Ρεπορτάζ libre: Οι… “αόρατες” μορφές φτώχειας σε Ελλάδα και Ευρώπη το 2025-Ανάγκη για δραστικές παρεμβάσεις

Πολλές φορές όταν στις παρέες αρχίζει η συζήτηση περί φτώχειας πολύ είναι αυτοί που δυσπιστούν. “Ποια φτώχεια, δεν υπάρχει φτώχεια στην Ελλάδα σήμερα, ούτε άνθρωποι που στερούνται τα απολύτως αναγκαία”. Η κάθε πλευρά επιχειρηματολογεί αναλόγως αλλά οι “σκληροί” εμμένουν στη γραμμή τους. Η φτώχεια είναι τις περισσότερες φορές αθέατη ακόμα και από τα πιο αδιάκριτα μάτια. Άλλες “κρύβεται” επιμελώς από όσους την βιώνουν για λόγους αξιοπρέπειας. Πάντως, υπάρχει και βρίσκεται εδώ, δίπλα μας, ίσως περισσότερο κοντά από όσο νομίζουμε.
Τα νούμερα είναι συγκεκριμένα, δεν διαψεύδονται. Σύμφωνα με το Ελληνικό Δίκτυο για την Καταπολέμηση της Φτώχειας το 26,9% του πληθυσμού της χώρας (περίπου 2,74 εκατομμύρια άτομα) ζει σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού.
Την ίδια ώρα γίνεται γνωστό ότι μία από τις κρατικές “ασπίδες” κατά της φτώχειας, το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα καλύπτει μόνο το 60% του ορίου φτώχειας, γεγονός που κάνει ανεπαρκή την κοινωνική προστασία.
Όμως, εν έτει 2025 και με την τεχνολογία να καλπάζει, η φτώχεια παίρνει και άλλες μορφές.
Κυρίαρχη είναι η ενεργειακή. Ως ενεργειακή φτώχεια ορίζεται η αδυναμία ή δυσκολία ενός νοικοκυριού να καλύψει επαρκώς τις βασικές ενεργειακές του ανάγκες, όπως θέρμανση, ψύξη, φωτισμό και μαγείρεμα, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται αρνητικά η υγεία, η ευημερία και η ποιότητα ζωής των μελών του.
Να το πούμε πιο απλά: Πρόκειται για την κατάσταση κατά την οποία ένα νοικοκυριό δεν μπορεί να διατηρήσει επαρκώς το σπίτι του ζεστό το χειμώνα ή δροσερό το καλοκαίρι και να έχει πρόσβαση στις βασικές ενεργειακές υπηρεσίες, με αρνητικές συνέπειες στην καθημερινή ζωή και συνολική ευημερία.
Μπαίνει ο χειμώνας σιγά-σιγά. Πόσα ελληνικά νοικοκυριά δεν μπορούν να κρατήσουν ζεστό το σπίτι τους; Οι τελευταίες έρευνες δείχνουν ότι το εν λόγω ποσοστό αγγίζει το 20% (συγκεκριμένα βρίσκεται στο 19,2%).
Ετσι και αλλιώς, όπως καταδεικνύεται, η Ελλάδα ανήκει στα 5 ευρωπαϊκά κράτη με τα υψηλότερα ποσοστά ενεργειακής φτώχειας, μαζί με την Ισπανία, Πορτογαλία, Βουλγαρία και Λιθουανία οπότε το υψηλό ποσοστό των νοικοκυριών που δεν μπορούν να ζεσταθούν δυστυχώς δεν μας εκπλήσσει.
- Η φτώχεια, παράλληλα, σχετίζεται άμεσα με την ποιότητα της στέγης.
Έρευνα που δημοσίευσε η Greenpeace τον προηγούμενο Σεπτέμβριο έδειξε ότι η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα πιο παλιά και ενεργειακά ευάλωτα αποθέματα κατοικιών στην Ευρώπη, με πάνω από το 50% των σπιτιών χτισμένα πριν το 1980, δηλαδή πριν από την εφαρμογή οποιασδήποτε υποχρέωσης θερμομόνωσης.
Σήμερα, περίπου 3 εκατ. κατοικίες δεν έχουν καμία μόνωση, ενώ μόλις 86 χιλιάδες διαθέτουν ολοκληρωμένα συστήματα. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν προκαλεί έκπληξη ότι το 34% των νοικοκυριών δηλώνει πως δεν δροσίζεται επαρκώς το καλοκαίρι, ποσοστό που αγγίζει το 50% στα πιο ευάλωτα οικονομικά στρώματα.
Εν τω μεταξύ άλλη έρευνα έδειξε το 67% των νοικοκυριών στην Αττική δεν μπορεί να συμμετάσχει στο πρόγραμμα “ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΩ 2025” για οικονομικούς λόγους. Η, όποια, δηλαδή κρατική αρωγή δεν μπορεί να φτάσει στην πλειοψηφία των πολιτών των οποίων η ενεργειακή φτώχεια ανακυκλώνεται.
Όπως αναφέρει η Greenpeace, οι παρεμβάσεις του “EΞΟΙΚΟΝΟΜΩ 2025” είναι κυρίως μικρής κλίμακας, επικεντρωμένες σε κουφώματα και συστήματα θέρμανσης/ψύξης, ενώ απουσιάζει η διαφάνεια ως προς τον πραγματικό τους αντίκτυπο.
Επιπλέον, αποκλείονται οι πολυκατοικίες ως ενιαία κτίρια και οι περισσότερες ενοικιαζόμενες κατοικίες, παρότι το κτιριακό απόθεμα που κατευθύνεται στη μακροχρόνια ενοικίαση φαίνεται να είναι ως επί το πλείστον σε κάκιστη κατάσταση.
Το πρόβλημα βέβαια δεν εντοπίζεται μόνο στην Ελλάδα, απλά στη χώρα μας αποκτά ακόμα πιο έντονα χαρακτηριστικά λόγω και των γενικών ποσοστών φτώχειας.
- Το φαινόμενο πλήττει περίπου 54 εκατομμύρια πολίτες στην Ευρώπη και έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στην υγεία, την κοινωνική ένταξη και την ευημερία των νοικοκυριών.
Είναι προφανώς μονόδρομος η διαμόρφωση ολοκληρωμένων πολιτικών στήριξης των ευάλωτων ομάδων, με την ενσωμάτωση μέτρων που διασφαλίζουν την επαρκή πρόσβαση σε ενέργεια χωρίς να επιβαρύνονται υπερβολικά τα νοικοκυριά. Αλλά το κρίσιμο ζήτημα είναι αυτά τα προγράμματα να μπορούν να “αγκαλιάσουν” σχεδόν το σύνολο των πολιτών και όχι μόνο ένα ποσοστό τους.
Συμπερασματικά, οι προκλήσεις είναι πολλές και βρίσκονται μπροστά μας…