Από το “ανήκουμε στη Δύση” στις νέες συνθήκες-Το κομματικό σύστημα, η ανάγκη για εθνική στρατηγική

Είναι γνωστό πώς, από τη λήξη του “Ψυχρού Πολέμου” και εντεύθεν η Ευρώπη, ως διακρατική οντότητα, είχε εναποθέσει πλήρως την ασφάλειά της στις ΗΠΑ. Δεν χρειαζόταν να συγκροτήσει “ευρωπαϊκό στρατό”, καθώς τη “δουλειά” υποτίθεται ότι θα αναλάμβανε το ΝΑΤΟ, ακόμα και ο ίδιος ο αμερικανικός παράγοντας, έναντι κάθε δυνητικού κινδύνου, που, όμως, δεν υφίστατο επί δεκαετίες.
Η Ρωσία από “εχθρός” που ήταν, μέχρι την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, μεταβλήθηκε σταδιακά σε εμπορικό, κυρίως, όμως, σε ενεργειακό εταίρο. Το οικονομικό θαύμα της γερμανικής οικονομίας στηρίχθηκε στην Gazprom και τις χαμηλές τιμές που εξασφάλιζε στο Βερολίνο, η γερμανική πολιτική σκηνή εκπροσωπούνταν στο διοικητικό της συμβούλιο από “απόστρατους” καγκελάριους και υπουργούς, αυτή, δε, η σχέση επεκτεινόταν και στο σύνολο της ευρωζώνης.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία άλλαξε άρδην αυτό το τοπίο. Αίφνης, η Ευρώπη ανακάλυψε τον εξ ανατολών κίνδυνο. Αποτέλεσμα, αφενός του αναθεωρητισμού του Βλαντιμίρ Πούτιν, αφετέρου σωρρείας (και) δικών της λαθών- π.χ την βιαστική και χωρίς αντίληψη του νέου “στρατηγικού βάθους” επέκταση στις πρώην χώρες του ανατολικού μπλοκ, την προβολή νατοϊκής ισχύος στα δυτικά σύνορα της Ρωσίας, την αποδυνάμωση των Συμφωνιών του Μινσκ κ.ά.
Η ανατροπή με την εκλογή Τραμπ
Την ώρα, ωστόσο, που η “υπαρξιακή απειλή” από τη Μόσχα ωθούσε την Ευρώπη σε ριζική αναθεώρηση του “ευρωπαϊκού τρόπου ζωής” (για να θυμηθούμε μία έκφραση των Βρυξελλών που έγινε ακόμα και χαρτοφυλάκιο στην Κομισιόν), η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ανέτρεπε την φιλοσοφία δεκαετιών σχετικά με το δόγμα ασφάλειας: οι “εγγυήσεις” της Ουάσιγκτον δεν υφίστανται πιά.
Όσα ακολούθησαν είναι γνωστά: η ΕΕ έχει μείνει μόνη της να στηρίζει απολύτως τον Ζελένσκι, να εισέρχεται σε μία τρελή κούρσα εξοπλισμών (ReArm), που θα της στοιχίσει εκατοντάδες δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια- και θα αφυδατώσει το κοινωνικό κράτος, βαθαίνοντας τις ανισότητες-, ακόμα και να εκπαιδεύει τον πληθυσμό της (π.χ Γερμανία) στην ανάγκη των “κιτ επιβίωσης” και των πυρηνικών καταφυγίων.
Η ελληνική ψηφίδα
Εάν από την ευρύτερη ευρωπαϊκή εικόνα προσεγγίσουμε την ελληνική ψηφίδα, γίνεται αντιληπτό πως το ευρωπαϊκό πρόβλημα είναι και ελληνικό, έτι δε περαιτέρω, μάλιστα, εξαιτίας των ιστορικών ιδιαιτεροτήτων στην περιοχή μας.
Παρότι ομνύουμε στην αδιατάρρακτη στρατηγική (και αμυντική) σχέση μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα ήταν αφελές, αν όχι και επικίνδυνο, να πιστεύουμε ότι η άρση των “εγγυήσεων ασφαλείας” της Αμερικής ως προς την Ευρώπη δεν περιλαμβάνει και την Ελλάδα. Πώς η χώρα μας, δηλαδή, θα αποτελέσει εξαίρεση ως όαση προστασίας, και πώς η Ουάσιγκτον του τραμπικού αναθεωρητισμού θα σπεύσει να μας στηρίξει έναντι οιουδήποτε κινδύνου. Ακόμα περισσότερο όταν ο κίνδυνος αυτός προέρχεται από την Τουρκία.
Η συγκυρία είναι αρνητική και θα το αντιληφθούμε μόνο εάν εγκαταλείψουμε την αυτοαναφορικότητα, και την μετατροπή της εξωτερικής μας πολιτικής σε πεδίο εσωτερικής κομματικής αντιπαράθεσης.
Η Τουρκία του Ερντογάν αναγνωρίζεται ως πολύτιμος σύμμαχος στον ευρύτερο σχεδιασμό του Τραμπ, εκκινώντας από το ουκρανικό και φθάνοντας στη Μέση Ανατολή (από τη Γάζα, και τη Συρία, μέχρι το Ιράν, και φυσικά τη ανατολική Μεσόγειο). Το ΝΑΤΟ την θεωρεί βασικό του βραχίονα, η δε ΕΕ επιδιώκει διακαώς να την εντάξει στην κοινή άμυνα, και να της προσφέρει ισχυρά ανταλλάγματα γι αυτό τον σκοπό.
Η υπαρκτή απειλή
Ο συνδυασμός, λοιπόν, της υπαρκτής απειλής μίας περιφερειακής αναθεωρητικής δύναμης σαν την Τουρκία, σε ένα γεωπολιτικό περίγυρο όπου κυριαρχεί ο αναθεωρητισμός, χωρίς τις αμερικανικές “εγγυήσεις ασφαλείας” προς την ΕΕ, χωρίς την παλαιότερη ευρωπαϊκή αντίληψη για το τι εστί Τουρκία, κι ακόμα χειρότερα, με την ελαστική, πλέον, ματιά στους κανόνες Διεθνούς Δικαίου από όλους τους παραπάνω “παίκτες”, μετατρέπεται σε μία ειδική και επικίνδυνη νέα συνθήκη.
Το παράδειγμα του ουσιαστικού αφοπλισμού της “ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής” στην ελληνογαλλική αμυντική συνεργασία (που τόσο προβλήθηκε καθ΄ ημάς) θα έπρεπε να μας είχε γίνει μάθημα σχετικά με το πόσα μπορούμε πράγματι να αναμένουμε από την αντίστοιχη σχέση με την Αμερική του Τραμπ. Αμφιβάλλω ότι έχει γίνει.
Αρκεί η “αποτρεπτική ισχύς”;- Τα νέα διλήμματα
Είναι, από την άλλη, σωστό αυτό που προβάλλει η κυβέρνηση όσον αφορά την ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας. Δίχως άλλο, η Ελλάδα των Rafale, των Belhara, και του σχεδιαζόμενου “Iron Doom”, δεν είναι η Ελλάδα του “7 προς 10”, ούτε της εποχής των μνημονίων, όταν ξεχαρβαλώθηκε η αμυντική μας μηχανή.
Ουδείς, ωστόσο, μπορεί να προβλέψει πόσο θα μεταβληθεί αυτή η υπεροπλία σε πέντε ή δέκα χρόνια από σήμερα, και σε κάθε περίπτωση η αμυντική, οικονομική, αναπτυξιακή, και κοινωνική ασφάλεια μιας χώρας δεν εδράζεται στο ότι όταν συμβεί ένας πόλεμος θα μπορέσει να ανταποκριθεί με μεγάλη επάρκεια, αλλά σε μία εδραιωμένη (στο εσωτερικό, και διεθνώς) αίσθηση ότι δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο. Η Ελλάδα του “ανήκομεν εις την Δύσιν” έχει πιά άλλη θεώρηση και δεν προσφέρεται για ιδεολογικές ακροβασίες, ούτε για εφησυχασμό.
Μας αναγκάζει να αποκτήσουμε το πρόταγμα του “ανήκουμε, πρωτίστως, στον εαυτό μας”, κι αυτό σημαίνει ότι το κομματικό σύστημα οφείλει να σταματήσει να αναζητά νέους εχθρούς και αντιπάλους, και να αποδέχεται πιθανούς εταίρους και συμμάχους. Είναι καιροί για γέφυρες και όχι για περισσότερα χαρακώματα.
Τούτων δοθέντων, η ανακοινωθείσα από τον πρωθυπουργό πρωτοβουλία σχετικά με το φόρουμ της Αν. Μεσογείου, που, όμως, ήρθε να προλάβει και να ενσωματώσει την γεωστρατηγική επιδίωξη των ΗΠΑ για την ευρύτερη περιοχή, είναι πολύ πιθανό να μας φέρει μπροστά σε νέες συνθήκες. Ίσως απαιτηθεί να ξανασυζητήσουμε, ακόμα και να αναθεωρήσουμε πάγιες θέσεις και δόγματα.
Οι επιλογές είναι δεδομένες: ή οχυρωνόμαστε στην τακτική της αδράνειας, όπου όλα παραπέμπονται στις καλένδες, αν και ο κόσμος γύρω μας μεταβάλλεται ραγδαία, πιθανώς σε βάρος μας, ή επιλέγουμε ρηξικέλευθους τρόπους για εθνική στρατηγική σε νέες συνθήκες. Ως προς το πρώτο, το πολιτικό μας σύστημα γνωρίζει τη συνταγή, ενίοτε την χρησιμοποιεί με μεθόδους τοξικότητας που βαθαίνουν τα χάσματα και δηλητηριάζουν το κοινωνικό σώμα. Ως προς το δεύτερο, απαιτείται σύνεση και οξυδέρκεια, κυρίως, όμως, υπέρβαση του (προ)εκλογικού χρόνου και των προσωπικών φιλοδοξιών.