Μυστήριο με το μήνυμα Μπαράκ προς τη Βηρυτό που μπορεί να ανάψει νέες φωτιές

 Μυστήριο με το μήνυμα Μπαράκ προς τη Βηρυτό που μπορεί να ανάψει νέες φωτιές

Σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη συγκυρία για τον Λίβανο και ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, οι πρόσφατες δηλώσεις του Τομ Μπαράκ –του Αμερικανού μεσολαβητή στα ισραηλινο-λιβανικά– ότι η κυβέρνηση της Βηρυτού «υστερεί» και «δεν κάνει τίποτα» για την επιβολή της αποκλειστικότητας των όπλων στο κράτος, δημιούργησαν κύμα ανησυχίας που ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας. Το χρονικό σημείο δεν θα μπορούσε να είναι πιο φορτισμένο: ο αρχηγός του λιβανικού κράτους, στρατηγός Τζόζεφ Αούν, βρίσκεται στη Νέα Υόρκη για να εκπροσωπήσει τον Λίβανο στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, ενώ ταυτόχρονα εκκινεί διεθνής διάσκεψη, υπό την αιγίδα της Σαουδικής Αραβίας και της Γαλλίας, υπέρ της λύσης των δύο κρατών, την ώρα που ενισχύονται οι διεθνείς αναγνωρίσεις του παλαιστινιακού κράτους. Το βασικό ερώτημα που διατυπώνεται στους πολιτικούς και διπλωματικούς διαδρόμους είναι αν ο Μπαράκ μίλησε με κάλυψη της Ουάσινγκτον ή αν πρόκειται για προσωπική υπερβολή.

Όποια κι αν είναι η απάντηση, η ουσία παραμένει: οι αιχμές του κινδυνεύουν να λειτουργήσουν ως πολιτικό άλλοθι για τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου ώστε να επεκτείνει τη στρατιωτική εκστρατεία προς τον Λίβανο, επικαλούμενος τη μη αποκλειστικότητα των όπλων στα χέρια του κράτους και την «αδυναμία» της Βηρυτού να επιβάλει την αρχή αυτή.

Στη Βηρυτό, η ανάγνωση των σχολίων του Μπαράκ είναι σχεδόν ομόφωνη: συνιστούν προειδοποίηση που, αν δεν διαχειριστεί σωστά, μπορεί να εξελιχθεί σε πράσινο φως για κλιμάκωση. Πολιτικές πηγές υπογραμμίζουν ότι το σήμα αυτό εκπέμπεται ενώ η κυβέρνηση του Λιβάνου έχει ήδη αποδεχθεί, κατ’ αρχήν, τα βήματα ενός αμερικανικού «οδικού χάρτη» για σταδιακή επιβολή της αποκλειστικότητας των όπλων στο κράτος και αποκλιμάκωση στη μεθόριο. Τονίζουν ακόμη ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι δύσκολο να ασκηθεί συμμετρική πίεση στον Νετανιάχου για την τήρηση αντίστοιχων δεσμεύσεων, εφόσον το πολιτικό πλαίσιο μετατίθεται από μια τεχνική μεσολάβηση σε κατηγορία κατά της λιβανικής κυβέρνησης.

Κύκλοι προσκείμενοι στους «Φίλους του Λιβάνου» στο εξωτερικό εκφράζουν ανάλογο σκεπτικισμό. Το ερώτημα που αιωρείται είναι αν η ένταση που καταγράφηκε στην πρόσφατη συνεδρίαση της Διεθνούς Επιτροπής Παρακολούθησης για την εκεχειρία –παρουσία της Μόργκαν Ορτάγκους, αναπληρώτριας ειδικής απεσταλμένης του Αμερικανού προέδρου για τη Μέση Ανατολή– προϊδέαζε για πιο σκληρή γραμμή εκ μέρους των ΗΠΑ ή αν επρόκειτο για παρερμηνεία. Ο λιβανικός παράγοντας, πάντως, διαβεβαιώνει ότι δεν έχει λάβει επίσημη ενημέρωση περί δυσαρέσκειας προς το σχέδιο του στρατού για σταδιακή επιβολή της αποκλειστικότητας των όπλων, αρχής γενομένης από την πλήρη ανάπτυξη των Ενόπλων Δυνάμεων νότια του Λιτάνι μέχρι τη διεθνή μεθόριο.

Βουλευτικές πηγές στη Βηρυτό, εμφανώς ενοχλημένες, μιλούν για «ατόπημα διπλωματικού πρωτοκόλλου» εκ μέρους του Μπαράκ: ως μεσολαβητής δεν οφείλει να προσφέρει «δωρεάν στήριξη» στον Νετανιάχου τη στιγμή που ο λιβανικός λόγος ετοιμάζεται για το βήμα της Γενικής Συνέλευσης. Οι ίδιες πηγές σημειώνουν ότι ο λιβανικός στρατός έχει ήδη ξεκινήσει συλλογή παράνομου οπλισμού από παλαιστινιακά στρατόπεδα τόσο νότια όσο και βόρεια του Λιτάνι, ενώ η πλήρης ανάκτηση σημείων στη γραμμή επαφής εμποδίζεται από τη συνεχιζόμενη ισραηλινή κατοχή προκεχωρημένων θέσεων παρατήρησης.

Η επόμενη κρίσιμη καμπή συνδέεται με το μηνιαίο δελτίο της Στρατιωτικής Ηγεσίας, κατ’ εντολή του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο θα αποτιμήσει την πρόοδο της πρώτης φάσης του σχεδίου. Το έγγραφο αναμένεται πριν από το τέλος της πρώτης εβδομάδας του Οκτωβρίου και θα αποτελέσει βάση αξιολόγησης από τη Διεθνή Επιτροπή Παρακολούθησης και την άτυπη Ομάδα Φίλων του Λιβάνου. Η επιλογή του Μπαράκ να προεξοφλήσει, με δημόσιες κατηγορίες, την επάρκεια της λιβανικής προσπάθειας θεωρείται από πολιτικούς παρατηρητές στρατηγικό σφάλμα. Αν η αμερικανική διοίκηση υιοθετήσει τις θέσεις του, η Ιερουσαλήμ μπορεί να εκλάβει το σήμα ως συναίνεση για διεύρυνση της εκστρατείας προς τον βορρά· αν όχι, η παρέμβαση κινδυνεύει να καταγραφεί ως θορυβώδες προσωπικό στίγμα με υψηλό επικοινωνιακό κόστος.

Στο εσωτερικό της λιβανικής σκηνής, αρκετοί βλέπουν πίσω από τη ρητορική Μπαράκ μια προσπάθεια χαράξεως γραμμής για τον νέο Αμερικανό πρέσβη, Μισέλ Ίσσα, λίγο πριν διαδεχθεί τη Λίζα Τζόνσον. Κατά τις ίδιες αναγνώσεις, ο Μπαράκ επέλεξε να αποχαιρετήσει τον ρόλο του με σκληρές διατυπώσεις, προκειμένου να δεσμεύσει τον διάδοχό του σε ανυποχώρητη στάση έναντι της κυβέρνησης της Βηρυτού. Η στοχοποίηση της Χεζμπολάχ και του Ιράν ως βασικών εμποδίων στην αποκλειστικότητα των όπλων βρίσκει, άλλωστε, πρόθυμα ακροατήρια τόσο στον αραβικό όσο και στον δυτικό κόσμο.

Η Χεζμπολάχ παραμένει στο επίκεντρο της εσωτερικής συζήτησης. Οι επικριτές της μιλούν για δημόσια επίδειξη ισχύος και διατήρηση οπλισμού, συνοδευόμενες από δυσπιστία προς την UNIFIL και παρεμπόδιση περιπολιών στο πλαίσιο του ψηφίσματος 1701, ενός πλαισίου που ουδέποτε εφαρμόστηκε πλήρως από τον Αύγουστο του 2006. Κεντρικές πηγές διερωτώνται κατά πόσο εξυπηρετείται το συλλογικό συμφέρον όταν εκπέμπονται διπλά μηνύματα, επισημαίνοντας ότι η εμπλοκή της οργάνωσης στη Γάζα επέφερε πλήγματα που διατάραξαν την ισορροπία αποτροπής και τους κανόνες εμπλοκής στα βόρεια σύνορα. Παράλληλα, ο σεΐχης Ναΐμ Κάσεμ απηύθυνε κάλεσμα για κλείσιμο της εσωτερικής σελίδας και διάλογο με τη Σαουδική Αραβία, χαιρετίζοντας τη συμπόρευση των τριών κορυφαίων θεσμικών παραγόντων του Λιβάνου στην καταδίκη των ισραηλινών πληγμάτων· σχεδόν αμέσως, όμως, βουλευτές του χώρου επανήλθαν σε σκληρή γραμμή κατά του πρωθυπουργού Ναγουάφ Σαλάμ, κατηγορώντας την κυβέρνησή του για εκτέλεση ξένων εντολών, ιδίως αμερικανικών, εξέλιξη που θολώνει το μήνυμα εκτόνωσης.

Για τη Βηρυτό, η τριπλή πρόκληση παραμένει δύσκολη: πρώτον, η εμπέδωση της αποκλειστικότητας των όπλων στο κράτος με πλήρη ανάπτυξη των Ενόπλων Δυνάμεων νότια του Λιτάνι· δεύτερον, η πολιτικο-διπλωματική διαχείριση της έντασης στη μεθόριο κατά τρόπο που να μην εκλαμβάνεται ως υποχώρηση ικανή να προκαλέσει εσωτερικές ρωγμές· και τρίτον, η διατήρηση διεθνούς στήριξης, ιδίως από Ουάσινγκτον και Παρίσι, χωρίς ο Λίβανος να μετατραπεί σε πεδίο αναπλήρωσης ευρύτερων γεωπολιτικών επιδιώξεων.

Σε αυτό το πλαίσιο, η επαναβεβαίωση της εκεχειρίας και η ενίσχυση της UNIFIL με σαφείς κανόνες εμπλοκής, διαφάνεια στις περιπολίες και στενό συντονισμό με τον λιβανικό στρατό συνιστούν τον πιο ρεαλιστικό διάδρομο αποκλιμάκωσης. Η κυβέρνηση Σαλάμ οφείλει να επικοινωνήσει πειστικά τη σταδιακή πρόοδο –στις κατασχέσεις οπλισμού, στην ανακατάληψη σημείων και στη διευκόλυνση της ανθρωπιστικής πρόσβασης– ώστε να αφαιρέσει επιχειρήματα από όσους πιέζουν για στρατιωτική λύση.

Η πολιτική οικονομία της κρίσης δείχνει πόσο ευαίσθητες είναι οι αγορές, οι ροές κεφαλαίων και οι ανθρωπιστικές γραμμές στον Λίβανο απέναντι σε σήματα αστάθειας. Ένα «θερμό» φθινόπωρο θα σήμαινε αναταράξεις στη συναλλαγματική ισοτιμία με πρόσθετη πίεση σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, πλήγμα στο διασυνοριακό εμπόριο και στις λιμενικές λειτουργίες, καθώς και διακινδύνευση των ανθρωπιστικών διαδρόμων προς τις πληγείσες κοινότητες του νότου. Σε αυτή τη σκηνή, ο διεθνής ρόλος της Σαουδικής Αραβίας και της Γαλλίας είναι διπλός: από τη μια, προσφέρουν διπλωματική ομπρέλα για το πολιτικό σκέλος· από την άλλη, μπορούν να στηρίξουν στοχευμένα την οικονομική και ανθρωπιστική σταθερότητα. Η σύζευξη αυτών των δύο παραμέτρων θα μπορούσε να μετατρέψει τον Οκτώβριο από μήνα ρίσκου σε μήνα προσυμφωνιών, υπό την προϋπόθεση ότι Ουάσινγκτον και Ιερουσαλήμ θα παγώσουν μονομερείς κινήσεις που εντείνουν την ένταση.

Ενόψει των άμεσων αναγκών, τρεις προτεραιότητες προβάλλουν καθαρά και αλληλοσυμπληρούμενα. Πρώτον, απαιτείται δημόσια αποσαφήνιση από την Ουάσινγκτον ότι οι δηλώσεις του Τομ Μπαράκ δεν συνιστούν εντολή πίεσης προς τη Βηρυτό αλλά υπενθύμιση των στόχων του οδικού χάρτη· χωρίς αυτό, ο κίνδυνος παρερμηνειών είναι μεγάλος. Δεύτερον, χρειάζεται ένα διαβαθμισμένο χρονοδιάγραμμα από Υπουργικό Συμβούλιο και Στρατό για την Πρώτη Φάση νότια του Λιτάνι, με μετρήσιμους δείκτες –όπως αριθμό σημείων ελέγχου, περιπολιών και κατασχέσεων– που θα δημοσιοποιούνται μηνιαίως, ώστε να θωρακίζεται η κυβέρνηση απέναντι στην εξωτερική κριτική. Τρίτον, είναι κρίσιμη η διατήρηση λειτουργικών καναλιών με τη Χεζμπολάχ για μια τακτική συνύπαρξη επί του πεδίου σχετικά με κανόνες εμπλοκής, ασφάλεια της UNIFIL και έγκαιρες προειδοποιήσεις κινήσεων, ώστε να αποφεύγονται ατυχήματα που ανάβουν αστραπιαία τη φωτιά.

Τελικά, οι λέξεις έχουν βάρος όταν εκφέρονται σε μεθοριακές ζώνες – και οι δηλώσεις του Τομ Μπαράκ το επιβεβαιώνουν. Στον Λίβανο, όπου η πολιτική ισορροπία είναι εξίσου εύθραυστη με τη στρατιωτική, μια αβλεψία στον τόνο μπορεί να εξελιχθεί σε πυροκροτητή. Η Βηρυτός έχει συμφέρον να επιδείξει απτά βήματα για την αποκλειστικότητα των όπλων και την ασφάλεια του νότου· η Ουάσινγκτον έχει συμφέρον να αποσαφηνίσει ότι δεν επιδιώκει μετωπική ρήξη· και η Ιερουσαλήμ έχει συμφέρον να μη μετατρέψει ένα διπλωματικό εργαλείο σε αιχμή εισβολής. Αν επικρατήσει αυτό το μοτίβο, οι δηλώσεις του Μπαράκ θα αποδειχθούν μια παρένθεση στη δύσκολη διαπραγμάτευση. Διαφορετικά, ίσως αποδειχθούν η στιγμή όπου η περιοχή γλίστρησε από τη ρητορική πίεση σε μια νέα πραγματική σύγκρουση. Ως τότε, ο Λίβανος θα συνεχίσει να ισορροπεί πάνω σε μια λεπτή γραμμή: ανάμεσα στη διπλωματία και την πυρά, στην κρατική ευθύνη και την παραστρατιωτική ισχύ, στη διεθνή στήριξη και τα επί του πεδίου τετελεσμένα—και σε αυτό το σκηνικό, κάθε λέξη και κάθε σιωπή είναι πολιτική πράξη.