Ο “υψηλός προσκεκλημένος” του Λονδίνου: Τι ζητούν οι Βρετανοί, τι μπορεί να δώσει ο Τραμπ
Σε μια περίοδο όπου η ένταση στα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης παραμένει στα ύψη, με τη γραμμή αντιπαράθεσης ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και τη Ρωσία να αναζωπυρώνεται, το Λονδίνο υποδέχτηκε με πρωτοφανή επισημότητα τον Ντόναλντ Τραμπ. Ο Αμερικανός πρόεδρος πραγματοποιεί μια δεύτερη επίσημη επίσκεψη στο Ηνωμένο Βασίλειο – κίνηση σπάνια για ξένο ηγέτη – σε μια συγκυρία όπου οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ανησυχούν για τις προθέσεις του απέναντι στη διατλαντική συμμαχία.
Η βρετανική κυβέρνηση, αξιοποιώντας το κύρος της μοναρχίας, ποντάρει σε ένα πολυτελές και γεμάτο συμβολισμούς πρόγραμμα φιλοξενίας, με στόχο να ενισχύσει τις στρατηγικές σχέσεις με την Ουάσιγκτον και να αποσπάσει συγκεκριμένες δεσμεύσεις από έναν πρόεδρο που δύσκολα δίνει προβλέψιμες απαντήσεις.
Βασιλική υποδοχή και πολιτικά μηνύματα
Σπάζοντας το αυστηρό βασιλικό πρωτόκολλο, ο βασιλιάς Κάρολος Γ’ φιλοξενεί τον Τραμπ στο ιστορικό Κάστρο του Ουίνδσορ, επαναλαμβάνοντας τη συνάντηση που είχε το 2019 με τη βασίλισσα Ελισάβετ Β΄. Η πρόσκληση είχε παραδοθεί προσωπικά από τον πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ στον Λευκό Οίκο ήδη από τον περασμένο Φεβρουάριο, σηματοδοτώντας την επιθυμία του Λονδίνου να διατηρήσει «ειδική σχέση» με τον Αμερικανό ηγέτη παρά τις διακυμάνσεις της πολιτικής του.
Η κυβέρνηση Στάρμερ, αντιμέτωπη με οικονομικές πιέσεις και εσωκομματικές δυσκολίες, βλέπει στη λαμπρή αυτή επίσκεψη μια ευκαιρία να αποδείξει ότι μπορεί να διαχειρίζεται μια περίπλοκη σχέση με τον πιο απρόβλεπτο ένοικο του Λευκού Οίκου. Η βρετανική πλευρά προετοίμαζε μήνες τη φιλοξενία, με πτήσεις βρετανικών και αμερικανικών F-35 πάνω από το Λονδίνο και ένα στρατιωτικό άγημα 1.300 ανδρών – το μεγαλύτερο που έχει παρουσιαστεί ποτέ σε αντίστοιχη επίσκεψη – για να εντυπωσιάσει τον Αμερικανό πρόεδρο που φημίζεται για την αδυναμία του στις μεγάλες τελετές.
Η σκιά της Ουκρανίας
Πίσω από το λαμπερό σκηνικό, το κύριο θέμα συζήτησης είναι η πορεία του πολέμου στην Ουκρανία. Η Βρετανία, που τοποθετείται στην πρώτη γραμμή της στρατιωτικής στήριξης προς το Κίεβο, επιδιώκει να αποσπάσει από τον Τραμπ σαφείς δεσμεύσεις για τη συνέχιση της αμερικανικής βοήθειας και για την επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας.
Σύμφωνα με τον ειδικό σε ζητήματα άμυνας του Ευρωπαϊκού Κέντρου Εξωτερικής Πολιτικής, Νάικ Γουίτνεϊ, το Λονδίνο επιχειρεί να υπενθυμίσει στον Τραμπ ότι η ευρωπαϊκή στρατηγική για την ενίσχυση της άμυνας «δεν σημαίνει απομάκρυνση από το ΝΑΤΟ» αλλά ανάγκη για ισχυρή αμερικανική παρουσία που θα αποτρέψει μια ρωσική ανατροπή των ισορροπιών. Η βρετανική κυβέρνηση θεωρεί ότι η δική της επιθετική στάση έναντι της Μόσχας την καθιστά τον καταλληλότερο διαμεσολαβητή των ευρωπαϊκών ανησυχιών προς την Ουάσιγκτον.
Διπλωματικά παζάρια και οικονομικές προσδοκίες
Η ατζέντα των συνομιλιών περιλαμβάνει επίσης το διμερές εμπόριο. Το Λονδίνο, που μετά το Brexit αναζητεί διεθνείς συμφωνίες για να ενισχύσει την οικονομία του, ελπίζει σε νέες εμπορικές παραχωρήσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες, κυρίως στον τομέα των φαρμάκων, του χάλυβα και του αλουμινίου, πέραν της συμφωνίας που έχει ήδη συναφθεί κατά τη διάρκεια του εμπορικού πολέμου που ξεκίνησε ο Τραμπ την πρώτη του θητεία.
Παράλληλα, οι δύο πλευρές συζητούν την υπογραφή συμβολαίων ύψους 40 δισ. λιρών, με έμφαση στις νέες τεχνολογίες, την τεχνητή νοημοσύνη και την πυρηνική ενέργεια. Ο Τραμπ συνοδεύεται από κορυφαίους εκπροσώπους της αμερικανικής τεχνολογικής βιομηχανίας, όπως ο Σαμ Άλτμαν (OpenAI) και ο Τιμ Κουκ (Apple), δείχνοντας ότι το πεδίο της καινοτομίας παραμένει κομβικό για τις διατλαντικές σχέσεις. Ο ειδικός σε θέματα εμπορίου Ντέιβιντ Χάνιγκ προειδοποιεί, ωστόσο, ότι οι μεταβαλλόμενες πολιτικές διαθέσεις του Τραμπ μπορούν να ανατρέπουν κάθε προσδοκία, καθώς «δεν διστάζει να απαιτεί πολιτικά ανταλλάγματα για μικρές οικονομικές παραχωρήσεις».
Εσωτερικά κέρδη για τον Στάρμερ
Η κυβέρνηση Στάρμερ επιδιώκει να μετατρέπει την επίσκεψη σε πολιτικό κέρδος. Ο Βρετανός πρωθυπουργός, που αντιμετωπίζει κριτική για την οικονομική πολιτική και τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, προσδοκά να παρουσιάζεται ως ο Ευρωπαίος ηγέτης που μπορεί να διαχειρίζεται έναν δύσκολο συνομιλητή όπως ο Τραμπ και να αποσπά συμφωνίες επωφελείς για τη βρετανική οικονομία. Η εικόνα μιας κυβέρνησης που μπορεί να συνομιλεί ισότιμα με την Ουάσιγκτον παραμένει κρίσιμη για ένα Ηνωμένο Βασίλειο που προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τη θέση του μετά το Brexit.
Κοινωνικές αντιδράσεις και πολιτική πόλωση
Παρά τη λαμπρότητα, η επίσκεψη προκαλεί έντονα αντιφατικές αντιδράσεις στο εσωτερικό. Κοντά στο Ουίνδσορ, ακτιβιστές ανήρτησαν γιγαντιαία αφίσα 400 τετραγωνικών μέτρων που παρουσιάζει τον Τραμπ δίπλα στον καταδικασμένο για σεξουαλικά εγκλήματα Τζέφρι Έπσταϊν, χρηματοδοτημένη από δωρεές πολιτών. Το κίνημα «Ας χαλάσουμε την επίσκεψη του Τραμπ» οργανώνει διαδηλώσεις στο κέντρο του Λονδίνου, καταγγέλλοντας τις θέσεις του προέδρου για τη Γάζα, τη μεταναστευτική πολιτική και τις σχέσεις του με τον Έπσταϊν.
Η βρετανική αστυνομία αναπτύσσει πρωτοφανή μέτρα ασφαλείας για την αποτροπή επεισοδίων, με το κόστος της προστασίας να εκτιμάται ότι ξεπερνά τα 3,5 εκατ. λίρες – ποσό που ήδη προκαλεί κριτική για «σπατάλη δημοσίου χρήματος». Παράλληλα, πολιτικοί αναλυτές προειδοποιούν ότι η υπερβολική γενναιοδωρία της βρετανικής κυβέρνησης μπορεί να ερμηνεύεται από τον Τραμπ ως ένδειξη αδυναμίας, επιτρέποντάς του να φύγει από το Λονδίνο χωρίς να δώσει ουσιαστικές παραχωρήσεις.
Ένα παιχνίδι υψηλού ρίσκου
Η επίσκεψη Τραμπ στο Λονδίνο εξελίσσεται σε δοκιμασία ισορροπιών. Για τη Βρετανία, αποτελεί ευκαιρία να επαναβεβαιώνει τη στρατηγική της θέση ως βασικού εταίρου της Ουάσιγκτον και να διεκδικεί οικονομικά και αμυντικά οφέλη. Για τον Τραμπ, είναι σκηνικό προβολής ισχύος και ευκαιρία να επιδεικνύει ότι διατηρεί τον έλεγχο της διατλαντικής ατζέντας παρά τις εντάσεις με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Ωστόσο, όπως σημειώνουν οι περισσότεροι αναλυτές, το μεγάλο ερώτημα είναι κατά πόσο το Λονδίνο καταφέρνει να εξασφαλίζει χειροπιαστά αποτελέσματα – από νέες εμπορικές συμφωνίες μέχρι δεσμεύσεις για την Ουκρανία – ή αν ο «εξαιρετικός φιλοξενούμενος» απολαμβάνει απλώς μια επίδειξη βρετανικής φιλοξενίας χωρίς να πληρώνει το ανάλογο πολιτικό τίμημα. Σε κάθε περίπτωση, η τριήμερη παραμονή του Ντόναλντ Τραμπ στο Λονδίνο συνιστά ένα υψηλού ρίσκου διπλωματικό παιχνίδι που δοκιμάζει τόσο τη νέα βρετανική κυβέρνηση όσο και τη συνοχή της Δύσης απέναντι στη Ρωσία και στις προκλήσεις του μέλλοντος.