Ρεπορτάζ libre: Πού ξοδεύουν περισσότερα χρήματα τα ελληνικά νοικοκυριά- Τι δείχνουν τα στατιστικά στοιχεία

 Ρεπορτάζ libre: Πού ξοδεύουν περισσότερα χρήματα τα ελληνικά νοικοκυριά- Τι δείχνουν τα στατιστικά στοιχεία

Από όποια πλευρά αν το δει κανείς οι οικογένειες στην Ελλάδα (αν και όσοι ζουν μόνοι τους) διαθέτουν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του εισοδήματός τους για δαπάνες που αφορούν τα τρόφιμα. Ανά καλάθι αγορών, και σύμφωνα με όσα καταγράφησαν στις σχετικές στατιστικές το 2025, ένα ελληνικό νοικοκυριό ξοδεύει 210,89 ευρώ!

Το σχετικό κόστος (ανά καλάθι) αυξήθηκε πολύ από το 2021, συγκεκριμένα κατά 16%, παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός παρουσιάζεται σχετικά σταθεροποιημένος τον τελευταίο χρόνο.

Η συνολική μέση μηνιαία δαπάνη για όλα τα έξοδα νοικοκυριού, συμπεριλαμβανομένων των σούπερ μάρκετ, φτάνει τα 1.724,54 ευρώ. Ξεπερνά δηλαδή κατά πολύ το μέσο μισθό στην Ελλάδα που μόλις ξεπερνάει τα 1000 ευρώ.

Την ίδια ώρα, και αυτό αποτελεί σαφή ένδειξη οικονομικής δυσκολίας, τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας παρουσιάζουν μεγαλύτερη αύξηση όγκου πωλήσεων σε σχέση με τα επώνυμα, ενώ η συνολική αξία αγορών στα σούπερ μάρκετ σημείωσε αύξηση 5,2% το 2025 σε σχέση με το 2024.

Όπως σημειώνει η ΕΛΣΤΑΤ, τα νοικοκυριά που συγκαταλέγονται στο φτωχότερο 20% του πληθυσμού δαπανούν το 55,9% του προϋπολογισμού τους σε διατροφή και στέγαση, έναντι 24,7% για το πλουσιότερο 20%. Η ασφυκτική οικονομική πίεση γι’ αυτά τα νοικοκυριά αποτυπώνεται ευκρινώς και στους αριθμούς.

Η δαπάνη για τρόφιμα το 2024 διαφέρει σημαντικά ανάμεσα σε αστικά και αγροτικά νοικοκυριά. Τα αστικά νοικοκυριά ξοδεύουν κατά μέσο όρο μεγαλύτερο ποσό για τρόφιμα σε σχέση με τα αγροτικά, κυρίως λόγω μεγαλύτερης ποικιλίας προϊόντων και διαφορετικών καταναλωτικών προτύπων.

Αντιθέτως, όπως είναι έτσι και αλλιώς γνωστό, τα αγροτικά νοικοκυριά τείνουν να ξοδεύουν λιγότερα χρήματα, καθώς παράγουν και καταναλώνουν περισσότερα τρόφιμα ιδιοπαραγωγής, μειώνοντας την ανάγκη αγοράς από το εμπόριο.

Μιλώντας με ποσοστά, η μέση μηνιαία δαπάνη για τρόφιμα στα αστικά νοικοκυριά είναι υψηλότερη μέχρι και 20-30% σε σχέση με εκείνη των αγροτικών περιοχών, όπου η αυτονόμηση τροφίμων και η λιγότερη αγορά οδηγούν σε χαμηλότερες δαπάνες.

Επηρέασαν οι πολλαπλές κρίσεις

Κατά γενική ομολογία, και όπως προκύπτει από τα νούμερα, η επίδραση των εισοδηματικών διαφορών στην κατανομή δαπανών επιδεινώθηκε κατά την περίοδο 2019-2024, κυρίως λόγω πολλαπλών κρίσεων όπως η πανδημία COVID-19, η ενεργειακή κρίση και ο πληθωρισμός.

Οι κρίσεις αυτές μπορεί να οδήγησαν σε ενισχυμένα μέτρα κοινωνικής επιδοματικής πολιτικής, με στόχο να στηρίξουν κυρίως τις χαμηλότερες εισοδηματικές ομάδες, ωστόσο οι δαπάνες για βασικά αγαθά και τρόφιμα αυξήθηκαν με διαφορετικό ρυθμό ανάλογα με την εισοδηματική τάξη.

Η μεγαλύτερη αύξηση δαπάνης στην περίοδο 2019–2024 καταγράφηκε στα φτωχότερα εισοδηματικά νοικοκυριά, ειδικά στο φτωχότερο 20%, τα οποία αντιμετώπισαν την πιο έντονη πίεση λόγω πληθωρισμού και αυξανόμενου κόστους ζωής. Αυτά τα νοικοκυριά δαπάνησαν αναλογικά έως και 79% περισσότερα χρήματα από το μηνιαίο εισόδημά τους, καθώς αδυνατούν να προσαρμόσουν επαρκώς τα εισοδήματά τους στις αυξήσεις τιμών.

Είναι, άρα, σαφές ότι οι ανισότητες όχι μόνο δεν αντιμετωπίστηκαν αλλά θέριεψαν τα τελευταία χρόνια, λόγω και των κρίσεων. Οι όποιες αυξήσεις στους μισθούς απορροφήθηκαν από τον πληθωρισμό.

Συνολικά, τέλος, μιλώντας, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και μελέτες όπως αυτή του οργανισμού Διανέοσις, το 25% των πιο φτωχών κατέχει μόλις το 10,3% του συνολικού εισοδήματος, ενώ το 25% των πιο πλούσιων έχει το 45,6%. Ο δείκτης Gini παραμένει σχετικά υψηλός στο 31,8%, υποδεικνύοντας σημαντική ανισότητα.