Ανάλυση: Ο διπλωματικός αντίκτυπος του Ισραηλινού πλήγματος στη Ντόχα και το μήνυμα Τραμπ
Η αιφνιδιαστική ισραηλινή επιχείρηση στο Κατάρ, με στόχο την εξόντωση στελεχών της Χαμάς, αποκάλυψε όχι μόνο την αποφασιστικότητα του Τελ Αβίβ να χτυπήσει τον εξόριστο πυρήνα της οργάνωσης, αλλά και τις βαθιές διαφωνίες στο εσωτερικό της ισραηλινής ηγεσίας. Την ίδια στιγμή, η αντίδραση του Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ανέδειξε την ευαίσθητη ισορροπία στις σχέσεις Ουάσιγκτον–Ντόχα και την ανάγκη για αποκλιμάκωση της σύγκρουσης. Το επεισόδιο προσέλαβε αμέσως διεθνείς διαστάσεις, καθώς το Κατάρ αποτελεί όχι μόνο στενό σύμμαχο των Αμερικανών αλλά και βασικό μεσολαβητή στις διαπραγματεύσεις για τους ομήρους.
Η κίνηση του Ισραήλ, όσο στοχευμένη κι αν ήταν, φανέρωσε το δίλημμα ανάμεσα στη στρατιωτική λογική και την πολιτική αναγκαιότητα, με το Τελ Αβίβ να παλεύει ανάμεσα στην πίεση για άμεση δράση και στην ανάγκη να μην τιναχθούν στον αέρα οι διπλωματικές διεργασίες.
Η επιχείρηση “Κορυφή της Φωτιάς” πραγματοποιήθηκε στη Ντόχα, όταν κορυφαία στελέχη της Χαμάς συγκεντρώθηκαν σε βίλα του Χαλίλ αλ-Χάγια, επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας της οργάνωσης. Οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες αξιολόγησαν το γεγονός ως «μοναδική επιχειρησιακή ευκαιρία» να πλήξουν την καρδιά της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της Χαμάς στο εξωτερικό. Η Σιν Μπετ (Shin Bet) ήταν η πρώτη που προώθησε την πρόταση, εκτιμώντας ότι η εξουδετέρωση αυτής της ομάδας θα αποδυνάμωνε τον πιο «σκληροπυρηνικό» πυρήνα της οργάνωσης, εκείνον που μπλοκάρει συστηματικά κάθε προσπάθεια για συμφωνία ανταλλαγής αιχμαλώτων.
Οι εσωτερικές αντιρρήσεις στο Ισραήλ
Παρά τη συμφωνία όλων ότι η Χαμάς στο εξωτερικό πρέπει να πληγεί, το βασικό ερώτημα αφορούσε το χρονικό σημείο.
- Ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο υπουργός Άμυνας Ισραέλ Κατς και ο υπουργός Στρατηγικών Υποθέσεων Ρον Ντέρμερ τάχθηκαν υπέρ της άμεσης δράσης. Ο Ντέρμερ μάλιστα, από την Ουάσιγκτον όπου βρισκόταν, υποστήριξε ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν θα αντιδρούσε.
- Αντιθέτως, ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων Αγιάλ Ζαμίρ, ο επικεφαλής της Μοσάντ Ντάντι Μπαρνέα, ο επικεφαλής του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας Τσάχι Χανέγκμπι και ο επικεφαλής της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών Σλόμι Μπίντερ εξέφρασαν επιφυλάξεις. Επέμειναν ότι η νέα πρόταση του Τραμπ για συμφωνία απελευθέρωσης ομήρων θα έπρεπε να δοκιμαστεί πριν την ανάληψη μιας τόσο επικίνδυνης δράσης.
Η αντιπαράθεση αποτυπώνει την σύγκρουση ανάμεσα στη στρατιωτική τακτική και τη διπλωματική στρατηγική: η πρώτη επιδιώκει την άμεση εξόντωση του εχθρού, η δεύτερη προκρίνει την αξιοποίηση των διαύλων για πολιτική λύση.
Η αμερικανική αντίδραση
Το πιο ηχηρό μήνυμα ήρθε από τον Λευκό Οίκο. Η εκπρόσωπος Κάρολαϊν Λούιτ δήλωσε ότι η επίθεση «δεν εξυπηρετεί τους στόχους ούτε του Ισραήλ ούτε των Ηνωμένων Πολιτειών». Αν και αναγνώρισε ότι η εξόντωση της Χαμάς αποτελεί «νόμιμο στόχο», τόνισε πως η επιλογή της Ντόχα ως τόπου επίθεσης προκάλεσε σοβαρό διπλωματικό πλήγμα.
Ο ίδιος ο Πρόεδρος Τραμπ φέρεται να είχε ζητήσει από τον ειδικό απεσταλμένο του, Στιβ Γουΐτκοφ, να ενημερώσει τους Καταριανούς για την επικείμενη επιχείρηση. Η αμερικανική ενημέρωση, ωστόσο, σύμφωνα με τη Ντόχα, έφτασε ταυτόχρονα με τους βομβαρδισμούς. Ο εκπρόσωπος του καταριανού ΥΠΕΞ, Μάτζεντ αλ-Ανσαρί, τοποθετήθηκε ξεκάθαρα: «Οι αναφορές ότι ενημερωθήκαμε εκ των προτέρων είναι ψευδείς. Το τηλεφώνημα ήρθε όταν ήδη ακούγονταν οι εκρήξεις».
Η υπόσχεση Τραμπ στο Κατάρ
Μετά την επιχείρηση, ο Τραμπ επικοινώνησε τόσο με τον Νετανιάχου όσο και με τον Εμίρη του Κατάρ. Στη συνομιλία του με τη Ντόχα έδωσε μια ρητή υπόσχεση: «Τέτοιο πράγμα δεν θα ξανασυμβεί στο έδαφός σας». Παράλληλα, εξέφρασε την επιθυμία του να δει τη σύγκρουση να λήγει άμεσα και όλους τους ομήρους να επιστρέφουν. Η αμερικανική θέση δείχνει ότι η Ουάσιγκτον αναγνωρίζει το Κατάρ ως αναγκαίο εταίρο στη διαδικασία ειρήνευσης, αλλά και ως κράτος που δεν πρέπει να εκτεθεί περαιτέρω σε επιθέσεις.
Οι συνέπειες για το Ισραήλ
Για το Ισραήλ, η επιχείρηση προσφέρει μια σημαντική τακτική νίκη: πλήγμα στην ανώτατη ηγεσία της Χαμάς στο εξωτερικό, που θεωρείται ο πιο άκαμπτος αντίπαλος σε κάθε συμβιβασμό. Ωστόσο, η επιλογή της τοποθεσίας αναδεικνύεται σε στρατηγικό λάθος. Η Ντόχα δεν είναι τυχαία πόλη, αλλά το κέντρο του διαμεσολαβητικού ρόλου που αναγνωρίζεται διεθνώς στο Κατάρ. Αν το κράτος του Κόλπου θεωρήσει ότι παρακάμφθηκε ή υπονομεύτηκε, υπάρχει κίνδυνος να αποσυρθεί από τις συνομιλίες, στερώντας από το Ισραήλ και τις ΗΠΑ τον βασικότερο δίαυλο επικοινωνίας με τη Χαμάς.
Το δίλημμα της Ουάσιγκτον
Η κυβέρνηση Τραμπ βρίσκεται ανάμεσα σε δύο πιέσεις:
- Από τη μία, την ανάγκη να δείξει ότι στηρίζει τον στενό της σύμμαχο, το Ισραήλ.
- Από την άλλη, την υποχρέωση να προστατεύσει τη διπλωματική αξιοπιστία των ΗΠΑ απέναντι στο Κατάρ, το οποίο φιλοξενεί την αμερικανική βάση Αλ Ουντέιντ, κομβικό σημείο για τις επιχειρήσεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Η αμερικανική στάση φανερώνει μια αλλαγή προτεραιοτήτων: δεν είναι πλέον αρκετό να στηρίζεται η ισραηλινή στρατιωτική δράση, αλλά πρέπει να προστατευθεί και το διεθνές δίκτυο συμμαχιών.
Το μέλλον των διαπραγματεύσεων
Η επιχείρηση συνέπεσε με την παρουσίαση ενός νέου πλαισίου από τον Τραμπ για συμφωνία απελευθέρωσης ομήρων. Η σύμπτωση αυτή δημιουργεί ερωτήματα για το αν η επιχείρηση ενίσχυσε ή υπονόμευσε τις πιθανότητες επιτυχίας. Από τη μία, μπορεί να έχει αποδυναμώσει τη διαπραγματευτική γραμμή της Χαμάς. Από την άλλη, μπορεί να έχει σκληρύνει τη στάση της οργάνωσης, βλέποντας την επιχείρηση ως απόπειρα ταπείνωσης.
Μια κρίσιμη στιγμή
Η ισραηλινή επιχείρηση στο Κατάρ δεν είναι ένα «μεμονωμένο επεισόδιο». Αποτελεί κρίσιμο σταυροδρόμι για την πορεία του πολέμου και τις διπλωματικές ισορροπίες. Για το Ισραήλ, το στοίχημα είναι αν η στρατιωτική πίεση θα φέρει τελικά λύση ή θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη απομόνωση. Για τις ΗΠΑ, η πρόκληση είναι να διαχειριστούν τη διπλή σχέση με Ισραήλ και Κατάρ χωρίς να διακινδυνεύσουν την αξιοπιστία τους στην περιοχή.
Το επεισόδιο φανερώνει την αντίφαση της σημερινής Μέσης Ανατολής: οι στρατιωτικές κινήσεις γίνονται γρήγορα, αλλά η διπλωματία χρειάζεται χρόνο και εμπιστοσύνη. Το Ισραήλ απέδειξε την επιχειρησιακή του ετοιμότητα, όμως έθεσε σε δοκιμασία τις διεθνείς του σχέσεις. Ο Τραμπ από την πλευρά του, με την υπόσχεση προς το Κατάρ, έστειλε μήνυμα ότι δεν θα ανεχθεί άλλη υπονόμευση της μεσολαβητικής διαδικασίας. Το αν αυτή η ισορροπία θα οδηγήσει σε ειρήνη ή σε νέα κλιμάκωση, παραμένει το μεγάλο ανοιχτό ερώτημα.