Ουκρανικό: Τα βαθύτερα ρήγματα στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και η αμερικανική ασάφεια
Σε μια Ευρώπη που δείχνει να έχει φτάσει στα όρια της υπομονής και των δημοσιονομικών της δυνατοτήτων, δύο κινήσεις –μία από τη Βουδαπέστη και μία από τις Βρυξέλλες– αποκαλύπτουν τα βαθύτερα ρήγματα στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα απέναντι στον πόλεμο της Ουκρανίας. Από τη μία, ο Βίκτορ Όρμπαν μπλόκαρε τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τη στήριξη του Κιέβου έως το 2026, καλώντας τους ηγέτες να «μη λάβουν βεβιασμένες αποφάσεις όσο διαφαίνεται η πιθανότητα μιας συνόδου ΗΠΑ–Ρωσίας». Από την άλλη, το Βέλγιο αντιστάθηκε στα σχέδια της Ε.Ε. για την αξιοποίηση των παγωμένων ρωσικών αποθεμάτων υπέρ της Ουκρανίας, ζητώντας νομικές εγγυήσεις και αποποίηση ευθύνης για τους κινδύνους. Και ενώ οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες συζητούν για τα χρήματα και τις ευθύνες, στην Ουάσιγκτον επικρατεί ασάφεια:
η συνάντηση Ντόναλντ Τραμπ – Βλαντίμιρ Πούτιν, που ο Αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε ότι «ακυρώνεται», διαψεύδεται λίγες ώρες αργότερα από τον Λευκό Οίκο, δημιουργώντας ένα σκηνικό θολό, ασταθές και βαθιά πολιτικό.
Το ουγγρικό «όχι» και η ρητορική του «ειρηνικού ρεαλισμού»
Σύμφωνα με πληροφορίες ευρωπαϊκών πηγών, 26 από τα 27 κράτη-μέλη υπέγραψαν τα συμπεράσματα του Συμβουλίου για τη συνέχιση της οικονομικής και στρατιωτικής στήριξης προς την Ουκρανία. Ο μόνος που αρνήθηκε ήταν ο Ούγγρος πρωθυπουργός, επιμένοντας ότι «η Ευρώπη χρειάζεται διάλογο, όχι νέες δεσμεύσεις».
Η στάση αυτή δεν προκάλεσε έκπληξη. Εδώ και μήνες, ο Όρμπαν διαμηνύει ότι η στρατηγική των Βρυξελλών είναι «ούτε ρεαλιστική ούτε οικονομικά βιώσιμη». Σε ομιλία του στη Βουδαπέστη, με αφορμή την επέτειο της εξέγερσης του 1956, υιοθέτησε την πλέον σκληρή ρητορική του έναντι της Ε.Ε.:
«Δεν θα πεθάνουμε για την Ουκρανία, αλλά θα ζήσουμε για την Ουγγαρία. Η Ευρώπη σέρνεται σ’ έναν πόλεμο που δεν είναι δικός της. Εμείς θα μείνουμε η φωνή της ειρήνης».
Ο Όρμπαν κατηγόρησε τις Βρυξέλλες ότι «μετέτρεψαν τον πόλεμο της Ουκρανίας σε δικό τους πόλεμο», δαπανώντας –όπως είπε– πάνω από 185 δισ. ευρώ για μια «ανέφικτη στρατηγική». Και υπενθύμισε ότι, κατά την άποψή του, «αν ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν πρόεδρος, ο πόλεμος αυτός δεν θα είχε ξεκινήσει ποτέ».
Η τοποθέτηση αυτή βρήκε απήχηση στους υποστηρικτές του εντός της χώρας, αλλά δημιούργησε εκνευρισμό στις Βρυξέλλες, όπου η Ουγγαρία θεωρείται πλέον «συστηματικός τροχοπέδης» στην ενιαία γραμμή της Ένωσης έναντι της Μόσχας.
Οι Βέλγοι απέναντι στο «νομικό ρίσκο» των ρωσικών κεφαλαίων
Την ίδια στιγμή, οι βελγικές αρχές μπλόκαραν την πρόταση της Κομισιόν για τη χρήση των παγωμένων περιουσιακών στοιχείων της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας –ύψους περίπου 140 δισ. δολαρίων– ως «εγγύηση» για την παροχή νέων δανείων στην Ουκρανία. Το βελγικό Υπουργείο Οικονομικών δήλωσε ότι «ο τρέχων μηχανισμός δεν προσφέρει επαρκή κάλυψη κινδύνου», ενώ αξιωματούχοι τόνισαν πως «η συλλογική ευθύνη για ενδεχόμενες απώλειες δεν μπορεί να επιμεριστεί άκριτα».
Σύμφωνα με το Reuters, οι ηγέτες της Ε.Ε. ζήτησαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επεξεργαστεί νέες επιλογές έως τον Δεκέμβριο, καθώς το ζήτημα έχει μετατραπεί σε τεστ συνοχής. Παράλληλα, το Bloomberg σημείωσε ότι η καθυστέρηση οφείλεται στην επιμονή της βελγικής κυβέρνησης να μη φέρει η ίδια «μονομερή νομική ευθύνη» για τη διαχείριση των κεφαλαίων.
Η ένταση μεταξύ Βρυξελλών και Βελγίου είχε ήδη αναδειχθεί σε ρεπορτάζ των Financial Times, που έκαναν λόγο για «αύξηση δυσπιστίας» σχετικά με το κατά πόσο η κατάσχεση ρωσικών αποθεμάτων είναι συμβατή με το διεθνές δίκαιο. Επισήμως, οι Βέλγοι αποδέχονται μόνο τη διατύπωση ότι «τα κεφάλαια θα παραμείνουν παγωμένα έως τη λήξη της σύρραξης». Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι η Ε.Ε. δεν διαθέτει ακόμη ούτε το νομικό πλαίσιο ούτε την πολιτική συναίνεση για να προχωρήσει σε ευθεία «χρηματοδότηση μέσω ρωσικών περιουσιακών στοιχείων».
Ο παράγοντας Τραμπ και η «διπλή γραμμή» της Ουάσιγκτον
Ενώ οι Ευρωπαίοι ηγέτες διαφωνούν για τα οικονομικά, η άλλη πλευρά του Ατλαντικού έστειλε ένα μήνυμα… αμφίσημο. Την Τετάρτη, ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε πως ακυρώνει τη συνάντησή του με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στη Βουδαπέστη. «Δεν αισθάνθηκα ότι θα καταλήξουμε εκεί που πρέπει. Θα την κάνουμε στο μέλλον», είπε. Μερικές ώρες αργότερα, όμως, εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου διέψευσε ότι η συνάντηση «έχει επισήμως ακυρωθεί», λέγοντας ότι «η προετοιμασία συνεχίζεται, εφόσον οι συνθήκες το επιτρέψουν».
Η ασάφεια αυτή αναζωπύρωσε τα σενάρια για έναν πιθανό νέο κύκλο διαπραγματεύσεων ΗΠΑ–Ρωσίας, ιδιαίτερα μετά τις δηλώσεις αξιωματούχων της Ουγγαρίας ότι «ο δρόμος της ειρήνης περνά μέσα από τον διάλογο των υπερδυνάμεων». Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο Όρμπαν είχε αναφέρει στους Ευρωπαίους ομολόγους του πως «δεν έχει νόημα να δεσμευόμαστε τώρα για την Ουκρανία, αν πρόκειται σύντομα να υπάρξει αμερικανορωσική συνάντηση».
Στην Ουάσιγκτον, ωστόσο, η αβεβαιότητα αντικατοπτρίζει μια εσωτερική διάσπαση. Το Υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε νέες κυρώσεις κατά της Ρωσίας, στοχοποιώντας δύο από τις μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες της χώρας, ενώ ταυτόχρονα το πολιτικό επιτελείο του Τραμπ αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο «επαναπροσέγγισης» εφόσον «υπάρχει σοβαρή δέσμευση για ειρήνη».
Ευρώπη σε κόπωση, πολιτική σε μετάβαση
Το σκηνικό που διαμορφώνεται δείχνει μια Ευρώπη εγκλωβισμένη ανάμεσα σε ηθικές δεσμεύσεις και πολιτικό ρεαλισμό, σε μια στιγμή που η χρηματοδότηση της Ουκρανίας θεωρείται διασφαλισμένη μόνον έως τον Απρίλιο του 2026. Με τις Ηνωμένες Πολιτείες να επαναξιολογούν τη στάση τους και την εσωτερική πολιτική αστάθεια να αυξάνεται σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, η κόπωση είναι εμφανής.
Η Ουγγαρία εμφανίζεται ως η πιο θορυβώδης φωνή του «ειρηνικού μπλοκ», το Βέλγιο αναδεικνύει τις νομικές και θεσμικές αντιφάσεις της Ε.Ε., ενώ η Ουάσιγκτον παλινδρομεί ανάμεσα στην απομόνωση και την επαναπροσέγγιση. Κοινός παρονομαστής: μια πολιτική Ευρώπη που δεν έχει ακόμη αποφασίσει αν θέλει να συνεχίσει να «πληρώνει τον πόλεμο» ή να αρχίσει να «διαπραγματεύεται την ειρήνη».