Γιατί το άρθρο 18 στο νομοσχέδιο του Υπ. Δικαιοσύνης έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων
(ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI)
Η αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή ενέκρινε κατά πλειοψηφία το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης “Καθορισμός αδικημάτων και κυρώσεων σε βάρος φυσικών και νομικών προσώπων για παραβίαση των περιοριστικών μέτρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενσωμάτωση Οδηγίας (ΕE) 2024/1226 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Απριλίου 2024 σχετικά με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων για την παραβίαση των περιοριστικών μέτρων της Ένωσης και την τροποποίηση της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/1673 και λοιπές διατάξεις”, του οποίου η επεξεργασία ολοκληρώνεται σήμερα στην επιτροπή και αύριο εισάγεται προς συζήτηση και ψήφιση στην Ολομέλεια.
Υπέρ ψήφισε η Νέα Δημοκρατία, ενώ ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, Νέα Αριστερά και Πλεύση Ελευθερίας καταψήφισαν. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, η Ελληνική Λύση και η Νίκη επιφυλάχθηκαν να τοποθετηθούν στην Ολομέλεια.
Κατά τη συζήτηση χθες στη επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσια Τάξης και Δικαιοσύνης ο υφυπουργός Δικαιοσύνης, Ιωάννης Μπούγας, δήλωσε ότι οι παρατηρήσεις από κόμματα και φορείς “μελετώνται με προσοχή” και προανήγγειλε “νομοτεχνικές βελτιώσεις” για ένα άρτιο νομικό κείμενο, καθώς το νομοσχέδιο αποτελεί αντικείμενο έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης, εξαιτίας του επίμαχου άρθρου 18 που προβλέπει δυνατότητα περιορισμού της πρόσβασης του κατηγορουμένου στη δικογραφία σε περιπτώσεις όπου κινδυνεύει η ζωή τρίτου προσώπου, η εθνική ασφάλεια ή το δημόσιο συμφέρον.
Η ρύθμιση προκαλεί τις έντονες αντιδράσεις εκπροσώπων των νομικών φορέων και των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ωστόσο ο κ. Μπούγας διευκρίνισε ότι η απαγόρευση θα αποφασίζεται μόνο από δικαστές και εισαγγελείς, με δεύτερο βαθμό κρίσης στο Δικαστικό Συμβούλιο, ώστε όπως τόνισε “καμία κυβέρνηση ή δημόσιος λειτουργός να μην επεμβαίνει”.
Ο υφυπουργός Δικαιοσύνης μάλιστα υπογράμμισε ότι πρόκειται για υποχρεωτική διάταξη της ΕΕ, που πρέπει να ενσωματωθεί σε όλες τις χώρες-μέλη και επικαλέστηκε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με τις οποίες η πρόσβαση στη δικογραφία μπορεί να περιοριστεί υπό την αρχή της αναλογικότητας, ενώ υπενθύμισε ότι αντίστοιχη διάταξη είχε ενσωματωθεί το 2014 χωρίς να έχει εφαρμοστεί, γεγονός που -όπως είπε- αποδεικνύει τη φειδώ με την οποία οι δικαστές προσεγγίζουν τέτοιες περιπτώσεις.
Κατά την αντιπολίτευση το άρθρο 18 αποτελεί πλήγμα στη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ και κατά τη ακρόαση των εξωκοινοβουλευτικών φορέων ο εκπρόσωπος της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών Αθανάσιος Ζούπας, αναφερόμενος στο άρθρο 18, ζήτησε την απόσυρση της διάταξης, λέγοντας ότι η επαναφορά της “αποτελεί οπισθοδρόμηση και δεν συνάδει με το νομικό πολιτισμό μας”, ο εκπρόσωπος επίσης της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και μέλος του ΔΣΑ, Θεόδωρος Μαντάς εκτίμησε πως έτσι όπως εισάγεται η διάταξη “θα βρεθούμε μπροστά σε έναν τεράστιο όγκο προσφυγών στο Δικαστικό Συμβούλιο, με το οποίο θα ζητούν οι συνήγοροι υπεράσπισης, οι κατηγορούμενοι, την ακυρότητα της διαδικασίας ή της προδικασίας, αντίστοιχα, με πρακτικό αποτέλεσμα να έχουμε υπέρμετρη καθυστέρηση από κει και μετά στην εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας”.
“Απηχεί την παλιά ρύθμιση του γερμανικού νόμου που είχε θεσπιστεί χωρίς επιτυχία για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας της ομάδας Μπάαντερ-Μάινχοφ” ανέφερε ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου, μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών (Salzburg) Χρίστος Μυλωνόπουλος εκφράζοντας επιφυλάξεις, καθώς εκτίμησε πως “η διάταξη αυτή θα δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα και στο εσωτερικό δίκαιο και έναντι του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, χωρίς να λύνει κανένα”.
Ο πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων Ηλίας Αναγνωστόπουλος, συντάχθηκε με τις αντιρρήσεις σχετικά με το άρθρο 18, λέγοντας ότι “η διάταξη αυτή είναι αστυνομικού προσανατολισμού, δεν ταιριάζει καθόλου σε φιλελεύθερο Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο και πρακτικά δε, θα δημιουργήσει προβλήματα”, επισημαίνοντας ότι οι όροι “δημόσιο συμφέρον” ή “εθνική ασφάλεια”, είναι ασαφείς και δεν μπορεί αυτά να τα κρίνει ακόμη και κάποιος αστυνομικός που διεξάγει μια προανάκριση, ούτε όμως είναι εφικτό, το δικαστικό συμβούλιο μέσα στο πενθήμερο που πρέπει να απολογηθεί ένας κατηγορούμενος, να αποφασίσει εάν ορθώς ή όχι του αποκλείεται η πρόσβαση στη δικογραφία και να εκδοθεί το βούλευμα.
Στο ζήτημα είχε παρέμβει και η Μαρία Καρυστιανού με ανάρτησή της στο X, γράφοντας μεταξύ άλλων:
“Η κυβέρνηση της ΝΔ δια του Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Φλωρίδη προσπαθεί να περάσει νομοσχέδιο, όπου ο κατηγορούμενος δεν θα έχει δικαίωμα πρόσβασης στην ποινική δικογραφία που τον αφορά! Εν ολίγοις, δεν θα μπορεί να ενημερωθεί για τα στοιχεία που υπάρχουν εναντίον του, ώστε να μπορέσει να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι σε τυχόν κατασκευασμένες κατηγορίες, και στοιχεία τυχόν προερχόμενα απο αθέμιτα μέσα, όπως υποκλοπές… Τι έχουν άραγε στο δόλιο μυαλό τους; Και για ποιους πολίτες ετοιμάζονται; Πέρα από τις απειλές που η ίδια δέχθηκα, ήδη πρόσωπα που βοηθούν στην υπόθεση των Τεμπών στοχοποιούνται και ποιος ξέρει τι άλλο θα ακολουθήσει. Η Ευρωπαϊκή Οδηγία 13/2012, μπορεί να έχει αντίστοιχες ρυθμίσεις, αλλά περιλαμβάνει τη δικλείδα διασφάλισης της δίκαιης δίκης, θέτοντας μια προϋπόθεση η οποία έχει καταλυθεί στη χώρα μας.Έτσι ακόμη και η αγενέστατη και αλαζονική απάντηση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με παραπομπή σε ευρωπαϊκή οδηγία, είναι άτοπη, άστοχη και βέβαια προσχηματική. Διότι η Ευρώπη προϋποθέτει για κάθε ρύθμιση της την τήρηση των αρχών του Κράτους Δικαίου και της δίκαιης δίκης, αυτές που η Κυβέρνηση συστηματικά καταπατά και δεν τηρεί! Με αυτόν τον τρόπο, ακόμη και καλής προαίρεσης ρυθμίσεις της Ευρώπης, μετατρέπονται σε δόλια και επικίνδυνα εργαλεία στα χέρια μιας Κυβέρνησης που έχει αποδείξει ότι γράφει στα παλιά της τα παπούτσια τη δίκαιη δίκη.”.