Ανανέωση γενεών στον χώρο της Γεωργίας: Μπορεί να συμβεί και πώς;
«Κίνητρα για νέους αγρότες» και «μείωση γραφειοκρατίας» ζήτησαν χθες οι ευρωβουλευτές εν όψει της νέας Κοινής Γεωργικής Πολιτικής και ορθώς το έκαναν. Αλλά αρκεί αυτό;
Της Msc Άννας Στεργίου*

Το πρόβλημα της ανανέωσης των γενεών στον χώρο της Γεωργίας και ιδίως της Κτηνοτροφίας είναι τεράστιο και πολυπαραγοντικό. Στην Ελλάδα είναι ήδη ορατό με την έλλειψη αγροτικών χεριών στις δενδροκαλλιέργειες και τη μαζική φυγή απ’ την κτηνοτροφία και την εγκατάλειψη της υπαίθρου.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό αλλά δείχνει πόσα λάθη γίνονται στα προγράμματα, όταν η γραφειοκρατία υπερισχύει της πραγματικότητας, τοπικής, εγχώριας, ευρωπαϊκής και παγκόσμιας.
Το πρόγραμμα Νέων Γεωργών απευθύνεται σε άτομα 18 έως 40 ετών αλλά δεν έχει αποδώσει τους αναμενόμενους καρπούς. Θεωρητικά δίνει λεφτά, πρακτικά οι δεσμεύσεις που έχει, είναι αποτρεπτικές. Επιπλέον, η Ελλάδα πάσχει κι από μεταποίηση κι από συνεταιριστικά μεγέθη.
Το πρόγραμμα έχει δομικά προβλήματα και ουδείς ακούει τους νέους παραγωγούς, που αν θέλουν να φτιάξουν μία μονάδα δυσκολεύονται συχνά να ζήσουν επί 5 χρόνια με τα λεφτά, που δίνει το πρόγραμμα, παρότι αυξήθηκε ο προϋπολογισμός. Έτσι, η λεγόμενη ηλικιακή ανανέωση αφορά κατά κόρον παιδιά, που οι γονείς τους είναι ήδη αγρότες.
Οι οριζόντιες πληρωμές με εξαίρεση τις ζώνες (ορεινές, μειονεκτικές) δεν στέκουν. Τα ίδια χρήματα χρειάζεται για να ξεκινήσει κάποιος που κάνει δεντροκαλλιέργεια ή ένα θερμοκήπιο με κάποιον που κάνει μονοετή υπαίθρια καλλιέργεια;
Μία πολυετής καλλιέργεια δεν αποδίδει, αμέσως. Εξάλλου υπάρχουν καλλιέργειες, που λόγω της φύσης τους, π.χ. παραγωγή φιστικιού, μαστίχας κ.ά. λόγω έλλειψης αγροτικής γης, γίνονται συνήθως από ετεροκαλλιεργητές. Έτσι, το ελληνικό γεωργικό πρόγραμμα συχνά έχει περισσότερες εξαιρέσεις από τον κανόνα.
Οι ευρωβουλευτές ζήτησαν πιο οικολογική γεωργία και μέτρα για το νερό αλλά δεν εξασφάλισαν πως θα συμβεί. Χωρίς γενναία χρηματοδότηση το αρδευτικό νερό κι αλλαγή δικτύων ειδικά σε ορισμένες περιοχές είναι είδος πολυτελείας.
Το πρόγραμμα Νέων Γεωργών δεν έχει σήμερα επαφή με τη σύγχρονη αγροτική πραγματικότητα, που βασίζεται στην τεχνολογία και την έρευνα και θέλει επενδύσεις κοστοβόρες, ακόμη κι απ’ τον πιο μικρό παραγωγό.
Έτσι, ενώ μία φορά κι έναν καιρό ένας παραγωγός χρειαζόταν λίγη γη, ήλιο, νερό και χωνεμένη κοπριά για να κρατήσει ένα κοπάδι σήμερα χρειάζεται μεγάλες επενδύσεις για μία μονάδα με μηχανολογικό εξοπλισμό και κυρίως άλλη διαχείριση, που προϋποθέτει εξειδικευμένη γνώση.
Στην Ελλάδα η γη είναι ακριβή και τα αγροτικά μηχανήματα είναι εισαγόμενα κι εξαιρετικά κοστοβόρα. Η χώρα δυστυχώς παραμένει ελλειμματική σε βασικά είδη διατροφής. Έργα τεχνικά, συχνά λιμνάζουν επί δεκαετίες, με αποκορύφωμα τους ανολοκλήρωτους αναδασμούς.
Λείπει όμως κι ένας οδικός χάρτης για τις ανάγκες της χώρας, που θα διασταυρωθεί με τις δυνατότητες των παραγωγών, ώστε ν΄ αυξήσουν το εισόδημά τους.
Από την άλλη πλευρά, ορισμένοι δεν τολμούν να πουν στους αγρότες ότι ορισμένες καλλιέργειες ή εκτροφές, που έθρεψαν γενιές και γενιές πλέον, δεν είναι πια ανταγωνιστικές. Επειδή έχει χαθεί η μεταποίηση χρειάζεται να στραφούν σ’ άλλες καλλιέργειες, εκτροφές ή σε ποικιλίες που θέλει η αγορά.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι πως οι νέοι αγρότες πια, ειδικά και μετά την καταιγίδα Daniel και το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και τις καθυστερήσεις, δεν βλέπουν προοπτική στον χώρο.
Για να δουλέψει το πρόγραμμα Νέων Γεωργών, που είναι το βασικό χρηματοδοτικό εργαλείο για την ηλικιακή ανανέωση θα πρέπει να δουλευτεί ανά κλάδο προϊόντος. Κι αυτό πρέπει να συμβεί με βάση, τα γεωχωρικά δεδομένα και τις καταναλωτικές κι εξαγωγικές ανάγκες της χώρας. Χρειάζεται να εμπλακούν κι οι Περιφέρειες και οι γεωπονικές και κτηνιατρικές σχολές αλλά να ληφθούν υπόψη και οι καταναλωτικές ανάγκες των τουριστών.
Αυτό σημαίνει αλλαγή πλεύσης απ΄ το μοντέλο, που ακολουθείται στον αγροτικό χώρο, ο οποίος μετρά διαρκώς τις πληγές του από τις χαμηλές τιμές, τον διεθνή ανταγωνισμό, την αύξηση των αγροτικών εφοδίων, τις ζωονόσους, με αποτέλεσμα να διατρέχει άμεσο κίνδυνο ακόμη και το εθνικό μας τυρί` η φέτα.
*Η Άννα Στεργίου έχει μάστερ στην Κοινωνιολογία της Ενέργειας και την Ψηφιακή Κοινωνιολογία