματα σε κάθε γωνιά. Η ελευθερία έκφρασης είναι σχεδόν αυτονόητη, αλλά και εξαιρετικά απαιτητική. Το Λονδίνο σε προ(σ)καλεί να πειραματιστείς, να πάρεις θέση, να υπάρξεις μέσα από την τέχνη σου.
Με την απόσταση του χρόνου, συνειδητοποιώ πως αυτός ο καταιγισμός εννοιών, πρακτικών και φορμών μπορεί εύκολα να σε παρασύρει αν δεν έχεις ήδη γερά θεμέλια. Η ελληνική εκπαίδευση στην τέχνη, με την πιο παραδοσιακή της δομή, μου δίδαξε πειθαρχία, τεχνική, αισθητική και ιστορική συνέχεια – στοιχεία που μου έδωσαν σταθερότητα όταν όλα γύρω κινούνταν ιλιγγιωδώς.
Για πολλούς (εφήβους) η εικαστική δημιουργία γίνεται ένα ασφαλές πεδίο έκφρασης, επειδή ακριβώς συμβαίνει μέσα στη σιωπή. Δεν νιώθουν ότι εκτίθενται, και αυτό τους απελευθερώνει
Μέσα σε αυτόν τον δημιουργικό κυκλώνα, ένιωσα ακόμα πιο έντονα την ανάγκη να κρατηθώ από κάτι βαθύτερο, υπαρξιακό. Και τότε είναι που άρχισα να επιστρέφω – όχι γεωγραφικά, αλλά εσωτερικά – στο ελληνικό φως. Όχι ως εικόνα, αλλά ως μια μνήμη του χώρου και του χρόνου. Μια σταθερά που δεν μπορείς να εξηγήσεις, αλλά μπορείς να ζωγραφίσεις. Εκεί βρίσκεται για μένα το ουσιώδες.
Η εμπειρία του Λονδίνου με δίδαξε ότι η τέχνη, ειδικά στη δημόσια σφαίρα, δεν είναι απλώς μέσο έκφρασης. Είναι πράξη θέσης, κοινωνική δήλωση, ένα κάλεσμα σε διάλογο. Αλλά και ότι, τελικά, όσο πιο παγκόσμιος γίνεσαι, τόσο πιο προσωπικά πρέπει να ξέρεις ποιος είσαι.
–Ως διδάσκουσα σε νεαρούς ανθρώπους, πώς βλέπετε τη σχέση της νέας γενιάς με την τέχνη; Είναι για εκείνους εργαλείο έκφρασης, αντίστασης ή απλώς μια ακόμα δραστηριότητα;
Η σχέση των εφήβων με την τέχνη είναι συχνά πιο εσωτερική απ’ όσο φανταζόμαστε. Για πολλούς, η εικαστική δημιουργία γίνεται ένα ασφαλές πεδίο έκφρασης, επειδή ακριβώς συμβαίνει μέσα στη σιωπή. Δεν νιώθουν ότι εκτίθενται, και αυτό τους απελευθερώνει: μπορούν να πουν όσα δεν λέγονται εύκολα με λόγια.
Και ακριβώς επειδή αυτή η έκφραση δεν ζητά άμεσα λόγια ή εξηγήσεις, τους επιτρέπει να πλησιάσουν τα συναισθήματά τους με μεγαλύτερη ελευθερία και αυθεντικότητα.
Συχνά, σε αυτό το στάδιο της ζωής, πόσω μάλλον στηv εποχή μας δυσκολεύονται γλωσσικά να αρθρώσουν πλήρως σκέψεις ή συναισθήματα. Η επικοινωνία που ορίζει ο ψηφιακός κόσμος πολλές φορές δυσκολεύει την μεταξύ τους δια ζώσης επικοινωνία. Όμως η τέχνη, ακόμη και χωρίς λόγια, τους βοηθά να αγγίξουν κάτι αληθινό, να εκφραστούν πιο κοντά στην ψυχή τους.
Το ζητούμενο για εμένα δεν είναι μόνο να εκφραστούν, αλλά να μάθουν να στοχάζονται. Να μπορούν να ξεχωρίσουν τι έχει βάρος και τι όχι, τι είναι δικό τους και τι απλώς επαναλαμβάνεται από έξω.
Να δημιουργήσουν κάτι που έχει ρίζες, που ξεκινά από μέσα τους. Και όταν αυτή η αυθεντικότητα εκδηλωθεί, γίνεται όντως εργαλείο: όχι μόνο έκφρασης, αλλά και ενδυνάμωσης, εσωτερικής καλλιέργειας, αντίστασης.
Αυτό που βλέπω στους μαθητές μου —και που με συγκινεί— είναι ότι, όταν αφεθούν, όταν εμπιστευτούν τη σιωπή της δημιουργίας, γεννιέται κάτι αληθινό. Κι αυτό το αληθινό έχει αξία, όχι επειδή είναι “σωστό”, αλλά επειδή είναι δικό τους.
–Τα έργα σας συχνά εντάσσονται σε συλλογικές δράσεις, όπως η Biennale Θεσσαλονίκης ή πλατφόρμες όπως το Platform Translation. Τι σημαίνει για εσάς η έννοια της “συλλογικότητας” στην τέχνη σήμερα;

Η συμμετοχή σε συλλογικές δράσεις, όπως η Biennale ή διεθνείς πλατφόρμες σύγχρονης τέχνης, έχει για μένα μεγάλη αξία. Δεν είναι μόνο ένας τρόπος να επικοινωνήσω με άλλους δημιουργούς, αλλά και μια ευκαιρία να τοποθετηθώ μέσα σε ένα παγκόσμιο πολιτισμικό πλαίσιο. Με φέρνει αντιμέτωπη με σημαντικά ερωτήματα: Ποια είμαι μέσα σε αυτόν τον κοινό τόπο; Τι λέει η δική μου φωνή ανάμεσα σε τόσες άλλες;
Ωστόσο, η συλλογικότητα δεν μπορεί να υπάρξει μόνο ως εξωτερική συνύπαρξη. Είναι πρώτα απ’ όλα μια εσωτερική διαδικασία. Απαιτεί να έχεις καλλιεργήσει την ακρόαση, τη σιωπή και την παρατήρηση, να έχεις δουλέψει μέσα σου για να μπορείς να συνυπάρχεις ουσιαστικά — όχι ανταγωνιστικά ή απλώς διεκδικητικά.
Η αποκόλληση —αυτός ο «ομφάλιος λώρος» όπως συχνά τον νιώθουμε με τα έργα μας — είναι αναγκαία. Είναι ο τρόπος να περάσεις στο επόμενο έργο, στο επόμενο ερώτημα, στην επόμενη εκδοχή του εαυτού
Η τέχνη από τη φύση της ζητά μοναχικότητα, όμως δεν είναι απομόνωση. Όταν εκθέτεις, συνομιλείς. Μέσα από τη συλλογικότητα η τέχνη αποκτά διαστάσεις κοινότητας — μια συνύπαρξη με τις διαφορές, τις αντιθέσεις και τις συναντήσεις της.
Για μένα, η συλλογικότητα δεν είναι απλά το «μαζί» ως αριθμός, αλλά η πρόθεση να συναντηθείς αληθινά. Χωρίς εσωτερική δουλειά και σαφήνεια για το τι κουβαλάς και αναζητάς, καμία συλλογική πράξη δεν μπορεί να έχει βάθος και αλήθεια.
–Πώς συνομιλεί το έργο σας με την έννοια του “ανήκειν” — σε έναν τόπο, σε μια ταυτότητα, σε μια ιστορία που ίσως δεν είναι μόνο ατομική αλλά και πολιτική;
Η έννοια του «ανήκειν» είναι εγγεγραμμένη στο έργο, από τη στιγμή της σύλληψής του έως και τη στιγμή που αποκόπτεται από τον δημιουργό του και παίρνει τη θέση του στον κόσμο — είτε ως αντικείμενο προς θέαση, είτε ως μνήμη, είτε ως πράξη. Ακόμη και όταν περνά στα χέρια κάποιου άλλου, κουβαλά μέσα του τη χειρονομία, τον ρυθμό, τις εσωτερικές διεργασίες εκείνου που το δημιούργησε. Το έργο αποτυπώνει πάντα μια σχέση με τον εαυτό και τον κόσμο· είναι κομμάτι της ταυτότητας του καλλιτέχνη, έστω κι αν τελικά καλείται να το αποχωριστεί.
Αυτή η αποκόλληση —αυτός ο «ομφάλιος λώρος» όπως συχνά τον νιώθουμε με τα έργα μας — είναι αναγκαία. Είναι ο τρόπος να περάσεις στο επόμενο έργο, στο επόμενο ερώτημα, στην επόμενη εκδοχή του εαυτού. Ωστόσο, το αποτύπωμα της ταυτότητας μένει. Και μαζί του, ό,τι σε καθόρισε: οι μνήμες, οι αντιφάσεις, η ιστορία του τόπου σου, οι κοινωνικές εντάσεις, ακόμα κι εκείνα που δεν πρόλαβες να ζήσεις αλλά σε συγκροτούν.
Η ταχύτητα, η ακατάπαυστη ροή εικόνων και πληροφορίας, βρίσκεται στον αντίποδα αυτού που υπηρετεί η τέχνη. Η εικαστική δημιουργία ζητά επιβράδυνση
Η τέχνη δεν υφίσταται έξω από τα συμφραζόμενά της. Αν αποσπάσουμε το έργο από τον τόπο, την κουλτούρα, τις κοινωνικοπολιτικές του συνθήκες, χάνουμε και τη γλώσσα με την οποία επικοινωνεί. Το «ανήκειν» δεν είναι απλώς πολιτισμικός εντοπισμός· είναι τρόπος ύπαρξης μέσα στον κόσμο. Είναι εκείνο που καθορίζει πώς βλέπεις, πώς αφουγκράζεσαι, πώς απαντάς ή σιωπάς απέναντι στο συλλογικό.
Το δικό μου έργο κουβαλά αυτό το βάρος – ή μάλλον αυτή τη μνήμη. Είναι μια προσωπική κατάθεση, αλλά και μια πολιτική πράξη γιατί, τελικά, κάθε φορά που επιλέγεις τι θα δείξεις, πώς θα το φτιάξεις, πού θα το τοποθετήσεις, δηλώνεις θέση απέναντι στον κόσμο και στο τι θεωρείς σημαντικό.
Η ταυτότητα δεν είναι κάτι στατικό, διαμορφώνεται. Και μέσα στο έργο τέχνης, αυτό το ρευστό, το προσωπικό και το πολιτικό, συνυπάρχουν. Όχι πάντα σε ισορροπία, αλλά σε έναν γόνιμο διάλογο.
–Ζούμε σε μια εποχή υπερπληροφόρησης, εικόνων και ταχύτητας. Ποιος είναι σήμερα ο ρόλος της εικαστικής δημιουργίας απέναντι στην υπερβολή της εικόνας;

Η ταχύτητα, η ακατάπαυστη ροή εικόνων και πληροφορίας, βρίσκεται στον αντίποδα αυτού που υπηρετεί η τέχνη. Η εικαστική δημιουργία ζητά επιβράδυνση. Ζητά να σταθείς. Να παρατηρήσεις. Να συνδεθείς. Είναι μια πράξη αντίστασης απέναντι στη φθορά της προσοχής και την ευκολία της κατανάλωσης.
Στην εποχή μας, η εικόνα έχει γίνει εύκολη, στιγμιαία, φευγαλέα. Ζούμε μέσα σε έναν καταιγισμό εικόνων. Κάθε μέρα μας διαπερνούν χιλιάδες οπτικά ερεθίσματα που δεν προλαβαίνουμε ούτε να τα κατοικήσουμε ούτε να τα επεξεργαστούμε. Κι όμως, η ανθρώπινη ψυχή δεν λειτουργεί σε αυτήν την ταχύτητα. Η εικαστική δημιουργία, γι’ αυτό και μόνο, παραμένει βαθιά απαραίτητη: μας δίνει τη δυνατότητα να συμφιλιωθούμε με τον ρυθμό μας, να παρατηρήσουμε, να θυμηθούμε, να αναρωτηθούμε. Η τέχνη, δεν επιδιώκει απλώς να προκαλέσει εντύπωση — επιδιώκει να συγκρατήσει το βλέμμα, να δημιουργήσει χώρο για ανακλήσεις, αναλογισμούς, συναισθήματα, μνήμες. Όχι να γεμίσει τον χρόνο, αλλά να τον διευρύνει.
Η τέχνη δεν είναι ανταγωνιστής της εικόνας. Είναι το αντίβαρό της. Εκεί που η ψηφιακή εικόνα επιδιώκει το γρήγορο συναίσθημα, η τέχνη επιδιώκει το αληθινό βίωμα. Εκεί που η πληροφορία εξαντλείται στην επιφάνεια, η τέχνη σε ωθεί προς τα μέσα — σε καλεί να σταθείς, να μείνεις, να εμπλακείς.
Δεν πρόκειται μόνο για το αν εγώ είχα ίσες ευκαιρίες, αλλά για το αν ολόκληρη η ελληνική εικαστική σκηνή είναι έτοιμη για έναν διάλογο χωρίς προκαταλήψεις και άνισες αφετηρίες
Ο ρόλος της, λοιπόν είναι αναστοχαστικός, θεραπευτικός και βαθιά πολιτικός. Σε μια εποχή υπερδιέγερσης και αποπροσανατολισμού, το έργο τέχνης γίνεται τόπος σιωπής και αλήθειας. Μπορεί να μη φωνάζει, αλλά έχει το βάρος εκείνου που επιλέγει να μιλήσει όταν όλα γύρω φλυαρούν.
Η τέχνη, τελικά, δεν ζητά απλώς να τη δεις. Ζητά να θυμηθείς πώς να βλέπεις. Υπενθυμίζει ότι η ουσία δεν βρίσκεται στην ποσότητα των εικόνων, αλλά στην ποιότητα της σχέσης που χτίζουμε μαζί τους. Και ότι ακόμη και μέσα σε μια εποχή υπερπληροφόρησης, μπορεί να υπάρξει μια στιγμή σιωπής που να σε κοιτάξει πίσω.
–Ως γυναίκα καλλιτέχνης, αισθανθήκατε ποτέ ότι χρειάστηκε να παλέψετε για χώρο ή αναγνώριση στο εικαστικό τοπίο; Πιστεύετε πως η ελληνική σκηνή είναι έτοιμη για έναν πιο ισότιμο διάλογο;
Δεν έχω νιώσει να απορρίπτομαι λόγω του φύλου μου. Αυτό και μόνο που θα έπρεπε να μας αφορά και να μας απασχολεί σε σχέση με το έργο τέχνης, είναι πώς το ίδιο στέκεται: αν έχει ουσία, αν μιλά, αν συγκινεί, αν προκαλεί.— όχι οι ετικέτες ή οι εύκολες ταυτοποιήσεις.
Δεν πρόκειται μόνο για το αν εγώ είχα ίσες ευκαιρίες, αλλά για το αν ολόκληρη η ελληνική εικαστική σκηνή είναι έτοιμη για έναν διάλογο χωρίς προκαταλήψεις και άνισες αφετηρίες.
Η ευθύνη του καλλιτέχνη δεν είναι απαραίτητα να δώσει απαντήσεις. Αλλά έχει τη δύναμη —και, ίσως, την υποχρέωση— να φωτίσει όσα πολλοί προσπερνούν
Θα έλεγα πως είμαστε σε πορεία, αλλά έχουμε ακόμη δρόμο. Και η συλλογική αναγνώριση της ανάγκης για ισότιμες φωνές είναι ένα βήμα απαραίτητο — όχι για λόγους πολιτικής ορθότητας, αλλά για λόγους ουσίας.
–Ποιον ρόλο μπορεί (ή πρέπει) να έχει η τέχνη στην εποχή της κλιματικής κρίσης, της τεχνητής νοημοσύνης και των μαζικών μετακινήσεων πληθυσμών; Πιστεύετε ότι ο καλλιτέχνης έχει ευθύνη ή λόγο σε αυτά τα ζητήματα;

Τέχνη είναι η στάση μας απέναντι στην ίδια τη ζωή. Κι αυτή η στάση δεν είναι ποτέ αποκομμένη από την εποχή της. Ζούμε σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται ραγδαία — είτε μιλάμε για την κλιματική κρίση, είτε για την τεχνητή νοημοσύνη, είτε για τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών. Σε μια τέτοια συγκυρία, η τέχνη δεν μπορεί –και δεν πρέπει– να μείνει ουδέτερη.
Η ευθύνη του καλλιτέχνη δεν είναι απαραίτητα να δώσει απαντήσεις. Αλλά έχει τη δύναμη —και, ίσως, την υποχρέωση— να φωτίσει όσα πολλοί προσπερνούν. Να κάνει ορατό το αόρατο. Να θέτει ερωτήματα, να επαναφέρει το ανθρώπινο στο επίκεντρο.
Όπως είπα και νωρίτερα, η τέχνη δεν είναι απλώς ένα μέσο, αλλά μια πράξη ζωής: μια συνεχής προσπάθεια εσωτερικής και κοινωνικής καλλιέργειας. Μπορεί να ενεργοποιήσει την εν συναίσθηση, να ευαισθητοποιήσει χωρίς διδακτισμό, να προτείνει τρόπους να σταθούμε με αισθητική και με ευθύνη απέναντι στον κόσμο.
Σε έναν κόσμο υπερφόρτωσης, ταχύτητας και αποπροσανατολισμού, το έργο τέχνης γίνεται τόπος σιωπής, συγκέντρωσης και συνείδησης. Ένα «αντίβαρο» στην υπερβολή. Ένα σημείο επαναφοράς.
Η ευθύνη του καλλιτέχνη, όπως τη βιώνω εγώ, είναι να δημιουργεί από έναν τόπο συνείδησης. Όχι για να διδάξει, αλλά για να υπενθυμίσει. Για να αφήσει χώρο στον θεατή να αναμετρηθεί με τη δική του αλήθεια. Και μέσα σε αυτή την ανταλλαγή, ίσως να γεννηθεί μια νέα δυνατότητα.