Ανάλυση ECFR: Η Ευρώπη σε αμερικανικό πολιτισμικό πρέσινγκ-Κυριαρχία ή εξάρτηση, αυτοπεποίθηση ή υποταγή

 Ανάλυση ECFR: Η Ευρώπη σε αμερικανικό πολιτισμικό πρέσινγκ-Κυριαρχία ή εξάρτηση, αυτοπεποίθηση ή υποταγή

Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται, σύμφωνα με νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR), μπροστά σε μια περίοδο βαθιάς ανασφάλειας, καθώς η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και η επιρροή του Αντιπροέδρου του, Τζέι Ντι Βανς, οδηγούν τη διατλαντική σχέση σε ένα μονοπάτι ανοιχτής αντιπαράθεσης. Η Ευρώπη, όπως υπογραμμίζεται, κινδυνεύει να υποκύψει σε μια «πολιτισμική εξάρτηση», εάν οι ηγεσίες της συνεχίσουν την πολιτική «κατευνασμού και κολακείας» απέναντι σε μια αμερικανική διοίκηση που αμφισβητεί ευθέως τις θεμελιώδεις αξίες του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.

Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: ή η Ευρώπη θα ανακτήσει την αυτοπεποίθησή της ή θα δει το ευρωπαϊκό σχέδιο να παρασύρεται από το κύμα του τραμπισμού.

Από το Μόναχο ξεκίνησε η «πολιτισμική μάχη»

Το σημείο εκκίνησης αυτής της νέας φάσης τοποθετείται στις 14 Φεβρουαρίου, στο Διεθνές Συνέδριο Ασφαλείας του Μονάχου, όταν ο Τζέι Ντι Βανς, αντιπρόεδρος πλέον των ΗΠΑ και στενός συνεργάτης του Τραμπ, εξαπέλυσε μια πρωτοφανή ιδεολογική επίθεση κατά της Ευρώπης.

Με μια ομιλία που χαρακτηρίστηκε «μανιφέστο πολιτισμικού πολέμου», ο Βανς αμφισβήτησε τις δημοκρατικές αρχές και τις φιλελεύθερες αξίες που συγκροτούν το θεμέλιο της ΕΕ, προωθώντας μια ατζέντα εθνικιστική, θρησκευτικά συντηρητική και κοινωνικά διχαστική.

Η ομιλία αυτή δεν ήταν μεμονωμένο περιστατικό. Σύμφωνα με το ευρωπαϊκό think tank, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει διαμορφώσει ένα πλέγμα συμμάχων μέσα στην ΕΕ –από τον Ούγγρο πρωθυπουργό Βίκτορ Όρμπαν και την Ιταλίδα ομόλογό του Τζόρτζια Μελόνι, έως τον Σλοβάκο ηγέτη Ρόμπερτ Φίτσο– αλλά και σειρά ακροδεξιών κομμάτων που αποκτούν ολοένα μεγαλύτερη επιρροή. Μέσω αυτών, η αμερικανική διοίκηση επιδιώκει να διεισδύσει στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, προσαρμόζοντας το τραμπικό αφήγημα στις εθνικές πραγματικότητες.

Πίεση και ταπείνωση

Η έκθεση απαριθμεί μια σειρά παραδειγμάτων που αποδεικνύουν την κλιμακούμενη πίεση της Ουάσινγκτον:

  • Απαίτηση αύξησης του αμυντικού προϋπολογισμού των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ στο 5% του ΑΕΠ – υπερδιπλάσιο του μέχρι πρότινος στόχου του 2%.
  • Εμπορικές συμφωνίες με ασύμμετρους όρους, που επιτρέπουν στις ΗΠΑ να επιβάλλουν δασμούς στις ευρωπαϊκές εξαγωγές χωρίς αντίστοιχα ανταλλάγματα.
  • Αποκλεισμός των Ευρωπαίων από κρίσιμες διαπραγματεύσεις για την Ουκρανία, με την Ουάσινγκτον να χειρίζεται το μέτωπο με τη Μόσχα χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις Βρυξέλλες.
  • Δημόσιες δηλώσεις του ίδιου του Τραμπ ότι οι ΗΠΑ «κερδίζουν δισεκατομμύρια» από τις ευρωπαϊκές αγορές όπλων που κατευθύνονται στο Κίεβο.

Οι συντάκτες προειδοποιούν ότι η αποδοχή αυτών των ταπεινώσεων από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις οδηγεί σε ένα «καθεστώς υποταγής», όχι μόνο στρατηγικής αλλά και πολιτισμικής, καθώς ενισχύει την αίσθηση ότι η Ευρώπη αδυνατεί να σταθεί ως ισότιμος παίκτης στο διεθνές σύστημα.

Το δίλημμα των Βρυξελλών

Παρά τις προειδοποιήσεις, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί εμφανίζονται διχασμένοι. Ανώτεροι αξιωματούχοι της Κομισιόν και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου παραδέχονται –ανεπισήμως– ότι τα περισσότερα κράτη μέλη εξακολουθούν να επενδύουν στην «ασφάλεια» που παρέχει η Ουάσινγκτον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόσφατη απόφαση πολλών κυβερνήσεων να αυξήσουν τις εισαγωγές αμερικανικού φυσικού αερίου, παρά την εμπειρία του «ασύμμετρου» εμπορικού συμφώνου.

Το ECFR καλεί τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να εγκαταλείψουν την πολιτική κατευνασμού και να υιοθετήσουν μια στρατηγική «αυτοπεποίθησης» και υπεράσπισης των αξιών που θεμελίωσαν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Το ζητούμενο, σημειώνεται, δεν είναι μια ρήξη με τις ΗΠΑ, αλλά μια νέα ισορροπία που θα προστατεύει την ευρωπαϊκή κυριαρχία και θα αποτρέπει την εξάρτηση από τις ιδιοτροπίες του Λευκού Οίκου.

Η «μαύρη λίστα» των κρατών-μελών

Σύμφωνα με την ανάλυση, τα κράτη-μέλη κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες:

  • Οι «συνεργοί», όπως η Ουγγαρία, η Ιταλία και η Σλοβακία, όπου οι κυβερνήσεις ανοιχτά υιοθετούν την τραμπική ρητορική.
  • Οι «ουδέτεροι» ή «προσαρμοσμένοι», όπως η Αυστρία, το Βέλγιο, η Τσεχία, η Φινλανδία, η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ολλανδία, η Πορτογαλία και η Ρουμανία, που διατηρούν χαμηλούς τόνους αλλά αποδέχονται την αμερικανική ηγεμονία.
  • Οι «καθοριστικοί παίκτες», όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Πολωνία, οι οποίοι διαθέτουν το πολιτικό βάρος να ανακόψουν την αμερικανική πίεση, αλλά αντιμετωπίζουν εσωτερικές πολιτικές αναταράξεις και άνοδο της ακροδεξιάς.

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην Ισπανία, όπου ο πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ καταγγέλλει δημοσίως την αμερικανική παρέμβαση στις ευρωπαϊκές υποθέσεις και αρνείται να αυξήσει το στρατιωτικό κονδύλι στο 5% του ΑΕΠ.

Ο Σάντσεθ ηγείται επίσης της ευρωπαϊκής υποστήριξης στην Παλαιστίνη, ενώ εξετάζει την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών στα αμερικανικά προϊόντα. Ωστόσο, η έκθεση αμφισβητεί την ικανότητά του να επηρεάσει ουσιαστικά το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, λόγω της εσωτερικής πολιτικής αστάθειας και της εύθραυστης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

Μια μάχη για την ψυχή της Ευρώπης

Το τελικό συμπέρασμα του ECFR είναι ότι το «Καλοκαίρι της ευρωπαϊκής ταπείνωσης» δεν είναι αναπόφευκτο. Παρά τη γεωπολιτική πίεση, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η πλειονότητα των Ευρωπαίων εξακολουθεί να πιστεύει στην ιδέα της ενιαίας Ευρώπης και στις κοινές της αξίες. Αυτό το ευρωπαϊκό συναίσθημα πρέπει να αποτελέσει τη βάση για μια αντεπίθεση που θα αποτρέψει την εδραίωση ενός αμερικανικού πολιτισμικού ηγεμονισμού.

Η Ευρώπη, καταλήγει η έκθεση, οφείλει να ξαναβρεί τη φωνή της: να επενδύσει σε στρατηγική αυτονομία, να διαφοροποιήσει τις πηγές ενέργειας και άμυνας, να ενισχύσει τους δεσμούς με τον Παγκόσμιο Νότο και να επιβάλει κανόνες που θα περιορίζουν την εξωτερική επιρροή στις ευρωπαϊκές εκλογές.

Μόνο έτσι μπορεί να αποφύγει το σενάριο μιας υποταγής που θα μετατρέψει τον 21ο αιώνα σε εποχή αμερικανικής πολιτισμικής κυριαρχίας πάνω στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Με την ΕΕ να αναζητά ακόμη το νέο της βηματισμό, η αναμέτρηση με τον τραμπισμό δεν είναι απλώς μια πολιτική διαφορά· είναι μια μάχη για την ψυχή της Ευρώπης.

Το δίλημμα τίθεται πλέον ωμά: κυριαρχία ή εξάρτηση, αυτοπεποίθηση ή υποταγή. Οι μήνες που έρχονται θα δείξουν αν οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες θα τολμήσουν να κάνουν το αποφασιστικό βήμα πριν η «πολιτισμική πολιορκία» γίνει μόνιμη πραγματικότητα.