Ανάλυση: Η Βουδαπέστη ως χαμένη ευκαιρία, η όξυνση και η νέα προοπτική
Η πολυαναμενόμενη συνάντηση Ντόναλντ Τραμπ–Βλαντίμιρ Πούτιν, που επρόκειτο να διεξαχθεί στη Βουδαπέστη, δεν θα πραγματοποιηθεί — τουλάχιστον προς το παρόν. Ο Αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε το βράδυ της Τετάρτης ότι ακυρώνει το ραντεβού με τον Ρώσο ομόλογό του, δηλώνοντας πως «δεν ένιωθε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή» και ότι «η συνάντηση δεν θα έφερνε το αποτέλεσμα που απαιτείται». «Δεν ένιωθα ότι θα φτάναμε εκεί που πρέπει να φτάσουμε. Οπότε την ακύρωσα, αλλά θα την κάνουμε στο μέλλον», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Τραμπ, προσθέτοντας πως «κάθε φορά που μιλάω με τον Πούτιν έχουμε καλές συζητήσεις — αλλά δεν οδηγούν πουθενά».
Η εξέλιξη επιβεβαιώνει την κλιμάκωση της έντασης ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Μόσχα, με το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ να ανακοινώνει παράλληλα νέες κυρώσεις κατά της Ρωσίας, επικαλούμενο «την έλλειψη σοβαρής δέσμευσης για ειρηνευτική διαδικασία στην Ουκρανία». Ο Υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ δήλωσε ότι οι ΗΠΑ επιβάλλουν περιορισμούς στις δύο μεγαλύτερες ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες, τη Rosneft και τη Lukoil, «οι οποίες χρηματοδοτούν τη μηχανή πολέμου του Κρεμλίνου».
Από το αδιέξοδο στη ματαίωση
Η ακύρωση της συνάντησης δεν ήρθε ως έκπληξη για τους διπλωματικούς παρατηρητές. Όπως ανέφερε πρόσφατα το Reuters, οι προπαρασκευαστικές επαφές σκοντάφτουν εδώ και εβδομάδες στην αμετακίνητη ρωσική θέση. Η Μόσχα φέρεται να έχει επαναλάβει σε κλειστό υπόμνημα προς τις ΗΠΑ πως προϋπόθεση για συμφωνία ειρήνης παραμένει η εμπέδωση ρωσικού ελέγχου σε όλο το Ντονμπάς, με έμφαση στην περιοχή του Ντονέτσκ.
Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντίμιτρι Πεσκόφ επιβεβαίωσε ότι «οι όροι για την ειρήνη δεν έχουν αλλάξει», προσθέτοντας όμως πως «κανείς δεν θέλει να σπαταλήσει χρόνο χωρίς ουσία».
Από την πλευρά του, ο Τραμπ είχε αφήσει να εννοηθεί ότι δεν θα προχωρούσε σε μια «άκαρπη» συνάντηση, καθώς δεν είχε διαμορφωθεί κοινό πλαίσιο για το μέλλον του Ντονμπάς ή για μια βιώσιμη κατάπαυση του πυρός.
Πού διαφωνούν Ουάσιγκτον και Μόσχα
Οι δύο πλευρές συνεχίζουν να διαφωνούν στον πυρήνα: η Ρωσία ζητά οριστική ρύθμιση του Ντονμπάς πριν από την εκεχειρία, ενώ οι ΗΠΑ προτείνουν πρώτα πάγωμα των εχθροπραξιών και στη συνέχεια πολιτική συζήτηση.
Σύμφωνα με δυτικές πηγές, ο Τραμπ είχε κατά καιρούς επιδείξει ευελιξία, προσπαθώντας να πείσει τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι να δεχθεί έναν «οδικό χάρτη» που θα περιόριζε προσωρινά τις ουκρανικές θέσεις στην ανατολική γραμμή. Όμως ο Ουκρανός πρόεδρος, με στήριξη από το Λονδίνο και τις Βρυξέλλες, αρνήθηκε κατηγορηματικά, φοβούμενος πολιτικό κόστος και στρατιωτική παγίδα.
Η Μόσχα, με τη σειρά της, υποστηρίζει ότι αν τα ζητήματα κυριαρχίας δεν επιλυθούν προτού ανακοινωθεί η εκεχειρία, το Κίεβο δεν θα έχει κανένα κίνητρο να προβεί σε περαιτέρω παραχωρήσεις. Το διπλωματικό αδιέξοδο αυτό φάνηκε να κορυφώνεται τις τελευταίες ημέρες, οδηγώντας τελικά στην απόφαση του Τραμπ να «παγώσει» τη διαδικασία.
Η Βουδαπέστη εκτός παιχνιδιού — αλλά όχι εκτός πλάνου
Η Ουγγαρία είχε αναλάβει τον ρόλο της ουδέτερης πλατφόρμας συνάντησης. Ο Βίκτορ Όρμπαν είχε δηλώσει επανειλημμένα ότι η Βουδαπέστη θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «γέφυρα ειρήνης» ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία, ενώ ο Πέτερ Σιγιάρτο βρισκόταν ήδη σε επαφές στην Ουάσιγκτον για τις τεχνικές λεπτομέρειες. Μετά την ανακοίνωση του Τραμπ, η κυβέρνηση της Ουγγαρίας εξέφρασε «λύπη, αλλά και κατανόηση» για την απόφαση, υπογραμμίζοντας ότι «η ανάγκη διαλόγου παραμένει αμετάβλητη».
Για το Κρεμλίνο, η επιλογή ενός ευρωπαϊκού —αλλά φιλικού— εδάφους όπως η Βουδαπέστη αποτελούσε πολιτική εγγύηση ουδετερότητας. Για τον Λευκό Οίκο, αντίθετα, το ενδεχόμενο να παρουσιαστεί μια αποτυχημένη συνάντηση χωρίς αποτέλεσμα, ενείχε υψηλό ρίσκο.
Νέος γύρος κυρώσεων και στρατηγικών μηνυμάτων
Η απόφαση ακύρωσης συνοδεύτηκε από νέο πακέτο αμερικανικών κυρώσεων — ένα σαφές μήνυμα ότι η Ουάσιγκτον δεν προτίθεται να χαλαρώσει την πίεση. Η στόχευση των ενεργειακών κολοσσών Rosneft και Lukoil θεωρείται η πιο επιθετική οικονομική κίνηση της κυβέρνησης Τραμπ απέναντι στη Μόσχα μέχρι σήμερα. «Οι εταιρείες αυτές τροφοδοτούν τη μηχανή πολέμου του Κρεμλίνου και θα λογοδοτήσουν», είπε ο Μπέσεντ, προσθέτοντας ότι «η Ρωσία δείχνει μηδενική δέσμευση στην ειρήνη».
Η απάντηση δεν άργησε να έρθει. Το Κρεμλίνο, μέσω Πεσκόφ, κατήγγειλε τις κυρώσεις ως «απόπειρα υπονόμευσης των διαύλων διαλόγου» και ανακοίνωσε ότι θα λάβει «συμμετρικά οικονομικά και στρατηγικά μέτρα».
Πυρηνικές σκιές και διπλωματικά μηνύματα
Την ώρα που το διπλωματικό θερμόμετρο πέφτει, το στρατιωτικό ανεβαίνει. Η Ρωσία πραγματοποίησε πυρηνικής τυπολογίας ασκήσεις με εκτοξεύσεις διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων από σιλό και υποβρύχια, αλλά και πυραύλων κρουζ από στρατηγική αεροπορία — άσκηση που επιθεώρησε προσωπικά ο Πούτιν. Το μήνυμα ήταν σαφές: η Μόσχα παραμένει στρατιωτικά έτοιμη και διατηρεί το δικαίωμα «αντίδρασης σε κάθε μορφή πίεσης».
Η επίδειξη συνέπεσε με τη νατοϊκή άσκηση Steadfast Noon, η οποία διεξάγεται πάνω από τη Βόρεια Θάλασσα, με συμμετοχή 2.000 στρατιωτών και 70 αεροσκαφών. Η συγχρονισμένη παρουσίαση ισχύος δείχνει ότι οι δύο υπερδυνάμεις χρησιμοποιούν το πεδίο των εξοπλισμών ως πολιτικό μήνυμα, τη στιγμή που η διπλωματία έχει κολλήσει.
Από τη «συνάντηση κορυφής» στη «διπλωματία της υπομονής»
Η ματαίωση της συνάντησης Πούτιν–Τραμπ στη Βουδαπέστη δεν κλείνει το κεφάλαιο, αλλά αλλάζει το περιεχόμενό του. Ο Τραμπ διατηρεί ανοιχτό το ενδεχόμενο «νέας ευκαιρίας στο μέλλον», ενώ το Κρεμλίνο επιμένει ότι «η προετοιμασία πρέπει να συνεχιστεί». Για την ώρα, ωστόσο, το βάρος μεταφέρεται στην επόμενη φάση πίεσης και ανταλλαγής συμβολικών κινήσεων — από τις οικονομικές κυρώσεις έως τις πυρηνικές επιδείξεις.
Η Βουδαπέστη, που μέχρι πριν λίγες ημέρες παρουσιαζόταν ως πλατφόρμα ειρήνης, κινδυνεύει τώρα να γίνει σύμβολο χαμένης ευκαιρίας. Αν υπάρξει επανεκκίνηση, αυτή θα στηριχθεί όχι σε ρητορική, αλλά σε πραγματικά ανταλλάγματα.
Μέχρι τότε, η ήπειρος παραμένει εγκλωβισμένη ανάμεσα σε παγωμένες γραμμές επαφής και θερμές ζώνες επιρροής, με την ειρήνη να μοιάζει ξανά αναβλητέα υπόθεση.