Πενία τέχνας κατεργάζεται: Η Γενιά “Ζ” (13-28) αναζητά ρούχα φτηνά από δεύτερο χέρι

 Πενία τέχνας κατεργάζεται: Η Γενιά “Ζ” (13-28) αναζητά ρούχα φτηνά από δεύτερο χέρι

Η γενιά της οικονομικής κρίσης του 2009 φαίνεται έχει εντελώς διαφορετική άποψη για τη μόδα, απ΄ ό, τι οι προηγούμενες, που αναζητούσαν ρούχα επώνυμα ή άγνωστης μάρκας, αλλά από πρώτο χέρι. Η Gen Z (13-28), όπως δείχνουν τα στοιχεία, έχει γίνει ο πρωταγωνιστής μιας αθόρυβης αλλά ουσιαστικής αλλαγής στη μόδα, τη στροφή στα vintage και στα καταστήματα με ρούχα από δεύτερο χέρι.

Η τάση αυτή, η οποία ξεκίνησε στο εξωτερικό ως αντίδραση στη «γρήγορη μόδα» (fast fashion) και κερδίζει έδαφος και στην Ελλάδα, και για λόγους οικονομικούς αλλά και φιλοπεριβαλλοντικούς. Υπάρχουν νέοι που προτιμούν στις κρεμάστρες ρούχα που είναι πιο πολυτελή αλλά λιγότερο ακριβά, ακόμη κι αν είναι από δεύτερο χέρι.

Ορισμένοι θεωρούν πως η στροφή ενός μεγάλου ποσοστού της Γενιάς Ζ προς vintage και μεταχειρισμένα ρούχα συνέβη από την περίοδο του κορωνοϊού και έπειτα, όταν οι νέοι είχαν περισσότερο ελεύθερο χρόνο για να διευρύνουν τα ενδιαφέροντά τους, να δουν νέα πράγματα και να επανεκτιμήσουν τις επιλογές τους.

Η Μιχαέλα Κληρονόμου, 22 ετών, φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη, εξήγησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ γιατί επέλεξε τα ψώνια από «thrift» καταστήματα.

«Τα καταστήματα με ρούχα από δεύτερο χέρι συνδυάζουν τη γοητεία της μοναδικότητας και της αυθεντικότητας που ψάχνω σε ένα κομμάτι χωρίς να ξεφύγω από τον προϋπολογισμό μου», τονίζει, υπογραμμίζοντας και την πτυχή της «ηθικής αγοράς» και κατανάλωσης ρουχισμού και αξεσουάρ.

Όπως εξηγεί τα μαγαζιά, που προτιμούν την γρήγορη μόδα «παράγουν μαζικά πληθώρα προϊόντων που ακολουθούν τα τελευταία trends της αγοράς, επιβαρύνοντας το περιβάλλον, ενώ εκμεταλλεύονται και το ανθρώπινο δυναμικό».

Για τη νεαρή φοιτήτρια, το «thrifting» (αποταμίευση) είναι πια μέρος της καθημερινότητας. «Ξεκίνησα να ψωνίζω ρούχα από δεύτερο χέρι, όταν ήρθα στη Θεσσαλονίκη, τέσσερα χρόνια πριν. Από τότε έχει γίνει χόμπι και τρόπος να περνάω τον χρόνο μου. Μου αρέσει να ψάχνω με τις ώρες τις κρεμάστρες, να φαντάζομαι πώς θα φορούσα ένα συγκεκριμένο κομμάτι και αν μπορεί να έχει θέση στη συλλογή μου», σημειώνει η κ. Κληρονόμου.

Η ίδια χαίρεται και τη διαδικασία επιλογής και προσαρμογής των ρούχων και των αξεσουάρ πάνω στο προσωπικό της γούστο. Ωστόσο, αναγνωρίζει και τις δυσκολίες που συνοδεύουν αυτή την εναλλακτική, όπως η αφιέρωση αρκετού χρόνου και υπομονής στην αναζήτηση του κατάλληλου ρούχου, τα περιορισμένα μεγέθη και η κατάσταση των ρούχων.

Πολύ συχνά τα μεγέθη είναι μπερδεμένα στις κρεμάστρες και μπορεί κάποιος να ψάχνει αρκετή ώρα, για να βρει κάτι που τον ενδιαφέρει.

Η τάση αυτή έχει βρει ανταπόκριση και στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη αλλά και σε επαρχιακές πόλεις με ολοένα και περισσότερες Vintage μπουτίκ και επιχειρήσεις με μεταχειρισμένα ρούχα για κοινό, που αναζητά ρούχα αξιόλογα σε χαμηλές τιμές. Στο κέντρο της Αθήνας κι όχι μόνο υπάρχουν αρκετά τέτοια μαγαζιά. Παλαιότερα ψώνιζαν κυρίως μετανάστες και φοιτητές αλλά τώρα τα προτιμούν ακόμη κι άτομα άλλων ηλικιών, πέραν της γενιάς Ζ ή για τα παιδιά τους.

Ο Αλέξανδρος Λαζαρίδης, ιδιοκτήτης της αλυσίδας second-hand «Ζύγισε το Φόρεσε το», θυμάται ότι όταν ξεκίνησε το 2018 υπήρχαν ελάχιστα παρόμοια καταστήματα στη Θεσσαλονίκη, πόσο μάλλον σε κεντρικούς δρόμους. «Στόχος μου ήταν να ανοίξω καταστήματα σε φωτεινά, κεντρικά σημεία, τα οποία να σε προσκαλούν, να μην αισθάνεται κανείς άβολα να μπει σε ένα second hand», σημειώνει.

Η μεγάλη αλλαγή, σύμφωνα με τον ίδιο, ήρθε μετά την πανδημία. «Πριν το 2020 το βασικό μας κοινό ήταν 35-55, τώρα και οι κάτω των 25 μπήκαν δυναμικά στα καταστήματά μας, με φοιτητές να ψάχνουν ιδιαίτερα κομμάτια και οικονομικές λύσεις», εξηγεί ο κ. Λαζαρίδης. Παράλληλα, όμως, οι νέοι καταναλωτές έφεραν και νέες απαιτήσεις. Η Gen Z συχνά αναζητά όχι μόνο ρούχα προηγούμενων δεκαετιών, αλλά και πρόσφατες συλλογές επώνυμων εταιρειών. Όπως αναφέρει ο κ. Λαζαρίδης, «στην Ελλάδα υπάρχει η τάση να ψάχνουν και ό,τι είναι τώρα στη μόδα, απλά σε καλύτερη τιμή, οπότε αναγκαζόμαστε να προσαρμόζουμε το μείγμα των ρούχων μας». Αυτή η λογική όμως είναι αντίθετη με την ιδεολογία του «thrifting», όπου ο καταναλωτής πρέπει να είναι ανοιχτός σε όλες τις πιθανές επιλογές.

Ένα μοναδικό χαρακτηριστικό της ελληνικής αγοράς, αποτελεί το φαινόμενο να δημιουργούνται θεματικά Vintage καταστήματα με προϊόντα από συγκεκριμένες δεκαετίες, με αυτό που κυριαρχεί σήμερα να είναι το Y2K, το στιλ από τα τέλη του 1990 μέχρι τις αρχές του 2000. Η Μαρία Τσαχλάρη είναι ιδιοκτήτρια του 90s Closet, ενός καταστήματος με vintage μεταχειρισμένα ρούχα απευθυνόμενο σε θηλυκότητες, που αρχικά ξεκίνησε ως σελίδα μεταπώλησης στο instagram και εξελίχθηκε σε φυσικό κατάστημα, χάρη στην προτίμηση του κοινού.

Η πελατεία της είναι κυρίως νεανική, από ηλικίες 11 μέχρι 25, ενώ θεωρεί ότι αυτή η προτίμηση δεν συνδέεται τόσο με την οικολογική συνείδηση των καταναλωτών αλλά με την αναζήτηση μοναδικών ρούχων που θα βελτιώσουν το προσωπικό τους στιλ, προσθέτοντας και το αίσθημα νοσταλγίας για μια εποχή που δεν έζησαν, σαν μια γέφυρα πολιτισμικής μνήμης που μεταφέρεται μέσω του στιλ.

Βεβαίως, υπάρχει και η αγορά μέσω των social media, κι ανθρώπων που πωλούν ρούχα ή άλλα προσωπικά τους αντικείμενα είτε διότι έχουν ανάγκη για χρήματα είτε για να ξεκαθαρίσουν τις ντουλάπες τους.

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο σε αυτό το φαινόμενο. Στις πλατφόρμες, όπως το Instagram και το TikTok, έχει γίνει τάση influencers και δημιουργοί περιεχομένου που φορούν vintage ρούχα να προβάλουν τις αγορές και την αξιοποίηση των ρούχων, προκαλώντας το ενδιαφέρον και την επιθυμία των ακολούθων τους για παρόμοια ευρήματα. Hashtags όπως #vintagefashion και #thrifted έχουν κερδίσει έδαφος, καθοδηγώντας τους νέους που ενδιαφέρονται για τη μόδα να εξερευνήσουν τοπικά καταστήματα μεταχειρισμένων ειδών και διαδικτυακές πλατφόρμες, όπου μπορούν να βρουν μοναδικά κομμάτια, επανεκτιμώντας τις αγοραστικές τους συνήθειες.

Από την πλευρά των επιχειρηματιών, τα social media αποτελούν εργαλείο ανάπτυξης. «Η Gen Z είναι εξαιρετικά δεκτική σε αυτό το περιεχόμενο. Οι νέοι βλέπουν ένα βίντεο και έρχονται στο κατάστημα να βρουν κάτι αντίστοιχο», λέει ο κ. Λαζαρίδης. Αντίστοιχα, η κ. Τσαχλάρη συμπληρώνει ότι «χωρίς τα social media είναι πάρα πολύ δύσκολο να κάνεις τον κόσμο να έρθει στο μαγαζί σου, θέλει προσπάθεια να τον δελεάσεις αρκετά».

Το ερώτημα που γεννάται είναι αν η άνθηση των vintage και second hand καταστημάτων είναι μια περαστική μόδα ή μια βαθύτερη αλλαγή. Αν τα παιδιά αυτά που μεγάλωσαν μέσα σε οικονομικές δυσκολίες, τελικά έμαθαν να εκτιμούν και διαφορετικά το χρήμα.

Παρά τις δυσκολίες του χώρου, οι ιδιοκτήτες και οι αγοραστές βλέπουν μέλλον στον κλάδο. «Πιστεύω ότι η αγορά second hand δεν είναι μια παροδική μόδα αλλά ένας τρόπος ζωής που θα παραμείνει. Η βιωσιμότητα είναι πλέον ανάγκη, όχι επιλογή», τονίζει ο κ. Λαζαρίδης.

gb216e181761c927491149040d961446896b95c736e54779f6f84ad3dee0198c652a2017f0a09d9e83b4b64a0d237e0da895dfe59f0665cba66c45f63c0924e03 1280

Η κ. Τσαχλάρη βλέπει μακροπρόθεσμη προοπτική, με το ελληνικό παράδειγμα ίσως να καταφέρει να εναρμονιστεί με τις χώρες του εξωτερικού. Από την άλλη, η κ. Κληρονόμου καταλήγει ότι «όσοι το κάνουν με τα σωστά κίνητρα θα συνεχίσουν να “ θριφτάρουν” και ν’ αναζητούν μοναδικά κομμάτια, για τους υπόλοιπους είναι μία φάση».

Η μόδα του vintage και του second hand, δεν είναι απλώς αισθητική επιλογή, αλλά ένας συνδυασμός οικολογικής συνείδησης, οικονομίας και προσωπικής ταυτότητας, Καθώς η τάση συνεχίζει να κερδίζει έδαφος, σηματοδοτεί μια πολλά υποσχόμενη αλλαγή στο τοπίο της μόδας στην Ελλάδα, ενθαρρύνοντας τόσο τους καταναλωτές όσο και τους επιχειρηματίες να υιοθετήσουν μια πιο βιώσιμη και εξατομικευμένη προσέγγιση στην ένδυση. Με τη γενιά Z να ηγείται της προσπάθειας, φαίνεται ότι αυτή η αναγέννηση του vintage και του second hand ήρθε για να μείνει.