Εμβολιασμός κατά του Έμπολα ξεκινά στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό

 Εμβολιασμός κατά του Έμπολα ξεκινά στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ανακοίνωσε την Κυριακή (14 Σεπτεμβρίου) ότι ξεκίνησε τον εμβολιασμό των υγειονομικών πρώτης γραμμής και των ατόμων που έχουν έρθει σε επαφή με επιβεβαιωμένα κρούσματα του ιού Έμπολα στην επαρχία Καζάι της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, όπου έχει εκδηλωθεί η επιδημία. 

Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, οι πρώτες 400 δόσεις του εμβολίου Ervebo από το εθνικό απόθεμα των 2.000 δόσεων παραδόθηκαν στην πόλη Μπουλάπε, που αποτελεί το επίκεντρο της επιδημίας. Παράλληλα, η Διεθνής Συντονιστική Ομάδα για την Παροχή Εμβολίων ενέκρινε την αποστολή περίπου 45.000 επιπλέον δόσεων προς τη χώρα, ώστε να ενισχυθεί η επιχείρηση περιορισμού της μετάδοσης.

Η κατάσταση στο Κονγκό

Η επιδημία –η πρώτη που καταγράφεται στη χώρα τα τελευταία τρία χρόνια– ανακοινώθηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου. Τα πυκνά τροπικά δάση του Κονγκό αποτελούν φυσικό «καταφύγιο» για τον ιό Έμπολα, ο οποίος προκαλεί υψηλό πυρετό, μυαλγίες, διάρροια και μπορεί να παραμένει στον οργανισμό των επιζώντων για χρόνια, με κίνδυνο να επανεμφανιστεί αργότερα.

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του υπουργείου Υγείας της χώρας, έχουν καταγραφεί 32 ύποπτα κρούσματα20 επιβεβαιωμένα και 16 θάνατοι.

«Μπορούμε να το περιορίσουμε – αλλά ο χρόνος πιέζει»

«Ο περιορισμός της επιδημίας είναι εφικτός, αλλά θα είναι δύσκολος αν χάσουμε το παράθυρο ευκαιρίας», δήλωσε ο Patrick Otim, επικεφαλής προγραμμάτων του ΠΟΥ, σε ενημέρωση στη Γενεύη την προηγούμενη εβδομάδα, ζητώντας περισσότερη στήριξη για την κυβέρνηση του Κονγκό και τους διεθνείς εταίρους.

Ο Patrick Otim προειδοποίησε ότι η επιδημία ενδέχεται να επεκταθεί, καθώς εντοπίστηκε νέο επιβεβαιωμένο κρούσμα σε απόσταση 70 χλμ. από το επίκεντρο, ενώ εκτίμησε ότι υπάρχει μέτριος κίνδυνος διασποράς και σε άλλες χώρες, ιδιαίτερα στη γειτονική Αγκόλα.

Προβληματισμός για την επάρκεια της ανταπόκρισης

Διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις εξέφρασαν ανησυχία ότι το Κονγκό μπορεί να δυσκολευτεί να οργανώσει μια αποτελεσματική απάντηση, εξαιτίας των πρόσφατων περικοπών στη διεθνή βοήθεια και της αποδυνάμωσης της USAID (Υπηρεσία Διεθνούς Ανάπτυξης των ΗΠΑ) κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.