Η επίθεση στη Ντόχα απειλεί την αξιοπιστία των ΗΠΑ και τις ειρηνευτικές φιλοδοξίες του Τραμπ
Η ισραηλινή αεροπορική επίθεση στην Ντόχα εναντίον στελεχών της Χαμάς δεν αποτέλεσε απλώς ένα ακόμη επεισόδιο στη μακρά ιστορία της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή. Το χτύπημα στον χώρο που θεωρείται «ουδέτερος» και φιλοξενεί τις πιο κρίσιμες διπλωματικές επαφές, προκάλεσε διεθνή αίσθηση και άφησε πίσω του περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις. Οι αναλύσεις συγκλίνουν ότι η ενέργεια αυτή δεν στοχεύει μόνο στη στρατιωτική αποδυνάμωση της Χαμάς, αλλά αναδεικνύει βαθιές ρωγμές στη σχέση ΗΠΑ–Ισραήλ, εκθέτει τον Ντόναλντ Τραμπ ως αδύναμο διαμεσολαβητή και δοκιμάζει την αξιοπιστία της Ουάσιγκτον στον αραβικό κόσμο.
Στη συγκυρία όπου το Κατάρ παίζει κεντρικό ρόλο ως μεσολαβητής στις διαπραγματεύσεις για κατάπαυση πυρός στη Γάζα, η επίθεση μοιάζει να υπονομεύει κάθε προοπτική για ειρήνη, ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο ο Μπενιαμίν Νετανιάχου αξιοποιεί την «αμερικανική ομπρέλα» για να προωθήσει τις δικές του επιδιώξεις χωρίς να λογαριάζει την πολιτική συγκυρία στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το δίλημμα του Τραμπ και η «σκιά» της συναίνεσης
Η πρώτη και βασική ερώτηση που διατυπώνεται είναι αν ο Ντόναλντ Τραμπ είχε δώσει μυστικά το «πράσινο φως» στην ισραηλινή επιχείρηση ή αν ο Νετανιάχου έδρασε μονομερώς, αγνοώντας τον Λευκό Οίκο. Και στις δύο περιπτώσεις, το αποτέλεσμα είναι βαρύ: είτε ο Αμερικανός Πρόεδρος εμφανίζεται ως κυνικός παίκτης που θυσιάζει τη μεσολαβητική αξιοπιστία της Ουάσιγκτον για να ικανοποιήσει το Ισραήλ, είτε παρουσιάζεται ως ανίσχυρος ηγέτης, ανίκανος να αποτρέψει έναν στρατηγικό σύμμαχο από μια ενέργεια που φέρνει σε δύσκολη θέση τους Αμερικανούς.
Σύμφωνα με αμερικανικά μέσα, οι πληροφορίες που διέρρευσαν από την Ουάσιγκτον ήταν αντιφατικές: άλλες πηγές έλεγαν ότι η κυβέρνηση γνώριζε εκ των προτέρων, άλλες ότι ο Τραμπ ενημερώθηκε εκ των υστέρων, ενώ το Κατάρ υποστήριξε ότι ειδοποιήθηκε μόλις δέκα λεπτά μετά τις εκρήξεις. Η αμηχανία αυτή αποτυπώθηκε και στη δήλωση της εκπροσώπου του Λευκού Οίκου Καρολίν Λίβιτ, η οποία χαρακτήρισε την επίθεση «μονομερή» και «αντίθετη με τα αμερικανικά συμφέροντα».
Η προσβολή στον μεσολαβητή και το πλήγμα στο κύρος των ΗΠΑ
Αναλυτές θεωρούν ότι η επίθεση στη Ντόχα αποτελεί ευθεία προσβολή για τον Αμερικανό Πρόεδρο, καθώς υπονομεύει τις ίδιες τις προσπάθειες που είχε εξαγγείλει προεκλογικά: να τερματίσει γρήγορα τους πολέμους στη Μέση Ανατολή και να εμφανιστεί ως «διαπραγματευτής-ειρηνοποιός». Αντί γι’ αυτό, η Ουάσιγκτον εμφανίζεται να μην ελέγχει τον στενότερο στρατηγικό της εταίρο, δίνοντας την εικόνα ενός Προέδρου που σύρεται πίσω από τις επιλογές του Ισραήλ.
Ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στο Ισραήλ, Έντουαρντ Τζερτζιάν, υπογράμμισε ότι «το Ισραήλ δεν δείχνει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ». Την ίδια ώρα, ο ναύαρχος εν αποστρατεία Τζέιμς Σταυρίδης, πρώην ανώτατος διοικητής του ΝΑΤΟ, επισήμανε ότι η μακρά θητεία του Νετανιάχου τον έχει καταστήσει «ιδιαίτερα άνετο στο να πράττει ό,τι ακριβώς θέλει», προειδοποιώντας ότι αυτό μπορεί να έχει βαρύτατο κόστος σε επίπεδο συμμαχιών και επιχειρήσεων στη Γάζα.
Οι φόβοι για τις διαπραγματεύσεις και οι μελλοντικοί μεσολαβητές
Η ισραηλινή ενέργεια εκλαμβάνεται ως αποκάλυψη προθέσεων: το Τελ Αβίβ δεν ενδιαφέρεται να οδηγηθεί σε κατάπαυση πυρός μέσω διαπραγματεύσεων, αλλά προετοιμάζει τη συνέχιση των στρατιωτικών επιχειρήσεων μέχρι την πλήρη κατοχή της Γάζας. Ο Ρόμπερτ Μάλεϊ, πρώην ανώτατος αξιωματούχος για τη Μέση Ανατολή στις κυβερνήσεις Ομπάμα και Μπάιντεν, τόνισε ότι η επίθεση «δηλητηριάζει κάθε μελλοντική μεσολάβηση», αφού χώρες όπως η Αίγυπτος ή η Τουρκία θα διστάσουν να φιλοξενήσουν στελέχη της Χαμάς υπό τον φόβο ότι θα στοχοποιηθούν.
Ο Ναμπίλ Χούρι, πρώην αναπληρωτής επικεφαλής αποστολής των ΗΠΑ στην Υεμένη, δήλωσε σοκαρισμένος που η επίθεση σημειώθηκε λίγα μόλις χιλιόμετρα από μια αμερικανική βάση. «Παρά τον κυνισμό μου απέναντι στις ισραηλινές υπερβάσεις, ομολογώ ότι αυτή τη φορά έμεινα έκπληκτος», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Η διεθνής εικόνα και το «φάσμα BRICS»
Η αντίδραση δεν περιορίστηκε στον αραβικό κόσμο. Το Ινστιτούτο Μελετών Πολέμου προειδοποίησε ότι η εικόνα συνενοχής των ΗΠΑ θα ενισχύσει την αίσθηση ότι η Ουάσιγκτον εφαρμόζει διπλά μέτρα και σταθμά στο διεθνές δίκαιο. Μια τέτοια αντίληψη, τονίζει το Ινστιτούτο, θα σπρώξει ακόμη περισσότερες χώρες του «παγκόσμιου Νότου» προς εναλλακτικά σχήματα όπως οι BRICS, περιορίζοντας την αμερικανική επιρροή.
Ο πρώην αξιωματικός της CIA Γκλεν Κάρλ χαρακτήρισε το επεισόδιο «σύμπτωμα των αντιφατικών και χαοτικών αποφάσεων» που χαρακτηρίζουν την εξωτερική πολιτική του Τραμπ. Όπως είπε, πρόκειται για μια «ευρύτερη πρόκληση στο διεθνές σύστημα», που εγείρει ερωτήματα για το πού αρχίζουν και πού τελειώνουν τα όρια της ισραηλινής ελευθερίας δράσης υπό την αμερικανική προστασία.
Εσωτερικές πιέσεις στον Τραμπ
Η επίθεση στη Ντόχα έχει και εσωτερικές πολιτικές διαστάσεις για τον Ντόναλντ Τραμπ. Ο Πρόεδρος, εμφανίζεται να χάνει τον έλεγχο της εξωτερικής πολιτικής, αντί να αναδεικνύεται σε «ηγέτη-συμφιλιωτή». Αντίθετα, η εικόνα που καλλιεργείται είναι αυτή ενός πολιτικού που προσβάλλεται από τις επιλογές των συμμάχων του και περιορίζεται σε δηλώσεις απογοήτευσης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η αναφορά του στο «Truth Social» περί σχεδιαζόμενης συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας με την Κατάρ θεωρήθηκε ως προσπάθεια «επιδιόρθωσης» μιας σχέσης που κλονίστηκε βίαια. Όμως για πολλούς, η ζημιά έχει ήδη γίνει: οι αραβικές πρωτεύουσες βλέπουν έναν Πρόεδρο που είτε υποκρίνεται ότι δεν γνωρίζει, είτε αδυνατεί να ελέγξει τις εξελίξεις.
Το στοίχημα της ειρήνης που χάνεται
Το κεντρικό διακύβευμα παραμένει η Γάζα. Η επίθεση στη Ντόχα θεωρείται από αναλυτές ως «τελειωτικό χτύπημα» στις ήδη εύθραυστες διαπραγματεύσεις για κατάπαυση πυρός. Ο πόλεμος δείχνει να παρατείνεται, με την ισραηλινή κυβέρνηση να επιδιώκει πλήρη στρατιωτική κυριαρχία επί του θύλακα.
Η ειρηνευτική πρωτοβουλία Τραμπ, που είχε παρουσιαστεί ως στρατηγικό άνοιγμα, μοιάζει σήμερα όλο και πιο ανέφικτη. Αντί να ενισχύεται η εικόνα του ως ειρηνοποιού, ο Αμερικανός Πρόεδρος παρουσιάζεται ως θεατής μιας σύγκρουσης που κλιμακώνεται, με τον Νετανιάχου να δείχνει ότι δεν δεσμεύεται από τις αμερικανικές προτεραιότητες.
Η «επίθεση στη Ντόχα» δεν αποτελεί μόνο μια στρατιωτική πράξη με περιορισμένα αποτελέσματα στο πεδίο, αλλά ένα πολιτικο-διπλωματικό γεγονός με συνέπειες που ξεπερνούν κατά πολύ τη Γάζα. Ενισχύει την πεποίθηση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αδυνατούν να ελέγξουν τις εξελίξεις στην περιοχή, αφήνει τον Ντόναλντ Τραμπ εκτεθειμένο στην κριτική ότι δεν μπορεί να προστατεύσει ούτε τις ίδιες του τις πρωτοβουλίες, και φέρνει το Κατάρ σε δύσκολη θέση, καθώς εμφανίζεται ανίκανη να εξασφαλίσει την ασφάλεια των συνομιλητών της.
Σε μια εποχή που η παγκόσμια γεωπολιτική ισορροπία μεταβάλλεται, η εικόνα αυτή είναι βαρύνουσα. Οι αντίπαλοι των ΗΠΑ αποκτούν νέα επιχειρήματα, οι εταίροι τους περισσότερες αμφιβολίες, και η ειρήνη στη Γάζα απομακρύνεται ακόμη περισσότερο. Η επόμενη κίνηση του Τραμπ θα είναι κρίσιμη, όχι μόνο για το μέλλον της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή, αλλά και για την ίδια την εικόνα του ως διεθνούς ηγέτη.