Η οικονομία το πιο επικίνδυνο πεδίο πολέμου-Ασφυκτική πραγματικότητα για το Κίεβο

 Η οικονομία το πιο επικίνδυνο πεδίο πολέμου-Ασφυκτική πραγματικότητα για το Κίεβο

Η δήλωση της πρωθυπουργού της Δανίας, σύμφωνα με την οποία «εκτός από τη χρήση των παγωμένων ρωσικών αποθεμάτων δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι να χρηματοδοτηθεί η Ουκρανία», αποκάλυψε ίσως τη σοβαρότερη πτυχή του πολέμου που συνεχίζεται για τρίτη χρονιά: τη χρηματοδοτική εξάντληση του Κιέβου. Πίσω από τη ρητορική περί «αντοχής», «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης» και «στρατηγικής βοήθειας» κρύβεται μια πραγματικότητα που γίνεται ολοένα πιο ασφυκτική: η ουκρανική οικονομία δεν μπορεί πλέον να συντηρήσει τον πόλεμο χωρίς εξωτερική ένεση κεφαλαίων, ενώ η Δύση δείχνει να φτάνει στα όριά της.

Το ζήτημα αυτό, λιγότερο θεαματικό από τα μέτωπα ή τα χτυπήματα με drones, αποδεικνύεται όμως ίσως πιο επικίνδυνο για το μέλλον της ίδιας της Ουκρανίας.

Η «εξίσωση» του πολέμου

Η οικονομική φόρμουλα του ουκρανικού πολέμου βασίζεται σε τρεις πυλώνες: τα εσωτερικά έσοδα, την εξωτερική στρατιωτική βοήθεια και τη χρηματοδότηση του δημοσιονομικού ελλείμματος από τους εταίρους. Από τα περίπου 120 δισ. δολάρια που αποτελούν τον ετήσιο προϋπολογισμό του Κιέβου, σχεδόν τα 60 δισ. προέρχονται από εσωτερικά έσοδα, τα οποία κατευθύνονται σχεδόν ολοκληρωτικά στις στρατιωτικές δαπάνες. Άλλα 50–60 δισ. συνιστούν τη συνδρομή των δυτικών συμμάχων σε όπλα, πυρομαχικά και εξοπλισμό, ενώ επιπλέον 60 δισ. προορίζονται για τη χρηματοδότηση μη στρατιωτικών δαπανών — από μισθούς και συντάξεις μέχρι ενεργειακές υποδομές και κοινωνικές παροχές.

Η εικόνα αυτή, ωστόσο, επιδεινώνεται δραματικά. Το 2025 προμηνύεται ως η δυσκολότερη χρονιά για την Ουκρανία από την έναρξη της ρωσικής εισβολής, με όλα τα κανάλια χρηματοδότησης να στερεύουν ταυτόχρονα.

Ο παράγοντας Τραμπ και η αμερικανική «αναδίπλωση»

Η πρώτη και πιο καθοριστική μεταβολή προήλθε από την Ουάσινγκτον. Ο Ντόναλντ Τραμπ, επανακάμπτοντας δυναμικά στην προεκλογική σκηνή, ανέστειλε κάθε νέα χρηματοδοτική βοήθεια προς το Κίεβο, δηλώνοντας ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πουλούν πλέον όπλα μόνο έναντι πληρωμής». Η μόνη μορφή στήριξης που παραμένει είναι η ανταλλαγή πληροφοριών από τις αμερικανικές υπηρεσίες, χωρίς ακόμη να έχει τεθεί λογαριασμός. Για την ουκρανική κυβέρνηση, η απόφαση αυτή ισοδυναμεί με σοκ: οι ΗΠΑ, που για σχεδόν δύο χρόνια υπήρξαν ο βασικός χρηματοδότης του πολέμου, μετατρέπονται σε προμηθευτή με εμπορικούς όρους.

Η απουσία αμερικανικών κονδυλίων άφησε το βάρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία όμως βρίσκεται ήδη αντιμέτωπη με ύφεση, κοινωνική πίεση και πολιτική αβεβαιότητα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις στις Βρυξέλλες, το συνολικό ποσό που θα χρειαστεί για τη στήριξη της Ουκρανίας την επόμενη χρονιά ξεπερνά τα 120 δισ. δολάρια. Ούτε τα κράτη-μέλη ούτε οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δείχνουν διατεθειμένοι ή ικανοί να καλύψουν τέτοιο ποσό.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Ταμείο Ευρωπαϊκής Άμυνας, που προορίζεται για την αγορά οπλικών συστημάτων από τις ΗΠΑ για λογαριασμό της Ουκρανίας: από τον Αύγουστο, το διαθέσιμο υπόλοιπο παραμένει στάσιμο στα 2 δισ. δολάρια, προκαλώντας ανοικτή δυσφορία του Βολοντίμιρ Ζελένσκι.

Η νέα οικονομία των drones

Μια ακόμη δομική αλλαγή αφορά τη φύση των στρατιωτικών δαπανών. Η Ουκρανία επενδύει πλέον μαζικά σε μη επανδρωμένα αεροσκάφη, το βασικό όπλο του σύγχρονου πολέμου φθοράς. Το πρόβλημα είναι ότι μεγάλο μέρος των εξαρτημάτων προέρχεται από την Κίνα, η οποία φυσικά δεν τα προσφέρει δωρεάν. Όσο αυξάνεται η παραγωγή drones, τόσο αυξάνεται και το κόστος για την προμήθεια κινεζικών μικροεξαρτημάτων — ένα έξοδο που ούτε η Ευρώπη ούτε οι ΗΠΑ μπορούν να υποκαταστήσουν, καθώς εξαρτώνται και οι ίδιες από την κινεζική αγορά. Για να διατηρήσει την ισορροπία με τη Ρωσία, το Κίεβο πρέπει να ξοδεύει ολοένα και περισσότερα.

Η οικονομία σε ελεύθερη πτώση

Η εσωτερική οικονομία δεν μπορεί να αντέξει αυτό το βάρος. Το ΑΕΠ της Ουκρανίας, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, κατέγραψε αύξηση κάτω του 1% το πρώτο εξάμηνο του 2025. Ο κρατικός προϋπολογισμός προβλέπει για το επόμενο έτος άνοδο εσόδων κατά 20%, αλλά ο στόχος αυτός φαντάζει μη ρεαλιστικός, όσο η πολεμική φθορά βαθαίνει και οι επιθέσεις στα βιομηχανικά κέντρα πολλαπλασιάζονται. Ήδη η Βερχόβνα Ράντα (ουκρανικό κοινοβούλιο) ετοιμάζεται να εγκρίνει συμπληρωματικό προϋπολογισμό ύψους 300 δισ. γρίβνας (περίπου 7,5 δισ. ευρώ), αποκλειστικά για την κάλυψη των στρατιωτικών μισθών.

Η κυβέρνηση του Ντενίς Σμιχάλ ελπίζει να αντλήσει τα ποσά αυτά από τα παγωμένα ρωσικά κεφάλαια, όμως η ΕΕ δεν έχει ακόμη εγκρίνει το νομικό πλαίσιο που θα επιτρέπει τη χρήση τους για στρατιωτικούς σκοπούς. Αν δεν υπάρξει συμφωνία, το Κίεβο θα αναγκαστεί να εκδώσει νέα ομόλογα εσωτερικού δανεισμού — ουσιαστικά δηλαδή να προχωρήσει σε ελεγχόμενη νομισματική έκδοση — με αποτέλεσμα νέα έκρηξη πληθωρισμού και υποτίμηση της γρίβνας.

Η πρόταση του «δανείου αποζημειώσεων»

Το βασικό σχέδιο που προωθούν πλέον η Ουκρανία και μέρος των Ευρωπαίων εταίρων είναι η έκδοση ενός «δανείου αποζημιώσεων» (reparation credit) ύψους 140 δισ. ευρώ, με εγγύηση τα παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία. Ωστόσο, αρκετές χώρες της ΕΕ — μεταξύ τους η Γερμανία, η Αυστρία και η Ολλανδία — αντιτίθενται σθεναρά, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο συνιστά de facto δήμευση και θα πλήξει ανεπανόρθωτα την εμπιστοσύνη των επενδυτών στο ευρώ.

Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται, αλλά η πρωθυπουργός της Δανίας, Μέτε Φρέντρικσεν, παραδέχθηκε δημοσίως ότι «άλλη εναλλακτική λύση δεν υπάρχει».

Ακόμη όμως και αν εγκριθεί, αυτό το δάνειο θα καλύψει τις ουκρανικές ανάγκες μόνο για έναν χρόνο. Ακόμη και η πλήρης κατάσχεση των 200 δισ. ευρώ σε ρωσικά κεφάλαια θα επαρκούσε για λιγότερο από δύο χρόνια πολέμου — με τίμημα, βέβαια, έναν σεισμό στις ευρωπαϊκές χρηματαγορές.

Το επικίνδυνο σενάριο της κατάρρευσης

Οι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι, αν δεν βρεθεί μόνιμη λύση, η Ουκρανία θα αντιμετωπίσει μέσα στα επόμενα δύο έως τρία χρόνια στρατηγική κρίση χρηματοδότησης. Η μόνη διέξοδος θα ήταν μια βαθιά υποτίμηση της γρίβνας, ώστε με μικρότερη εισροή ξένων κεφαλαίων να αυξάνεται η εγχώρια ρευστότητα. Όμως κάτι τέτοιο θα σήμαινε κατάρρευση μιας οικονομίας εξαρτημένης από τις εισαγωγές και αδυναμία αγοράς βασικού στρατιωτικού εξοπλισμού, όπως τα ίδια τα drones.

Ουσιαστικά, το χρηματοδοτικό αδιέξοδο μετατρέπεται σε υπαρξιακή απειλή για το Κίεβο. Η ικανότητα συνέχισης του πολέμου, αλλά και οι όροι μιας ενδεχόμενης ειρηνευτικής διαπραγμάτευσης, εξαρτώνται πλέον από την οικονομική επιβίωση του ουκρανικού κράτους.

Ο χρόνος μετράει αντίστροφα

Αναλυτές στη Μόσχα, αλλά και στη Δύση, συμφωνούν σε ένα σημείο: ο παράγοντας χρόνος εργάζεται πλέον εις βάρος της Ουκρανίας. Αν ο αντίπαλος — δηλαδή η Ρωσία — δεν καταρρεύσει από τις δικές του πιέσεις μέσα στα επόμενα χρόνια, το Κίεβο θα βρεθεί σε αδιέξοδο χρηματοδότησης που θα καταστήσει αδύνατη τη συνέχιση του πολέμου στο σημερινό επίπεδο έντασης.

Η επιλογή της Δύσης να «παγώσει» την κατάσταση, διατηρώντας έναν πόλεμο χαμηλής έντασης με διαρκή εξάρτηση από εξωτερικούς πόρους, μπορεί να αποδειχθεί μη βιώσιμη. Κι αν η οικονομία είναι, όπως λέγεται, η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα, τότε για το Κίεβο η οικονομία έχει ήδη μετατραπεί στο πιο επικίνδυνο πεδίο μάχης.