Τραμπ-Ερντογάν: Η “προσωπική χημεία”, τα μηνύματα της συνάντησης και ο γρίφος για τα F-35
Η χτεσινή συνάντηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο αποτέλεσε κάτι πολύ περισσότερο από μια τυπική διμερή επαφή. Έξι χρόνια μετά την τελευταία του παρουσία στο προεδρικό μέγαρο της Ουάσιγκτον, ο Τούρκος πρόεδρος βρέθηκε ξανά στο επίκεντρο της αμερικανικής πρωτεύουσας, αυτή τη φορά με έναν συνομιλητή που όχι μόνο επιστρέφει δυναμικά στην παγκόσμια σκηνή, αλλά διατηρεί μια ιδιότυπη, σχεδόν προσωπική σχέση με τον ίδιο. Η θερμή υποδοχή του Τραμπ, οι δηλώσεις αμοιβαίου σεβασμού και οι εικόνες του Αμερικανού προέδρου να συνοδεύει τον Ερντογάν μέχρι την έξοδο του Λευκού Οίκου, σφράγισαν μια συνάντηση που αναδεικνύει εκ νέου τη σημασία των διαπροσωπικών δεσμών στη διαμόρφωση διεθνούς πολιτικής.
Για την Άγκυρα, το ραντεβού αυτό λειτουργεί ως βαρόμετρο για την πορεία των τουρκοαμερικανικών σχέσεων σε μια περίοδο γεωπολιτικών ανακατατάξεων, από τη Μέση Ανατολή μέχρι την Ουκρανία και τη Συρία.
Στην κοινή τους εμφάνιση, ο Ντόναλντ Τραμπ μίλησε για μια «υπέροχη συνάντηση», χαρακτηρίζοντας τον Ερντογάν «ηγέτη που απολαμβάνει σεβασμό σε όλο τον κόσμο» και επαναλαμβάνοντας τη γνωστή του εκτίμηση για το «ισχυρό στρατιωτικό δυναμικό» που έχει οικοδομήσει η Τουρκία. Δεν έμεινε εκεί: υπενθύμισε την απελευθέρωση του πάστορα Μπράνσον, ως παράδειγμα της προσωπικής τους συνεννόησης, ενώ αποκάλυψε ότι «κατόπιν αιτήματος του Ερντογάν» προχώρησε στην άρση αμερικανικών κυρώσεων για τη Συρία, χαρακτηρίζοντας την τουρκική επιχείρηση στη βόρεια Συρία «μεγάλη νίκη».
Ο Αμερικανός πρόεδρος, πιστός στην ιδιαίτερη ρητορική του, δεν έκρυψε τον θαυμασμό του για την αποφασιστικότητα του Τούρκου ομολόγου του, δηλώνοντας μάλιστα ότι «εύχεται να μην ήταν τόσο έξυπνοι οι Τούρκοι υπουργοί» που τον συνόδευαν, φράση που προκάλεσε αίσθηση στα τουρκικά μέσα ενημέρωσης.
«Μπορούμε εύκολα να κάνουμε συμφωνία για τα F-35, αλλά ο Ερντογάν θα πρέπει να κάνει κάτι για μας πρώτα», είπε ο Τραμπ αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο χωρίς ωστόσο να ξεκαθαρίζει τι θέλουν οι ΗΠΑ από την Τουρκία για να κλείσει η συμφωνία για τα F-35.
BREAKING: Trump:
We can easily do a deal on F-35's with Türkiye, but Erdogan going to do something for us first. pic.twitter.com/pycqRVIUdL
— Clash Report (@clashreport) September 25, 2025
Από την πλευρά του, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μίλησε για μια «διαφορετική φάση» στις σχέσεις Άγκυρας – Ουάσιγκτον, υπογραμμίζοντας ότι οι συζητήσεις κάλυψαν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων: από τα προγράμματα F-35 και F-16, μέχρι την υπόθεση της τουρκικής Halkbank και την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Παράλληλα, προανήγγειλε συνομιλίες για νέα ενεργειακά και αμυντικά πρότζεκτ, καθώς και για την αύξηση του διμερούς εμπορίου από τα 35 στα 100 δισ. δολάρια. Η αναφορά του στο Κυπριακό και στις σχέσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και οι δηλώσεις του για τη Γάζα, όπου κατήγγειλε το «ισραηλινό έγκλημα», δείχνουν ότι ο Τούρκος πρόεδρος επιδίωξε να προβάλλει την Τουρκία ως περιφερειακό παίκτη με πολυδιάστατη ατζέντα.
Ιδιαίτερο βάρος είχαν και οι δηλώσεις του Τομ Μπαράκ, πρέσβη των ΗΠΑ στην Άγκυρα και ειδικού απεσταλμένου των ΗΠΑ για τη Συρία, ο οποίος χαρακτήρισε τη συνάντηση «περισσότερο από εξαιρετική». Ο Μπαράκ μίλησε για «δύο καταπληκτικούς ηγέτες» που, παρά τις διαφορετικές οπτικές, «κατανοούν και σέβονται ο ένας τον άλλο».
Η τοποθέτησή του δεν περιορίστηκε στο διπλωματικό πρωτόκολλο: αποκάλυψε ότι οι δύο πρόεδροι συζήτησαν εκτενώς για το συριακό ζήτημα, εκφράζοντας αισιοδοξία για τη δημιουργία «κεντρικής κυβέρνησης» στη Δαμασκό μέχρι το τέλος του έτους, που θα διασφαλίζει τα δικαιώματα όλων των κοινοτήτων, χωρίς να οδηγεί σε ομοσπονδιακή διάσπαση. Ειδική αναφορά έκανε στους Κούρδους, τονίζοντας ότι η Ουάσιγκτον δεν επιδιώκει να επιβάλει μοντέλα διακυβέρνησης αλλά να επιτρέψει στις τοπικές δυνάμεις να «καθορίσουν τη μοίρα τους».
Η εικόνα του Τραμπ να συνοδεύει προσωπικά τον Ερντογάν μέχρι την έξοδο του Λευκού Οίκου και να αποχαιρετά θερμά κάθε μέλος της τουρκικής αποστολής, αποτυπώνει το ιδιαίτερο ύφος της συνάντησης. Σε αντίθεση με την ψυχρότητα που χαρακτήρισε τις επαφές της Άγκυρας με την προηγούμενη αμερικανική διοίκηση, ο Τούρκος πρόεδρος βρήκε απέναντί του έναν ηγέτη που συνδυάζει τον πραγματισμό με την επιδεικτική προσωπική διπλωματία.
Η επιλογή του Τραμπ να δώσει τόσο μεγάλη έμφαση στην προσωπική σχέση του με τον Ερντογάν –ανακαλώντας μάλιστα παλαιότερες «συμμαχίες» και τηλεφωνικές συνεννοήσεις– δείχνει ότι η Ουάσιγκτον επιδιώκει να επαναφέρει την Τουρκία στο στρατηγικό της πλαίσιο, ιδίως σε μια περίοδο όπου η Μέση Ανατολή βρίσκεται σε διαρκή αναβρασμό.
Για την Άγκυρα, η συνάντηση αυτή αποτελεί στρατηγικό κέρδος σε πολλαπλά επίπεδα. Πρώτον, προσφέρει μια ευκαιρία για απεμπλοκή από το αδιέξοδο που δημιούργησαν οι αμερικανικές κυρώσεις και η διακοπή της συμμετοχής της στο πρόγραμμα F-35.
Η διατύπωση του Τραμπ ότι «αν έχουμε μια καλή συνάντηση, οι κυρώσεις μπορούν να αρθούν ανά πάσα στιγμή» ανοίγει τον δρόμο για πιθανές συμφωνίες στα εξοπλιστικά, με άμεσο ενδιαφέρον για την τουρκική πολεμική αεροπορία. Δεύτερον, ενισχύει την εικόνα του Ερντογάν ως αυτοδύναμου περιφερειακού παίκτη που μπορεί να συνομιλεί επί ίσοις όροις με την Ουάσιγκτον, χωρίς να διακόπτει τους διαύλους με τη Μόσχα ή την Τεχεράνη. Τρίτον, δίνει στον Τούρκο πρόεδρο εσωτερικό πολιτικό κεφάλαιο, προβάλλοντάς τον ως ηγέτη που διατηρεί ανοιχτές πόρτες με τις μεγαλύτερες δυνάμεις.
Ταυτόχρονα, η αμερικανική πλευρά επιχειρεί να αξιοποιήσει την επαναπροσέγγιση ως εργαλείο γεωπολιτικής εξισορρόπησης. Στη Συρία, η Ουάσιγκτον χρειάζεται την τουρκική συνεργασία για την αποφυγή νέας κλιμάκωσης και για την προστασία των Κούρδων συμμάχων της, την ώρα που η ρωσική επιρροή παραμένει ισχυρή. Στη Γάζα, η Τουρκία εμφανίζεται ως πιθανός διαμεσολαβητής, με τον Ερντογάν να αναλαμβάνει ρόλο υπέρ των παλαιστινιακών θέσεων αλλά διατηρώντας ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας με το Ισραήλ. Στο ουκρανικό μέτωπο, ο Τραμπ επανέλαβε την πρόθεσή του να «τερματίσει πολέμους», αφήνοντας να εννοηθεί ότι βλέπει στην Άγκυρα έναν κρίσιμο δρώντα για μια πιθανή μελλοντική ειρηνευτική φόρμουλα.
Η προσωπική διάσταση της σχέσης Τραμπ – Ερντογάν, όπως αναδείχθηκε στη συνάντηση, έχει και συμβολική αλλά και πρακτική σημασία. Στη διεθνή πολιτική, όπου τα θεσμικά πλαίσια συχνά υποχωρούν μπροστά στις δυναμικές των ηγετών, η καλή «χημεία» μπορεί να ξεκλειδώσει συμφωνίες που φαινομενικά παραμένουν παγωμένες.
Ο Τούρκος πρόεδρος, γνωστός για την ικανότητά του να αξιοποιεί προσωπικά κανάλια επικοινωνίας, φαίνεται να επενδύει στη φιλοσοφία του Τραμπ για «συναλλαγές χωρίς προκαταλήψεις», ελπίζοντας σε χειροπιαστά οφέλη σε άμυνα, εμπόριο και ενεργειακή συνεργασία.
Η Ουάσιγκτον, από την άλλη, βλέπει στην Άγκυρα έναν αναντικατάστατο σύμμαχο σε μια περίοδο που οι ισορροπίες στη Μέση Ανατολή μεταβάλλονται ραγδαία, η Ρωσία παραμένει ενεργή στην Ουκρανία και η Κίνα ενισχύει την επιρροή της. Η παρουσία του Τομ Μπαράκ και οι αναφορές του σε μια «κεντρική συριακή κυβέρνηση» που θα εγγυάται τα δικαιώματα όλων των μειονοτήτων, αντανακλούν την πρόθεση των ΗΠΑ να διαμορφώσουν ένα νέο πλαίσιο σταθερότητας με την Τουρκία ως βασικό εταίρο.