Ρεπορτάζ libre: Οι παράγοντες που εκτινάσσουν την τιμή του γάλακτος στα ύψη-Συγκριτικά στοιχεία με Ευρώπη
Το γάλα είναι το προϊόν το οποίο δεν λείπει από κανένα ελληνικό σπίτι, ιδιαίτερα αν σ’ αυτό μεγαλώνουν μικρά παιδιά. Υπό αυτό ως δεδομένο η τιμή του συγκεκριμένου προϊόντος αποτελεί σημαντική υπόθεση για τους καταναλωτές αφού πρόκειται για αγαθό άκρως απαραίτητο.
Είναι, όμως, σαφές ότι και στο γάλα οι Ελληνες καταναλωτές πληρώνουν το γάλα σε υψηλές τιμές που δεν υπάρχουν στην υπόλοιπη Ευρώπη, γεγονός αν μην τι άλλο προβληματικό (και το οποίο δεν εντοπιζόταν τις προηγούμενες δεκαετίες).
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, η μέση λιανική τιμή του φρέσκου αγελαδινού γάλακτος κυμαίνεται γύρω στο 1,25 – 1,55 ευρώ ανά λίτρο το 2024-2025, με αυξήσεις έως 16% σε σχέση με το 2023.
Παράλληλα, το αιγοπρόβειο γάλα έχει υψηλότερη τιμή, στα 1,38 – 1,50 ευρώ το κιλό. Και όλα αυτά την ώρα που η τιμή παραγωγής δεν ξεπερνά (μέσα στο 2025) τα 55 λεπτά το λίτρο. Από τον παραγωγό δηλαδή μέχρι το ράφι το προϊόν “τσιμπά” μέχρι και ένα ευρώ για να διαμορφωθεί η τελική τιμή του!
Κατά τη σεζόν 2024-2025 η Ελλάδα συγκαταλεγόταν στις πιο ακριβές χώρες σε ότι αφορά τη λιανική τιμή του γάλατος. Στη Γαλλία, τεράστια χώρα με πολύ μεγάλη παραγωγή γάλατος, η αντίστοιχη τιμή δεν ξεπερνά τα 1,08 ευρώ το λίτρο. Η ίδια ακριβώς τιμή ισχύει και για τη Γερμανία, μία εξίσου μεγάλη αγορά.
Ακόμα όμως και αν μιλήσουμε για μικρότερες αγορές, όπως η Ισπανία, θα διαπιστώσουμε ότι οι τιμές είναι χαμηλότερες από τις αντίστοιχες ελληνικές. Στη χώρα της Ιβηρικής το ένα λίτρο γάλατος φτάνει να πωλείται 1,15 ευρώ ενώ στην Ιταλία η τιμή ανεβαίνει μέχρι το 1,25. Ακόμα και αυτά τα επίπεδα όμως υπολείπονται της χώρας μας.
Αν αναζητήσει κανείς τις αιτίες της διαφοράς των τιμών, θα πρέπει να σταθεί σε μερικούς αποφασιστικούς παράγοντες. Ενας από αυτούς είναι το κόστος της παραγωγής και των ζωοτροφών. Αυτό είναι υψηλότερο κατά περίπου 20-30% στην Ελλάδα σε σχέση με τη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη, λόγω περιορισμένης εγχώριας παραγωγής και εισαγωγών.
Ο αριθμός των κτηνοτρόφων επίσης παίζει κομβικό ρόλο. Οι κτηνοτρόφοι στην Ελλάδα μειώνονται σταθερά από χρονιά σε χρονιά γεγονός που προκαλεί πτώση στην αλλά και πληθωριστικές πιέσεις.
Με στοιχεία του 2023 γίνεται ξεκάθαρο ότι την τελευταία 10ετία ο αριθμός των παραγωγών αγελαδινού γάλακτος μειώθηκε κατά 1,351 παραγωγούς.
Από την άλλη πλευρά, ο πληθυσμός των αγελάδων για την παραγωγή γάλακτος στην Ελλάδα μειώνεται την τελευταία 10ετία, και αναμεσά στο 2013 και 2022 μειώθηκε κατά 49 χιλ. κεφάλια.
Ειδικότερα το 2022 μειώθηκε ο αριθμός των αγελάδων για παραγωγή γάλακτος κατά 10 χιλ. κεφάλια ή κατά 12%, ενώ αντίθετα αυξήθηκε ο αριθμός αγελάδων π,χ. για την παραγωγή κρέατος κ.α. κατά 25 χιλ. κεφάλια σε σχέση με το 2021 ή κατά 20%.
Κανείς, βέβαια, δεν θα πρέπει να αγνοήσει την καρτελοποίηση της ελληνικής αγοράς τροφίμων.
Ιδού δύο πολύ χρήσιμα στοιχεία τα οποία πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη:
11 μεγάλα σούπερ μάρκετ ελέγχουν πάνω από 95% του λιανικού εμπορίου γάλακτος.
Καταγράφεται επίσης απουσία ισχυρού ανταγωνισμού και ικανότητας πίεσης των τιμών σε προϊόντα εκτός από αυτά που συμπεριλαμβάνονται στο Καλάθι του Νοικοκυριού.
Με αυτά τα δεδομένα η Επιτροπή Ανταγωνισμού, ήδη από τον Φεβρουάριο του 2023, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ ασκούν σημαντική επιρροή στη διαμόρφωση των τιμών και στην επιλογή προϊόντων, δημιουργώντας καταστάσεις που μπορούν να θεωρηθούν περιοριστικές για τον υγιή ανταγωνισμό.
Φαίνεται ότι από τον Φεβρουάριο του 2023 μέχρι και σήμερα, 2,5 χρόνια μετά, ελάχιστα πράγματα άλλαξαν.