Αναγνώριση Παλαιστίνης: “Ιστορική μέρα” με συμβολισμό και ουσία- Τι αλλάζει
Η ανακοίνωση ότι ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Βρετανία (ακολούθησε και η Πορτογαλία) αναγνώρισαν επισήμως το Παλαιστινιακό Κράτος χαρακτηρίστηκε «ημέρα ιστορική», προκαλώντας άμεση πολιτική αντήχηση στο Τελ Αβίβ και νέα κινητικότητα σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Πέρα από τον εύλογο συμβολισμό—ιδίως όταν ανάμεσα στις τρεις χώρες βρίσκεται η Βρετανία του Άρθουρ Μπάλφουρ—η κίνηση εγγράφεται σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο: μια κρατική οντότητα με ευρύτατη διεθνή αναγνώριση, διπλωματικές αποστολές, παρουσία στον ΟΗΕ και στα αθλητικά fora, αλλά ταυτόχρονα με ελλείμματα κυριαρχίας επί εδάφους, συνόρων και πόρων. Το μήνυμα είναι διττό: αφενός μια ηθική και πολιτική θέση αρχής υπέρ της λύσης των δύο κρατών, αφετέρου ένας διπλωματικός μοχλός πίεσης προς την κυβέρνηση του Μπενιαμίν Νετανιάχου, ειδικά μετά την καταστροφική πολεμική επιχείρηση στη Γάζα και την κλιμάκωση των επικρίσεων για το ανθρωπιστικό κόστος.
Η αναγνώριση δεν λύνει αυτομάτως τα πρακτικά προβλήματα· αλλάζει όμως το σημείο ισορροπίας, διευρύνει τη διπλωματική ισοτιμία των Παλαιστινίων και επαναφέρει τις παραμέτρους του διεθνούς δικαίου στο τραπέζι.
Η Παλαιστίνη παραμένει ένα παράδοξο του διεθνούς συστήματος: υπάρχει με την έννοια ότι αναγνωρίζεται από τη μεγάλη πλειονότητα των κρατών-μελών του ΟΗΕ, διαθέτει διπλωματική παρουσία και συμμετέχει σε διεθνή fora, όμως δεν υπάρχει με όρους πλήρους κυριαρχίας.
Τα σύνορα του 1967 δεν έχουν συμφωνηθεί de jure, στρατός δεν υφίσταται, η οικονομία παραμένει συμπιεσμένη και διαμεσολαβημένη από ελέγχους του Ισραήλ. Η Παλαιστινιακή Αρχή, γέννημα των συμφωνιών της δεκαετίας του ’90, δεν ασκεί ολοκληρωτικό έλεγχο ούτε επί εδάφους ούτε επί πληθυσμών, εξαιτίας της στρατιωτικής κατοχής στη Δυτική Όχθη και του de facto αποκλεισμού της Γάζας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αναγνώριση λειτουργεί ως αναβάθμιση υποκειμενικότητας: ανοίγει τον δρόμο για πρεσβείες και ανταλλαγή πρεσβευτών, διευρύνει τη συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς και δικαιοδοτικά fora και αποτυπώνει καθαρά την πολιτική βούληση τρίτων κρατών να στηρίξουν την αρχιτεκτονική της λύσης που επί δεκαετίες θεωρείται ο διεθνής κανόνας.
Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει ο βρετανικός παράγοντας. Ο Ντέιβιντ Λάμι έχει μιλήσει για «ειδική ευθύνη» του Λονδίνου έναντι της λύσης των δύο κρατών, επικαλούμενος τη Διακήρυξη Μπάλφουρ (1917), η οποία υποστήριξε «εθνική εστία για τον εβραϊκό λαό» στην Παλαιστίνη, συνοδευόμενη από ρητή δέσμευση να μην πληγούν τα αστικά και θρησκευτικά δικαιώματα των μη εβραϊκών κοινοτήτων. Η αντιφατική αυτή κληρονομιά, σε συνδυασμό με τη Βρετανική Εντολή (1922–1948), τροφοδοτεί το επιχείρημα ότι η αφετηρία του ζητήματος ήταν εξαρχής διεθνής—και άρα η λύση του δεν μπορεί παρά να είναι πολυμερής.
Η αρχή της λύσης είναι γνωστή: κυρίαρχο Παλαιστινιακό Κράτος στη Δυτική Όχθη και στη Λωρίδα της Γάζας, πάνω στις γραμμές πριν από τον πόλεμο του 1967, με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ. Η υλοποίησή της έχει σκοντάψει τόσο στην αποτυχία των διαπραγματεύσεων όσο και στην επέκταση των εποικισμών στη Δυτική Όχθη, εξέλιξη που ο διεθνής κανόνας θεωρεί παράνομη. Μια πρόσφατη σαουδογαλλική ώθηση—με στήριξη στον ΟΗΕ—επιδιώκει να επαναφέρει την πολιτική σκοπιμότητα και την επιμερισμένη ευθύνη, ωστόσο η απόσταση από το χαρτί στο έδαφος παραμένει μεγάλη.
Διπλωματικά, η αναγνώριση επιφέρει μια ακολουθία μετατοπίσεων:
–Πρώτον, συμβάλλει σε θεσμική κανονικοποίηση: από το καθεστώς «μόνιμου κράτους-παρατηρητή» στον ΟΗΕ, η Παλαιστίνη αποκτά μεγαλύτερο βάθος διπλωματικών σχέσεων, διευκολύνοντας τον συντονισμό σε αναπτυξιακή βοήθεια, υποδομές, εκπαίδευση και υγεία.
–Δεύτερον, ενισχύει έναν νομικο-πολιτικό μοχλό: πολλαπλασιάζει τη δυνατότητα επίκλησης του διεθνούς δικαίου—ιδίως του ανθρωπιστικού—σε μια περίοδο όπου οι μηχανισμοί του ΟΗΕ προειδοποιούν για σοβαρές παραβιάσεις και ζητούν λογοδοσία.
–Τρίτον, στέλνει σαφές μήνυμα προς το Ισραήλ ότι η διεθνής υπομονή με τη διαιώνιση της κατοχής και τη λογική «διαχείρισης» αντί λύσης εξαντλείται· η σκληρή ρητορική περί πιθανών προσαρτήσεων στη Δυτική Όχθη πιστοποιεί ότι η αναγνώριση αναδιατάσσει και το εσωτερικό σκηνικό.
-Τέταρτον, λειτουργεί ως ενδοπαλαιστινιακός καταλύτης: η διεθνής νομιμοποίηση μπορεί να γίνει κίνητρο μεταρρυθμίσεων στην Παλαιστινιακή Αρχή, να επιταχύνει συνεννόηση για ενιαία διοίκηση στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα και να ενισχύσει τη θεσμική αξιοπιστία έναντι εταίρων και δωρητών.
Οι επιπτώσεις στις μελλοντικές σχέσεις Ισραήλ–Παλαιστινιακού Κράτους διαγράφονται αντιφατικές. Βραχυπρόθεσμα, είναι πιθανή μια σκλήρυνση θέσεων στο Ισραήλ, με επίκληση της ασφάλειας και κατηγορίες περί «μονομερών επιβολών».
Η αναγνώριση μπορεί να αξιοποιηθεί για εσωτερική συσπείρωση γύρω από μια γραμμή σκληρής στάσης. Την ίδια στιγμή, ανοίγεται παράθυρο ευκαιρίας για εξωτερικούς μεσολαβητές—την ΕΕ και καίριες αραβικές χώρες—να προτείνουν ένα συνεκτικό πακέτο κινήτρων: πάγωμα εποικισμών, σταδιακή χαλάρωση περιορισμών στην παλαιστινιακή οικονομία, μηχανισμούς ασφάλειας με πολυεθνική συνιστώσα και χρονοδιάγραμμα διαπραγματεύσεων με συγκεκριμένα ορόσημα.
Μεσοπρόθεσμα, η αναγνώριση μπορεί να υποστηρίξει μια διαδικασία κανονικοποίησης σχέσεων, υπό αυστηρές προϋποθέσεις: αξιόπιστες εγγυήσεις ασφαλείας για το Ισραήλ, κυβερνησιμότητα και λογοδοσία από πλευράς παλαιστινιακών θεσμών, δημιουργική προσέγγιση για το καθεστώς της Ανατολικής Ιερουσαλήμ με διεθνείς εγγυήσεις, καθώς και ρεαλιστική, εφαρμόσιμη λύση για τους πρόσφυγες (δικαιώματα, αποζημιώσεις, επανεγκατάσταση). Χωρίς πρόοδο σε αυτά, η πολιτική επένδυση της αναγνώρισης κινδυνεύει να μείνει ανεκμετάλλευτη.
Το ερώτημα «γιατί τώρα;» απαντάται από τη συσσώρευση παραγόντων. Το σοκ της Γάζας επέβαλε έναν κυνικό ρεαλισμό: το «business as usual» απέτυχε. Η ηθική διάσταση είναι πρόδηλη—η αναγνώριση εκφράζει συμπαράσταση σε έναν πληθυσμό που ζει υπό κατοχή ή αποκλεισμό—αλλά η κίνηση διατηρεί ανοιχτό το πλαίσιο ασφάλειας που το Ισραήλ διεκδικεί. Για ορισμένες δυτικές πρωτεύουσες, είναι και επένδυση σε έναν μελλοντικό περιφερειακό συμβιβασμό, με συμμετοχή αραβικών δυνάμεων, ανταλλάγματα σε ενέργεια και τεχνολογία και ισχυρό εποπτικό ρόλο του ΟΗΕ.
Εξίσου σημαντικό είναι το μήνυμα προς τις κοινωνίες. Η αναγνώριση δεν είναι μόνο διπλωματία κορυφής· είναι και υπόσχεση επανένταξης σε μια κανονικότητα δικαίου και αμοιβαίων δεσμεύσεων. Για την ισραηλινή κοινωνία, η αποδοχή μιας παλαιστινιακής κυριαρχίας πλάι της μπορεί να λειτουργήσει ως ασπίδα νομιμοποίησης σε ένα εχθρικό περιφερειακό περιβάλλον. Για τους Παλαιστινίους, η αναγνώριση δίνει πολιτικό ορίζοντα στον αγώνα: όχι μόνο αντίσταση, αλλά και κρατική συγκρότηση, θεσμούς, οικονομία, διεθνείς σχέσεις.
Στο τελικό ισοζύγιο, η αναγνώριση του Παλαιστινιακού Κράτους δεν είναι μαγικό ραβδί. Είναι όμως μια σημειολογική τομή και ένας πρακτικός πολλαπλασιαστής ισχύος: αυξάνει το διπλωματικό βάρος της Παλαιστίνης, αναγκάζει τους παίκτες να επανέλθουν στη γλώσσα των ψηφισμάτων και του διεθνούς δικαίου και δημιουργεί κόστη στη διατήρηση του αδιεξόδου.
Αν μεταφραστεί σε πάγωμα εποικισμών, σαφή χάρτη πορείας, θεσμική μεταρρύθμιση και μηχανισμούς ασφάλειας, μπορεί να αποτελέσει απαρχή μιας νέας φάσης στις σχέσεις Ισραήλ–Παλαιστινιακού Κράτους. Αν όχι, θα καταγραφεί ως ακόμη ένα ισχυρό σήμα που χάνεται στον θόρυβο της σύγκρουσης. Η μπάλα, όπως πάντα, βρίσκεται ταυτόχρονα στα Ιεροσόλυμα, στη Ραμάλα και στις πρωτεύουσες που δηλώνουν διατεθειμένες να μεσολαβήσουν.