Ρόδος: Παραπέμπεται για βιασμό 17χρονης Βρετανίδας, 46χρονος Ροδίτης
Σε δίκη για βιασμό παραπέμπει με βούλευμα το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου, έναν 46χρονο Έλληνα, από το Παραδείσι για το κακούργημα του βιασμού εις βάρος 17χρονης Βρετανίδας. Το βούλευμα υιοθετεί την εισαγγελική πρόταση, μεταβάλλει το κατηγορητήριο σε βιασμό χωρίς τον επιβαρυντικό προσδιορισμό ανηλίκου και διατηρεί τους όρους απαγόρευσης εξόδου και μηνιαίας εμφάνισης. Ο ίδιος δεν αποδέχεται τις κατηγορίες και μιλά για συναινετική πράξη, ενώ κι οι δυο ήταν υπό την επήρεια αλκοόλ.
Σύμφωνα με την εφημερίδα “Δημοκρατική” της Ρόδου, το Συμβούλιο έκανε δεκτή την ουσία της εισαγγελικής πρότασης κι έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για παραπομπή, μεταβάλλει το αρχικό κατηγορητήριο ως προς το στοιχείο της ηλικίας της παθούσας και διατηρεί αμετάβλητους τους περιοριστικούς όρους που είχαν επιβληθεί από το 2023. Η υπόθεση αφορά στην καταγγελία μίας 17χρονης Βρετανίδας για συμβάν της 22ας Αυγούστου 2023 σε γνωστό μπαρ στην Ιξιά.
Η φερόμενη ως παθούσα, γεννηθείσα στις 15 Νοεμβρίου 2005, βρισκόταν για ολιγοήμερες διακοπές στη Ρόδο. Το βράδυ της 21ης προς 22α Αυγούστου 2023 μετέβη με φίλη της σε μπαρ στην Ιξιά, έχοντας καταναλώσει αρκετή ποσότητα αλκοόλ.
Εκεί γνώρισε, όπως λέει, δύο Έλληνες, ο κατηγορούμενος μαζί μ’ έναν φίλο του, σύμφωνα με την καταγγελία, τις κέρασαν ποτά και παρέμειναν μαζί τους. Λίγο αργότερα, και ενώ η ίδια αρνήθηκε να μεταβεί στην τουαλέτα, ο 46χρονος φέρεται να την άρπαξε από το αριστερό χέρι, να την οδήγησε βίαια στον χώρο των τουαλετών και να την εξανάγκασε σε στοματική επαφή και κατόπιν σε παρά φύση συνουσία μικρής διάρκειας και εκ νέου σε στοματική πράξη, παρά την άρνησή της.
Η νεαρή, κατά τα αναφερόμενα, ήταν ζαλισμένη και αδυνατούσε να αντιδράσει σθεναρά. Η ιατροδικαστική έκθεση κατέγραψε απουσία σημείων πρόσφατης κολπικής συνουσίας και φυσιολογικό τόνο στον πρωκτικό σφιγκτήρα.
Τα στοιχεία αυτά, όπως επισημαίνει το Δικαστικό Συμβούλιο στο βούλευμα, δεν ανατρέπουν την καταγγελλόμενη ακολουθία πράξεων, εφόσον δεν γίνεται λόγος για κολπική συνουσία και η παρά φύση συνουσία δεν συνεπάγεται αυτομάτως ιατροδικαστικές αλλοιώσεις. Η τοξικολογική εξέταση, σε συνδυασμό με ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη, αξιολογήθηκαν υπέρ της αξιοπιστίας της περιγραφής της παθούσας ως προς τον βαθμό μέθης και την αντιληπτική της κατάσταση.
Το αποθηκευμένο βιντεοληπτικό υλικό από τον χώρο του καταστήματος αποτυπώνει, κατά τη δικογραφία, εμφανή αστάθεια στη βάδισή της, ενώ ο κατηγορούμενος προπορεύεται οδηγώντας την προς τις τουαλέτες. Το σύνολο των παραπάνω συνεκτιμήθηκε ως ενδείξεις συμβατές με εξαναγκασμό υπό συνθήκες μειωμένης ικανότητας αντίστασης.
Ο κατηγορούμενος, σύμφωνα με τους συνηγόρους υπεράσπισης, Στέλιο Αλεξανδρή και Πολυξένη Χατζηγιάννη, αρνείται κάθε άσκηση βίας και προβάλλει ότι υπήρξε συναινετική προσέγγιση στο τραπέζι και εντός της τουαλέτας, ότι η νεαρή του δήλωσε πως είναι 20 ετών και ότι η εμφάνιση και διάπλασή της δεν μαρτυρούσαν ανηλικότητα.
Υποστηρίζει πως δεν υπήρξε ολοκληρωμένη επαφή λόγω κόπωσης και κατανάλωσης αλκοόλ κι από την πλευρά του, ότι αντάλλαξαν τηλέφωνα και ότι το κλίμα μετά την έξοδο από την τουαλέτα παρέμεινε ήπιο. Ζήτησε μάλιστα την εξέταση υπερασπιστικών μαρτύρων και την αξιοποίηση του υλικού από την εσωτερική κάμερα του καταστήματος, το οποίο συμπεριελήφθη στη δικογραφία. Κομβικό σημείο της κρίσης αφορά στη γνώση ή μη της ηλικίας της παθούσας.
Από το σύνολο των στοιχείων δεν προέκυψε, κατά το Συμβούλιο, ότι ο 46χρονος γνώριζε πως επρόκειτο για ανήλικη, ούτε η ίδια το είχε αναφέρει ρητά, ούτε το βίντεο κατέδειξε χαρακτηριστικά που να καθιστούν προφανή την ανηλικότητα, ιδίως αφού η ημερομηνία ενηλικίωσης απείχε λιγότερο από τρεις μήνες. Έτσι, η κατηγορία μεταβλήθηκε σε βιασμό δια σωματικής βίας, χωρίς όμως τον επιβαρυντικό χαρακτηρισμό «σε βάρος ανηλίκου».
Αμέσως μετά την απολογία του, στις 24 Αυγούστου 2023, είχαν επιβληθεί στον κατηγορούμενο οι περιοριστικοί όροι της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της αυτοπρόσωπης εμφάνισης μία φορά τον μήνα στο Αστυνομικό Τμήμα του τόπου κατοικίας. Το Συμβούλιο, με το ίδιο βούλευμα, έκρινε αναγκαία τη διατήρησή τους έως την οριστική εκδίκαση, ώστε να διασφαλιστούν η παρουσία του στο ακροατήριο και η εκτέλεση ενδεχόμενης καταδικαστικής απόφασης.