Σχολεία-Ρεπορτάζ libre: Οι συγχωνεύσεις τμημάτων συνεχίζονται, η εκπαιδευτική διαδικασία συμπιέζεται-Η λογική της επιλογής
H προσήλωση του Υπουργείου Παιδείας και των ανώτατων στελεχών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στο στόχο των συγχωνεύσεων τμημάτων βρίσκεται και εφέτος σε πολύ υψηλό επίπεδο. Η ντιρεκτίβα που δόθηκε στους Περιφερειακούς Διευθυντές Εκπαίδευσης είναι ότι κάθε τμήμα πρέπει να διαθέτει 25 με 27 μαθητές και ότι όπου υπάρχει δυνατότητα συγχώνευσης τμημάτων αυτή θα πρέπει να αποφασίζεται και να υλοποιείται χωρίς δεύτερες σκέψεις.
Παράδειγμα: Σε γυμνάσιο των δυτικών προαστίων η κάθε τάξη είχε μέχρι πέρυσι από πέντε τμήματα με 18 ή 20 παιδιά ανά τμήμα. Εφέτος έγινε συγχώνευση και τα τμήματα έγιναν τέσσερα ανά τάξη (με τουλάχιστον 23 παιδιά ανά τμήμα).
Πρόκειται για μία προσπάθεια που κορυφώθηκε πέρυσι (όταν υπήρξαν πολλές και σοβαρές διαμαρτυρίες της οποίας κάλυψε το Libre) και η οποία συνεχίζεται και εφέτος, όπου αυτό ήταν εφικτό ή δεν είχε γίνει πέρυσι.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με πληροφορίες ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Γιάννης Παπαδομαρκάκης σε συνάντηση που είχε με τους Περιφερειακούς Διευθυντές (e-sos) διαπίστωσε ότι περισσότερα από 200 σχολεία είχαν κάνει κατάτμηση τμημάτων 25 μαθητών σε δύο τμήματα των 12 και 13 μαθητών. Ο κ. Παπαδομαρκάκης ζήτησε άμεση συγχώνευση αυτών των τμημάτων.
Πολύπειρο στέλεχος της εκπαίδευσης, που διαχειρίζεται τις εκπαιδευτικές ανάγκες μεγάλης περιοχής, τόνισε, μιλώντας στο Libre ότι η εν λόγω τακτική, προσηλωμένη στους αριθμούς, ουσιαστικά προσπερνά τις εκπαιδευτικές ανάγκες των παιδιών.
- “Στόχος μας θα έπρεπε να είναι να βρίσκονται το πολύ 15 παιδιά σε κάθε τμήμα, παιδιά που θα μπορούσαν να χωρέσουν σ’ ένα διαμορφωμένο Π από θρανία. Σ’ αυτήν την περίπτωση ο εκάστοτε εκπαιδευτικός, είτε πρόκειται για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση είτε για τη δευτεροβάθμια θα μπορούσε να προσφέρει πολύ περισσότερο συνολικά στην τάξη και ατομικά σε κάθε μαθητή”.
Από το Υπουργείο Παιδείας δεν έχει δοθεί ποτέ επίσημη και αναλυτική εξήγηση για την λογική των συγχωνεύσεων πέρα από την ανάγκη για εξορθολογισμό των αναγκών. Είναι όμως μία επιλογή που υπηρετείται με συνέπεια και η οποία προφανώς έχει και οικονομικές απολήξεις (στον προϋπολογισμό και κατ’ επέκταση στα δημόσια οικονομικά).
Την ίδια τακτική ακολουθούν οι επιτελείς του Υπουργείου αναφορικά και με τα κενά των εκπαιδευτικών. Σε πρώτη φάση καταγράφηκαν σχεδόν 30.000 κενά, αριθμός που κατά το Υπουργείο βρίσκεται εκτός πραγματικότητας.
Θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι τα κενά που θα καλυφθούν από αναπληρωτές (των οποίων οι τοποθετήσεις θα αρχίσουν από αυτήν την εβδομάδα) θα είναι σαφώς λιγότερα ή “τα πραγματικά” όπως θα ισχυριστούν από το Υπουργείο Παιδείας.
Γιατί; Διότι υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι πολλές φορές οι διευθυντές των σχολικών μονάδων δηλώνουν περισσότερα κενά από αυτά που υπάρχουν σε μία προσπάθεια να εξασφαλίσουν περισσότερο διδακτικό προσωπικό ή να εξυπηρετήσουν εκπαιδευτικούς που βρίσκονται σε ανάγκη (μωρομάνες, ασθενείς) και δεν μπορούν να ακολουθήσουν το πλήρες ωράριο.
Αντιθέτως, οι συνδικαλιστικές ενώσεις των εκπαιδευτικών έχουν τονίσει κατ’ εξακολούθηση ότι τα πραγματικά κενά στα σχολεία είναι πολύ περισσότερα και από αυτά που καλύπτονται αλλά και από αυτά που καταγράφονται.
Σε σχετική ανακοίνωσή της, ήδη από τις 15 Σεπτεμβρίου, η ΟΛΜΕ ανέφερε:
“Η έναρξη της σχολικής χρονιάς βρίσκει και πάλι τα σχολεία με τεράστιες ελλείψεις σε προσωπικό. Παρά τις διακηρύξεις, η πραγματικότητα είναι αποκαρδιωτική:
Χιλιάδες κενά εκπαιδευτικών και ελλείψεις σε ειδικό εκπαιδευτικό προσωπικό (ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί) καιειδικό βοηθητικό προσωπικόαλλά και ως προς τη στελέχωση σε δομές Ειδικής Αγωγής & Εκπαίδευσης και Παράλληλης Στήριξης. Περίπου 20.000 κενά παραμένουν ακάλυπτα, με αποτέλεσμα να χάνονται 400.000 διδακτικές ώρες την βδομάδα.
Σχολεία που ξεκίνησαν χωρίς πλήρη ωρολόγια προγράμματα, με «αλχημείες» ωρών, υποχρεωτικές μετακινήσεις, υπερωρίες και καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών. Το ΥΠΑΙΘΑ επιλέγει να διαχειρίζεται επικοινωνιακά την τεράστια ευθύνη του για την υπολειτουργία των σχολείων και ακροβατεί στα όρια της διοικητικής νομιμότητας και πρακτικής, επιβάλλοντας «αναπληρώσεις» για να δείξει ότι τα σχολεία λειτουργούν κανονικά. Οι συνάδελφοι/ισσες υποχρεώνονται με προφορικές εντολές να καλύπτουν τα κενά μέσωάτυπων απλήρωτων υπερωριών, γεγονός που παραβιάζει την κείμενη νομοθεσία για το ωράριο και ταυτόχρονα θέτει ζητήματα νομικής ευθύνης σε περίπτωση ατυχημάτων ή άλλων έκτακτων περιστατικών”.