Candida Auris: Η Ελλάδα στην πεντάδα της ΕΕ-Τι λένε οι ειδικοί για τον επικίνδυνο μύκητα

 Candida Auris: Η Ελλάδα στην πεντάδα της ΕΕ-Τι λένε οι ειδικοί για τον επικίνδυνο μύκητα

Θόρυβο έχει προκαλέσει η είδηση πως η Ελλάδα βρίσκεται στην πεντάδα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τα περισσότερα κρούσματα του μύκητα Candidozyma auris, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC). Ωστόσο, οι ειδικοί σπεύδουν να διευκρινίσουν ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για τον γενικό πληθυσμό. Ο μύκητας αποτελεί σοβαρή απειλή αποκλειστικά για τους νοσηλευόμενους, σε σοβαρή κατάσταση, ασθενείς και τους χώρους υγειονομικής περίθαλψης. Το μεγαλύτερο πρόβλημα με τον C. auris είναι η μεγάλη του ανθεκτικότητα στα αντιμυκητιασικά φάρμακα, αλλά και στα κοινά αντισηπτικά, γεγονός που τον καθιστά ιδιαίτερα δύσκολο στην αντιμετώπισή του.

Ειδικότερα, ο μύκητας Candidozyma auris (παλαιότερα γνωστός ως Candida auris) αποτελεί μια αυξανόμενη και σοβαρή απειλή για τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης παγκοσμίως, με την Ελλάδα να βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες που αντιμετωπίζουν την ταχύτερη εξάπλωσή του. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC), ο μύκητας αυτός εξαπλώνεται με ανησυχητικούς ρυθμούς στα ευρωπαϊκά νοσοκομεία, γεγονός που καθιστά την έγκαιρη ανίχνευση και τον έλεγχο της μετάδοσης κρίσιμης σημασίας.

Τι είναι ο C. auris και γιατί είναι τόσο επικίνδυνος;

Ο Candidozyma auris είναι ένας τύπος ζυμομύκητα που συνήθως εντοπίζεται και εξαπλώνεται εντός των χώρων υγειονομικής περίθαλψης. Η επικινδυνότητά του έγκειται σε δύο βασικά χαρακτηριστικά:

1.      Ανθεκτικότητα σε φάρμακα και απολυμαντικά: Όπως εξηγεί ο καθηγητής Υγιεινής και Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γκίκας Μαγιορκίνης, ο μύκητας αυτός είναι ανθεκτικός τόσο στα κλασικά αντιμυκητιασικά φάρμακα, όσο και σε πολλά από τα συνήθη αντισηπτικά. Αυτό του επιτρέπει να επιβιώνει για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε επιφάνειες και ιατρικό εξοπλισμό, καθιστώντας την απολύμανση των χώρων ιδιαίτερα δύσκολη.

2.      Δυσκολία στη διάγνωση: Ο C. auris μπορεί να προκαλέσει σοβαρές λοιμώξεις σε ευάλωτους ασθενείς, όπως εκείνοι που νοσηλεύονται σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), καρκινοπαθείς ή άτομα με ανοσοκαταστολή. Η διάγνωσή του είναι δύσκολη, καθώς συχνά απαιτούνται ειδικές εργαστηριακές μέθοδοι για την ταυτοποίησή του, γεγονός που συμβάλλει στην καθυστερημένη αντιμετώπιση και την περαιτέρω εξάπλωση.

Ο Δρ. Μαγιορκίνης υπογραμμίζει ότι ο μύκητας δεν φαίνεται να έχει υψηλότερη παθογένεια από άλλους μύκητες που βρίσκονται στον ανθρώπινο οργανισμό, ωστόσο η αντοχή του τον καθιστά δύσκολο στην αντιμετώπιση μόλις προκληθεί λοίμωξη. Τονίζει, επίσης, ότι ο C. auris δεν αποτελεί κίνδυνο για την κοινότητα, δηλαδή για άτομα εκτός νοσοκομειακού περιβάλλοντος.

Η Ελλάδα στο επίκεντρο: Οι 2 σχετικές μελέτες

Η πρόσφατη έρευνα του ECDC, που διεξήχθη σε χώρες της ΕΕ/ΕΟΧ αλλά και σε υποψήφιες για ένταξη χώρες, αποκάλυψε ανησυχητικά στοιχεία. Συνολικά, καταγράφηκαν 4.012 κρούσματα αποικισμού ή μόλυνσης από C. auris μεταξύ 2013 και 2023. Η Ελλάδα βρίσκεται στην πεντάδα των χωρών με τον υψηλότερο αριθμό κρουσμάτων, μαζί με την Ισπανία, την Ιταλία, τη Ρουμανία και τη Γερμανία.

Ειδικότερα, από το 2020 έως το 2023, ο αριθμός των ετήσιων κρουσμάτων στην ΕΕ/ΕΟΧ αυξήθηκε ραγδαία, φτάνοντας τα 1.346. Η Ελλάδα, μαζί με την Ιταλία, τη Ρουμανία και την Ισπανία, έχει πλέον δηλώσει ότι δεν μπορεί να διακρίνει συγκεκριμένες εξάρσεις, λόγω της εκτεταμένης περιφερειακής ή εθνικής διασποράς.

Μία ελληνική μελέτη σε νοσοκομεία της περιοχής της Αττικής, που δημοσιεύτηκε στο PubMed, κατέγραψε 20 περιστατικά με διεισδυτική λοίμωξη και 25 με αποικισμό. Οι ασθενείς αυτοί δεν είχαν εισαχθεί με μυκητιασική λοίμωξη ως κύρια διάγνωση. Η διάμεση ηλικία ήταν 72 ετών.

Κεντρικοί παράγοντες κινδύνου, όπως αναφέρει αυτή η ελληνική μελέτη, είναι:

  • η χρήση ενδοφλέβιων ή άλλων ενδοσωματικών διατάξεων (π.χ. καθετήρες) σε ασθενείς
  • οι προηγούμενες θεραπείες με αντιμικροβιακά φάρμακα πριν την εισαγωγή στο νοσοκομείο
  • η νοσηλεία σε μονάδες εντατικής θεραπείας

Η θνησιμότητα στις περιπτώσεις με διεισδυτική λοίμωξη έφτασε στο 53%, με διάμεση διάρκεια νοσηλείας περίπου 41,5 ημέρες.

Σύμφωνα με τον Δρ. Διαμαντή Πλαχούρα, επικεφαλής του τμήματος Μικροβιακής Αντοχής και Λοιμώξεων του ECDC, η ταχύτητα με την οποία ο μύκητας εξαπλώνεται είναι ενδεικτική της κρισιμότητας της κατάστασης. «Ο C. auris έχει εξαπλωθεί μέσα σε λίγα μόνο χρόνια – από μεμονωμένες περιπτώσεις σε ευρεία εξάπλωση σε ορισμένες χώρες. Αυτό δείχνει πόσο γρήγορα μπορεί να εγκατασταθεί στα νοσοκομεία. Αλλά αυτό δεν είναι αναπόφευκτο», τονίζει.

Ο Γκίκας Μαγιορκίνης επισημαίνει ότι ο μεγάλος αριθμός περιστατικών στην Ελλάδα πιθανώς να συνδέεται με το γεγονός ότι η χώρα μας αναζητά ενεργά τον μύκητα, σε αντίθεση με άλλες χώρες που μπορεί να μην έχουν θέσει σε εφαρμογή συστηματική επιτήρηση. Αυτό, ωστόσο, δεν μειώνει τη σοβαρότητα του προβλήματος, αλλά υπογραμμίζει την ανάγκη για άμεση δράση.

Ποια είναι τα κενά και τι πρέπει να γίνει

Παρά την αυξημένη απειλή, η έρευνα του ECDC αποκαλύπτει σημαντικά κενά στην αντιμετώπιση του C. auris:

·         Ελλείψεις στα συστήματα επιτήρησης: Μόνο 17 από τις 36 συμμετέχουσες χώρες διαθέτουν εθνικό σύστημα επιτήρησης για τον μύκητα.

·         Απουσία εθνικών οδηγιών: Μόλις 15 χώρες έχουν αναπτύξει συγκεκριμένες εθνικές οδηγίες πρόληψης και ελέγχου λοιμώξεων.

·         Υποαναφορά κρουσμάτων: Λόγω της έλλειψης συστηματικής επιτήρησης, ο πραγματικός αριθμός των κρουσμάτων πιθανότατα δεν αναφέρεται επαρκώς.

Η ταχεία εξάπλωση του C. auris υπογραμμίζει την ανάγκη για συντονισμένες παρεμβάσεις και ισχυρά συστήματα επιτήρησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το ECDC παρέχει τακτικά αξιολογήσεις κινδύνου και επιλογές για την πρόληψη και τον έλεγχο των λοιμώξεων, με στόχο να υποστηρίξει τα κράτη μέλη στη βελτίωση της ετοιμότητάς τους.

Η μάχη κατά του Candidozyma auris δεν είναι εύκολη, αλλά η έγκαιρη δράση και η ευαισθητοποίηση των νοσοκομειακών μονάδων μπορούν να αποτρέψουν μια ευρύτερη κρίση δημόσιας υγείας.