Η “υπενθύμιση” Ροζάκη για τα ελληνοτουρκικά που γίνεται επίκαιρη…
Με συνέντευξή του στην “Καθημερινή της Κυριακής”, ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης εξιστορεί πόσο κοντά έφτασαν σε συμφωνία για την αιγιαλίτιδα ζώνη,το 2003, ο Κώστας Σημίτης και ο Αμπντουλάχ Γκιούλ.“Φθάσαμε πολύ κοντά σε συμφωνία το 2003. Τα κρίσιμα ζητήματα εκείνης της εποχής ήταν το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Αιγαίο και η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.”, αναφέρει, και εξηγεί τι περιελάμβανε εκείνο το σχέδιο που επρόκειτο να συνυπογράψουν οι δύο πρωθυπουργοί, ως προοίμιο μίας πιό μακράς και πιό περίπλοκης διαδικασίας για την παραπομπή της διαφοράς για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η συμφωνία αφορούσε το εύρος των χωρικών υδάτων και ανέφερε, κατά τον κ. Ροζάκη, πώς “η Αγκυρα είχε αποδεχθεί τα 12 ν.μ. για όλες τις ηπειρωτικές ακτές της Ελλάδας (και, φυσικά, της Τουρκίας) και τη διατήρηση των 6 ν.μ. στα νησιά του Αιγαίου”. Σημειώστε ότι, μόλις πρόσφατα, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν, δήλωσε ότι Ελλάδα και Τουρκία μπορούν να συζητήσουν και να επιλύσουν το ίδιο πρόβλημα: “εσείς λέτε 12 ν.μ, εμείς λέμε 6 ν.μ, μπορούμε να τα βρούμε”.
Αρκετά απ΄ αυτά είναι γνωστά και είχαν επικριθεί από τη Ν.Δ, και όχι μόνο, ως υποχώρηση, ακόμα και ενδοτισμό της τότε κυβέρνησης. ‘Ισως, όμως, το πλέον ενδιαφέρον, είναι η πληροφόρηση που συνεισφέρει ο γνωστός πανεπιστημιακός (φίλος του αείμνηστου Κ. Σημίτη, υφυπουργός Εξωτερικών για μερικούς μήνες, στην πρώτη κυβέρνησή του, αλλά και συνομιλητής κατά καιρούς και του Κυρ. Μητσοτάκη), σχετικά με το διατί ναυάγησε εκείνη η συμφωνία.
“Το πρόβλημα του Σημίτη ήταν η κοινοβουλευτική ομάδα του. Δεν νόμιζε πως μπορούσε να περάσει από το Κοινοβούλιο τις ρυθμίσεις που είχαν συζητηθεί στις διερευνητικές. Επιπλέον, με την επιτάχυνση των πρόωρων εκλογών, αυτό το πρόβλημα λάμβανε διαστάσεις, καθώς ο Σημίτης αποφάσισε να μην είναι πλέον υποψήφιος και παρέδωσε στον υπουργό των Εξωτερικών τη διαδοχή. Θεώρησε ότι ο κ. Γ. Παπανδρέου θα είναι ο νικητής των εκλογών και ότι αυτός, με τη νέα πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, θα μπορούσε να περάσει τον νόμο. Τα πράγματα δεν ήρθαν, όμως, σύμφωνα με τις προβλέψεις του και το σχέδιο καταρρακώθηκε.”
Είκοσι δύο χρόνια μετά, πολλά έχουν συμβεί. Η Τουρκία, με στρατηγική ανθεκτική στον χρόνο, προσθέτει στο τραπέζι των ελληνοτουρκικών νέες αιτιάσεις και διεκδικήσεις, από τις γκρίζες ζώνες, και την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, μέχρι το τουρκολιβυκό μνημόνιο και την πόντιση του καλωδίου της ηλεκτρικής διασύνδεσης (GSI). Ο κ. Ροζάκης παραδέχεται άλλωστε ότι η στάση της Τουρκίας έχει σκληρύνει, και είναι πολύ δυσκολότερη οποιαδήποτε συζήτηση, πολλώ δε μάλλον μία συμφωνία, ανάλογη με εκείνη του 2003-2004.
Λέει χαρακτηριστικά:” Σαφώς έχουν σκληρύνει (οι τουρκικές θέσεις) στη διάρκεια του χρόνου. Πρώτον, η σύνδεση της αποστρατιωτικοποίησης με την κυριαρχία δεν υπήρχε την εποχή εκείνη. Δεύτερον, οι λεγόμενες «γκρίζες ζώνες» ήταν περιορισμένες σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα, που περιλαμβάνουν και κατοικημένα νησιά, που κατονομάζονται ρητώς στις διεθνείς συνθήκες. Γενικά θα λέγαμε ότι η Τουρκία όσο περνάει ο καιρός διευρύνει τις αξιώσεις της, ιδιαίτερα με τον μύθο της «Γαλάζιας Πατρίδας», και καθιστά την επίλυση δυσχερέστερη.”
Η πρόταση Φιντάν απορρίφθηκε κατηγορηματικά από την ηγεσία της ελληνικής διπλωματίας, καθώς αμφισβητούνται οι πραγματικές τουρκικές προθέσεις. Θεωρητικά (…), όμως, η Διακήρυξη των Αθηνών και οι αρκετά ενθουσιώδεις, τότε, προβλέψεις για το επόμενο βήμα του ουσιαστικού διαλόγου για τη μία και μόνη διαφορά, δημιούργησαν ένα νέο περιβάλλον χαμηλής έντασης. Αυτό που πολυδιαφημίστηκε καθ΄ ημάς με τον όρο “ήρεμα νερά”.
Η προβολή της συμφωνίας Σημίτη- Γκιούλ στο σήμερα (εάν, με κάποιο τρόπο, ή υπό την πίεση του αμερικανικού και ευρωπαϊκού παράγοντα, άνοιγε ένας τέτοιος διάλογος), οδηγεί σε σκέψεις. Εάν, το 2003-2004, η κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ όρθωσε τείχος σε όσα είχε συμφωνήσει ο τότε πρωθυπουργός με τον Τούρκο ομόλογό του, υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι είναι εφικτό να εισέλθει ένας ελληνοτουρκικός διάλογος σε ακανθώδη ζητήματα που θα επιφέρουν ακόμα και μετακινήσεις από πάγιες θέσεις στο πλαίσιο ακόμα και ενός έντιμου συμβιβασμού;
Πέραν του ότι δεν υφίσταται πλαίσιο συνεννόησης της κυβερνητικής πλειοψηφίας με την αξιωματική αντιπολίτευση και τα κόμματα της κεντροαριστεράς, πέραν του ότι πληθαίνουν οι φωνές περί ενδοτισμού από αρχηγούς μικρότερων κομμάτων, είναι απίθανη οποιαδήποτε συναίνεση εντός της κυβερνητικής παράταξης.
Και δεν είναι μόνο ο άγχος ενός κόμματος Σαμαρά, ούτε οι αυστηρές προειδοποιήσεις του Κ. Καραμανλή, είναι, ίσως πάνω απ΄ όλα, ότι οι ίδιοι οι βουλευτές της Ν.Δ, και εν τέλει το εκλογικό της ακροατήριο, έχουν “εκπαιδευτεί” σε μία ρητορική οικειοποίησης του “πατριωτισμού”. Σε τέτοιο βαθμό που δεν προβάλλονται αντιστάσεις ακόμα και σε ακραίες εκφράσεις ότι “οι αριστεροί δεν είναι Έλληνες” κ.ά.
Σε απόσταση αναπνοής, πλέον, από τις εκλογές, όπου κάθε ψήφος θα μετράει διπλά και τριπλά, με τις αντιπαραθέσεις στην κυβέρνηση να εκφωνούνται ακόμα και σε δημόσια θέμα, ακόμα κι αν ο πρωθυπουργός επιθυμούσε να κάνει βήματα προς την διερεύνηση πεδίου συνεννόησης με την γειτονική χώρα, είναι σαφές πώς δεν μπορεί.
Γι΄ αυτό και τα πράγματα θα περιπλακούν επικίνδυνα εφόσον επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες για πίεση του ξένου παράγοντα, σε μία συγκυρία που εταίροι και σύμμαχοι θέλουν να επιβάλλουν την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή κοινή άμυνα, αγνοώντας προκλητικά ότι αυτή η χώρα απειλεί (casus belli) την Ελλάδα για την άσκηση του αναφαίρετου δικαιώματός της για επέκταση των χωρικών υδάτων, κατά το διεθνές δίκαιο.