Καρκίνος του προστάτη: Πότε η πρόληψη σώζει ζωές και πότε οδηγεί σε υπερδιάγνωση
Η ισορροπία ανάμεσα στην έγκαιρη διάγνωση και στην ορθολογική χρήση των προληπτικών εξετάσεων, μέσα από το πρίσμα των ευρωπαϊκών κατευθυντήριων οδηγιών και της πολιτικής δημόσιας υγείας.
Ο καρκίνος του προστάτη παραμένει η πιο συχνή μορφή καρκίνου στους άνδρες στην Ευρώπη, με περίπου 480.000 νέες διαγνώσεις ετησίως, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Καρκίνου (E.C.C.O.). Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για έναν τύπο καρκίνου που συχνά εξελίσσεται αργά, η ανίχνευσή του σε πρώιμα στάδια μπορεί να σώσει ζωές. Ωστόσο, η πρόληψη στον καρκίνο του προστάτη δεν είναι πάντα μια απλή ή αθώα υπόθεση: μπορεί να οδηγήσει σε υπερδιάγνωση και υπερθεραπεία, με σημαντικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής και στα δημόσια συστήματα υγείας.
Μια νέα ανάλυση της Ευρωπαϊκής Μελέτης Τυχαίου Ελέγχου για τον Καρκίνο του Προστάτη (ERSPC), που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 2025 στο έγκριτο περιοδικό New England Journal of Medicine, έρχεται να φωτίσει αυτό το ζήτημα με δεδομένα από πάνω από δύο δεκαετίες παρακολούθησης.
Η έρευνα αυτή, που ξεκίνησε το 1993, περιέλαβε περισσότερους από 162.000 άνδρες ηλικίας 55 έως 69 ετών από οκτώ ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίοι χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες: εκείνους που προσκλήθηκαν σε επαναλαμβανόμενο έλεγχο με τη μέτρηση του ειδικού προστατικού αντιγόνου (PSA) και εκείνους που δεν υποβλήθηκαν σε προληπτική εξέταση. Στόχος ήταν να διαπιστωθεί εάν η τακτική παρακολούθηση του PSA μειώνει τον κίνδυνο θανάτου από καρκίνο του προστάτη.
Μετά από πάνω από δύο δεκαετίες, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η θνησιμότητα από καρκίνο του προστάτη ήταν κατά 13% χαμηλότερη στην ομάδα που υποβλήθηκε σε έλεγχο σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Με άλλα λόγια, για κάθε 456 άνδρες που προσκλήθηκαν σε εξέταση, αποφεύχθηκε ένας θάνατος από τη νόσο, ενώ για κάθε 12 άνδρες στους οποίους ο καρκίνος διαγνώστηκε χάρη στον έλεγχο, ένας θάνατος αποτράπηκε. Οι αριθμοί αυτοί δείχνουν βελτίωση σε σχέση με την προηγούμενη ανάλυση της ίδιας μελέτης, η οποία είχε γίνει στα 16 χρόνια παρακολούθησης, γεγονός που σημαίνει ότι τα οφέλη της πρόληψης αυξάνονται όσο περνούν τα χρόνια.
Στη μελέτη, μόνο το 16% των εξετάσεων PSA ήταν αυξημένο, ενώ από τα δείγματα που ελήφθησαν με βιοψία, μόλις ένα στα τέσσερα επιβεβαίωσε την ύπαρξη καρκίνου. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί άνδρες υπεβλήθησαν σε επεμβατικές διαδικασίες χωρίς πραγματική ανάγκη, βιώνοντας άγχος, δυσφορία ή και επιπλοκές. Ακόμη σοβαρότερο είναι ότι ένα σημαντικό ποσοστό των καρκίνων που εντοπίστηκαν ήταν χαμηλού κινδύνου, δηλαδή μορφές της νόσου που πιθανότατα δεν θα προκαλούσαν ποτέ συμπτώματα ή θάνατο.
Το δίλημμα του προσυμπτωματικού ελέγχου
Η καθιέρωση του τεστ PSA (Prostate Specific Antigen) τη δεκαετία του ’90 θεωρήθηκε επανάσταση στην πρώιμη διάγνωση του καρκίνου του προστάτη. Ωστόσο, η εκτεταμένη χρήση του οδήγησε με τα χρόνια σε υπερδιάγνωση περιπτώσεων που πιθανόν δεν θα εκδηλώνονταν ποτέ κλινικά.
Η Ευρωπαϊκή Ουρολογική Εταιρεία (EAU) επισημαίνει ότι το PSA τεστ δεν πρέπει να εφαρμόζεται μαζικά, αλλά να στοχεύει σε άνδρες υψηλού κινδύνου, δηλαδή σε όσους έχουν οικογενειακό ιστορικό ή είναι άνω των 50 ετών. Η υπερβολική χρήση του οδηγεί συχνά σε ψευδώς θετικά αποτελέσματα, περιττές βιοψίες και θεραπείες που ενδέχεται να προκαλέσουν σοβαρές παρενέργειες, όπως ακράτεια ή στυτική δυσλειτουργία.
Νέες ευρωπαϊκές οδηγίες: Στοχευμένος και όχι καθολικός έλεγχος
Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Σχεδίου για την Καταπολέμηση του Καρκίνου (Europe’s Beating Cancer Plan), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει θέσει ως στόχο μια νέα προσέγγιση στον προσυμπτωματικό έλεγχο.
Η πρόταση του 2022 προβλέπει ότι τα κράτη-μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν στοχευμένα προγράμματα ελέγχου για τον καρκίνο του προστάτη, με χρήση πολυπαραγοντικών κριτηρίων (όπως γενετικοί δείκτες, MRI και οικογενειακό ιστορικό), και όχι απλώς μέσω του PSA.
Αυτή η προσέγγιση συνδυάζει επιστημονική τεκμηρίωση με πολιτική ευθύνη, ώστε να εξισορροπεί τα οφέλη της πρώιμης διάγνωσης με το κόστος και τους κινδύνους της υπερδιάγνωσης.
Η ελληνική πραγματικότητα και οι νέες προοπτικές
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΔΥ, ο καρκίνος του προστάτη αντιπροσωπεύει περίπου το 20% των διαγνώσεων καρκίνου στους άνδρες. Ωστόσο, δεν υπάρχει ακόμη εθνικό πρόγραμμα προσυμπτωματικού ελέγχου, όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Οι ειδικοί επισημαίνουν την ανάγκη για ένα στοχευμένο εθνικό πρωτόκολλο πρόληψης, με οδηγίες προς τους γιατρούς και ενημέρωση του κοινού, ώστε να αποφεύγεται η άκριτη χρήση του PSA και να ενισχυθεί η εξατομικευμένη ιατρική προσέγγιση.
Η σύγχρονη πολιτική υγείας οφείλει να ενσωματώσει τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις, δημιουργώντας πλαίσιο τεκμηριωμένης πρόληψης, όπου κάθε άνδρας θα αξιολογείται με βάση τα προσωπικά του χαρακτηριστικά, το οικογενειακό ιστορικό και τις ανάγκες του.
Η νέα εποχή της εξατομικευμένης πρόληψης
Η ανάπτυξη νέων διαγνωστικών τεχνικών, όπως η πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία (mpMRI) και τα γενετικά τεστ κινδύνου, αλλάζει το τοπίο στην πρόληψη. Οι μέθοδοι αυτές επιτρέπουν πιο στοχευμένο έλεγχο και μειώνουν τον αριθμό των περιττών βιοψιών.
Η ενσωμάτωση αυτών των εργαλείων στα δημόσια συστήματα υγείας, ωστόσο, απαιτεί πολιτική βούληση, υποδομές και πόρους, καθώς και εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας.
Πολιτική διάσταση: πρόληψη με μέτρο και τεκμηρίωση
Η υπερδιάγνωση δεν είναι απλώς ιατρικό ζήτημα· είναι θέμα πολιτικής υγείας και ηθικής ευθύνης. Όπως τονίζουν ειδικοί της ΕΕ, η πρόληψη πρέπει να βασίζεται στην αρχή της αναλογικότητας: να σώζει ζωές χωρίς να δημιουργεί νέες μορφές επιβάρυνσης για τα συστήματα υγείας ή ψυχολογικό άγχος για τους πολίτες.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα καλείται να αναπτύξει εθνική στρατηγική ανδρικής υγείας, με βασικό πυλώνα τον ορθολογικό προσυμπτωματικό έλεγχο του καρκίνου του προστάτη, σε συνέργεια με τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες.
Η πρόληψη του καρκίνου του προστάτη αποτελεί πολύτιμο εργαλείο δημόσιας υγείας, υπό την προϋπόθεση ότι εφαρμόζεται με επιστημονική ακρίβεια και πολιτική σύνεση. Η Ευρώπη δείχνει τον δρόμο: έξυπνη πρόληψη, όχι μαζική υπερδιάγνωση.
Η πρόκληση για τη χώρα μας είναι να μετατρέψει αυτή την ευρωπαϊκή εμπειρία σε πρακτική πολιτική υγείας, που θα σέβεται τόσο τον ασθενή όσο και το σύστημα.