Ξεχασμένες δεσμεύσεις και απογοήτευση: Οι αντιδράσεις των υγειονομικών μετά τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ
Βαθιά φαίνεται να είναι η απογοήτευση του υγειονομικού κλάδου μετά τις εξαγγελίες του Πρωθυπουργού στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ), το Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2025, και αυτό δεν είναι αποτέλεσμα μιας μεμονωμένης ομιλίας, αλλά η κορύφωση μιας διαχρονικής απόκλισης μεταξύ των αιτημάτων των εργαζομένων και της πολιτικής της κυβέρνησης.
Ενώ οι υγειονομικοί περίμεναν συγκεκριμένες λύσεις σε κάθετα, επαγγελματικά ζητήματα, όπως οι μισθολογικές ανισότητες, η ένταξη στα Βαρέα και Ανθυγιεινά Επαγγέλματα (ΒΑΕ) και η αντιμετώπιση της δραματικής υποστελέχωσης, οι κυβερνητικές εξαγγελίες εστιάστηκαν σε οριζόντιες φορολογικές ελαφρύνσεις και μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε υποδομές. Η μη αναγνώριση των κρίσιμων αιτημάτων του κλάδου από τον Πρωθυπουργό ερμηνεύεται ως αδιαφορία για τη λειτουργική κατάρρευση του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) και αναμένεται να εντείνει τη ρητορική αντιπαράθεση, όπου οι διαμαρτυρίες χαρακτηρίζονται ως «μίζερες αντιδράσεις».
Το πλαίσιο της ΔΕΘ 2025 και οι προσδοκίες των υγειονομικών
Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ) αποτελεί παραδοσιακά ένα κομβικό σημείο στον ετήσιο πολιτικό κύκλο της χώρας, καθώς η ομιλία του πρωθυπουργού σηματοδοτεί την ανακοίνωση των βασικών πολιτικών κατευθύνσεων για το επόμενο έτος. Η φετινή, 89η ΔΕΘ άνοιξε τις πύλες της σε κλίμα «αυξημένης πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής προσμονής». Το ενδιαφέρον ήταν στραμμένο τόσο στις εξαγγελίες όσο και στις αντιδράσεις που αυτές θα προκαλούσαν. Για τους υγειονομικούς, η προσμονή αυτή δεν ήταν απαλλαγμένη από ένταση και σκεπτικισμό, βασισμένη σε προηγούμενα γεγονότα και μη ικανοποιημένα αιτήματα.
Είναι ενδεικτικό του κλίματος που επικρατούσε η απόφαση των υγειονομικών να προγραμματίσουν μαζικές διαμαρτυρίες πριν καν την ομιλία του πρωθυπουργού. Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημοσίων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ) είχε ήδη ανακοινώσει «Πορεία Σωτηρίας της Δημόσιας Υγείας» για την Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025, την παραμονή των εγκαινίων της ΔΕΘ, με πανελλαδική συγκέντρωση στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο και πορεία προς το Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης.
Οι υγειονομικοί εξέφραζαν την ανησυχία ότι για ακόμη μια χρονιά το «καλάθι» του Πρωθυπουργού «δεν θα περιλάμβανε ουσιαστικές παροχές για τον κλάδο». Για αυτό και η απόφαση για διαμαρτυρία πριν τις ανακοινώσεις υποδηλώνει ότι η απογοήτευση δεν ήταν μια μεταγενέστερη αντίδραση, αλλά μία ανησυχία που επιβεβαιώθηκε, η οποία βασιζόταν στο ιστορικό σχέσεων μεταξύ κυβέρνησης και συνδικαλιστικών φορέων, όπου κρίσιμα αιτήματα, όπως η ένταξη στα ΒΑΕ, είχαν αναγνωριστεί ως «δίκαια» από υπουργούς, αλλά παρέμεναν σε εκκρεμότητα για περισσότερο από δυόμισι χρόνια, προκαλώντας κλίμα έλλειψης εμπιστοσύνης, το οποίο είναι η φυσική συνέπεια των ανεκπλήρωτων δεσμεύσεων.
Οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού: Έμφαση στην Οικονομική Πολιτική
Στην ομιλία του, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσίασε μια σειρά μέτρων με κεντρικό άξονα τις φορολογικές ελαφρύνσεις και τη στήριξη της μεσαίας τάξης. Οι ανακοινώσεις περιλάμβαναν μειώσεις φορολογικών συντελεστών για μισθωτούς, συνταξιούχους, επαγγελματίες και αγρότες, καθώς και επιπλέον ελαφρύνσεις για νέους και οικογένειες με παιδιά. Ανακοινώθηκε, επίσης, μηδενικός φόρος για νέους εργαζόμενους έως 25 ετών με εισόδημα έως 20.000 ευρώ και μειωμένος συντελεστής 9% για εργαζόμενους έως 30 ετών. Επίσης, αναφέρθηκαν μέτρα για το στεγαστικό, όπως η θέσπιση χαμηλότερου φόρου 25% για εισοδήματα από ενοίκια και η κατασκευή 2.000 διαμερισμάτων σε πρώην στρατόπεδα.
Ελάχιστες αναφορές στην Υγεία
Οι αναφορές του Πρωθυπουργού στον τομέα της υγείας ήταν ελάχιστες και εστιασμένες σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε υποδομές. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξέφρασε την ικανοποίησή του για το έργο που έχει υλοποιηθεί στον τομέα και αναφέρθηκε συγκεκριμένα στην κατασκευή του πιο σύγχρονου παιδιατρικού νοσοκομείου στη Θεσσαλονίκη, το οποίο αναμένεται στις αρχές του 2027.
Η στρατηγική της κυβέρνησης στη ΔΕΘ ήταν να προσφέρει οριζόντια, γενικά οικονομικά μέτρα που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού. Τα μέτρα αυτά, όπως οι φοροελαφρύνσεις, αφορούν φυσικά και τους υγειονομικούς, αλλά όχι ως ξεχωριστό κλάδο με ειδικά ζητήματα, αλλά ως φορολογούμενους πολίτες. Αυτή η προσέγγιση βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τα κάθετα, ειδικά αιτήματα των υγειονομικών. Η κυβερνητική αφήγηση περί «νέου ΕΣΥ» εστιάζει στην «υποδομή» (hardware) – π.χ. νέο παιδιατρικό νοσοκομείο και ανακαινίσεις δομών υγείας, αλλά και τις εφαρμογές που διευκολύνουν τους ασθενείς. Ωστόσο, η πραγματική κρίση, όπως τεκμηριώνεται από την ΠΟΕΔΗΝ, είναι η «υποστελέχωση» (humanware), δηλαδή η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού. Η απουσία συγκεκριμένων εξαγγελιών για τους εργαζόμενους μεταφράστηκε, από την πλευρά του κλάδου, ως αναγνώριση του προβλήματος των κτιρίων, αλλά αγνόηση του προβλήματος των ανθρώπων.
Η απόκλιση μεταξύ εξαγγελιών και αιτημάτων
Η βαθιά απογοήτευση του υγειονομικού κλάδου πηγάζει από το χάσμα μεταξύ των εξαγγελιών και των ουσιαστικών, διαχρονικών αιτημάτων τους.
Δεν έγινε καμία αναφορά (παρά τις δεσμεύσεις ή τις υποσχέσεις) για βασικά αιτήματα των υγειονομικών για α. μόνιμες προσλήψεις για την κάλυψη χιλιάδων οργανικών κενών, β. ένταξη στα Βαρέα και Ανθυγιεινά (ΒΑΕ), γ. μονιμοποίηση συμβασιούχων και επικουρικού προσωπικού.
Επίσης, αντί για την αναμενόμενη αύξηση της χρηματοδότησης του ΕΣΥ, η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός αντιπαρέβαλε τις δωρεάν προληπτικές εξετάσεις και τις ανακαινίσεις νοσοκομείων.
Τέλος, αντί για μισθολογικές αυξήσεις και επαναφορά 13ου/14ου μισθού, οι υγειονομικοί άκουσαν για μειώσεις φορολογικών συντελεστών που αφορούν το σύνολο των μισθωτών και συνταξιούχων.
Η απογοήτευση φέρνει την αντίδραση
Οι αντιδράσεις των υγειονομικών έλαβαν χώρα και κατά τη διάρκεια και μετά την ομιλία. Στις 6 Σεπτεμβρίου 2025, υγειονομικοί συμμετείχαν στο πανεργατικό συλλαλητήριο στο άγαλμα του Βενιζέλου, διεκδικώντας «Δημόσια Υγεία, δυνατή με αξιοπρέπεια, για εργαζόμενους και ασφάλεια για πολίτες». Η ένταση του κλίματος ήταν εμφανής, καθώς η Θεσσαλονίκη είχε τεθεί σε αστυνομικό κλοιό με 3.000 αστυνομικούς και κυκλοφοριακές ρυθμίσεις, υποδεικνύοντας την έντονη πολιτική και κοινωνική προσμονή.
Η απάντηση του πρωθυπουργού στις διαμαρτυρίες υπήρξε ιδιαίτερα οξεία, καθώς δήλωσε: «Είναι πολύ άδικο, ξέρετε, κάποιοι να υποδέχονται και τις προσλήψεις υγειονομικών… με μίζερες αντιδράσεις». Στη συνέχεια, ξεκαθάρισε ότι η κυβέρνηση «θα αρνείται να μετατρέπεται η υγεία των Ελλήνων σε “αρένα” κομματικών διαξιφισμών ή τα νοσοκομεία μας σε “ομήρους” διαδηλωτών».
Η κυβέρνηση ερμηνεύει τη διαμαρτυρία ως πολιτική πράξη αντίδρασης και όχι ως έκφραση βαθιάς, επαγγελματικής δυσαρέσκειας. Οι υγειονομικοί, οι οποίοι εργάστηκαν σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες κατά τη διάρκεια της πανδημίας, προσδοκούσαν έμπρακτη, επαγγελματική αναγνώριση, κάτι το οποίο τους είχε υποσχεθεί επανειλημμένα ο τότε υπουργός Υγείας αλλά και ο πρωθυπουργός… Οι οριζόντιες φοροελαφρύνσεις δεν αντιμετωπίστηκαν ως αναγνώριση, αλλά ως ένα ανεπαρκές και μη-ανταποδοτικό μέτρο.
Η λειτουργική πραγματικότητα του ΕΣΥ
Η απογοήτευση του κλάδου δεν είναι απλώς συναισθηματική, αλλά βασίζεται σε συγκεκριμένα, ποσοτικά δεδομένα που τεκμηριώνουν τη λειτουργική κατάρρευση του ΕΣΥ.
· Δραματική μείωση προσωπικού: Περίπου 3.000 λιγότεροι εργαζόμενοι από το τέλος της πανδημίας
· Κενές οργανικές θέσεις: Περίπου 20.000 κενές οργανικές θέσεις από τις 90.000
· Τραγικό ποσοστό ελλείψεων: Ελλείψεις ιατρικού/νοσηλευτικού προσωπικού από 30% έως 50% σε αρκετές περιοχές της χώρας, όπως στη Βόρεια Ελλάδα
· Λειτουργικές Κλίνες ΜΕΘ: Μόνο 850 λειτουργικές κλίνες από τις 1.200 που αναπτύχθηκαν στην πανδημία
· Λίστες αναμονής για χειρουργείο: Σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνούν τους 6 μήνες, παρά τις δεσμεύσεις Γεωργιάδη ότι το θέμα θα είχε λυθεί έως την άνοιξη του 2025. Και πώς να λυθεί χωρίς προσλήψεις; Με την εισαγωγή ιδιωτών γιατρών στα δημόσια νοσοκομεία;
Οι παραπάνω ελλείψεις προσωπικού και κλινών μεταφράζονται σε σοβαρά προβλήματα για την καθημερινή λειτουργία των δομών υγείας. Χειρουργικές αίθουσες παραμένουν κλειστές λόγω έλλειψης χειρουργών και αναισθησιολόγων, ενώ η απουσία παθολογοανατόμων καθυστερεί κρίσιμες βιοψίες. Οι ΜΕΘ λειτουργούν σε λιγότερο από το 75% της δυναμικότητάς τους, ενώ υπάρχουν μεγάλες λίστες αναμονής για τους ασθενείς, που σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνούν τους έξι μήνες. Οι υγειονομικοί τονίζουν ότι το ΕΣΥ έχει μετατραπεί σε κέντρο διακομιδών, με μεγάλη επικινδυνότητα για τους ασθενείς λόγω των καθυστερήσεων.
Η κυβέρνηση εστιάζει στην αναβάθμιση των υποδομών, αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι η κρίση βρίσκεται στο ανθρώπινο δυναμικό. Ένα ανακαινισμένο νοσοκομείο ή ακόμα και ένα νέο παιδιατρικό νοσοκομείο, δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά αν δεν υπάρχει επαρκές προσωπικό. Η επένδυση σε κτίρια χωρίς παράλληλη και ουσιαστική επένδυση σε ανθρώπινους πόρους θεωρείται, από τη σκοπιά των υγειονομικών, ως ένα «δώρο άδωρο».
Οι δύσκολες συνθήκες εργασίας, οι χαμηλές αμοιβές και η μη ένταξη στα ΒΑΕ οδηγούν σε παραιτήσεις και πρόωρες συνταξιοδοτήσεις. Αυτό επιδεινώνει την υποστελέχωση, η οποία επιφέρει τη λειτουργική κατάρρευση (κλειστά χειρουργεία) και μεγάλες αναμονές. Αυτός ο φαύλος κύκλος επιδεινώνει τις συνθήκες εργασίας, οδηγώντας σε ακόμα περισσότερες αποχωρήσεις. Η απογοήτευση είναι η φυσική συναισθηματική απόληξη αυτού του κύκλου, καθώς οι εργαζόμενοι νιώθουν ότι θυσιάζονται για ένα σύστημα που καταρρέει.
Οι αντιδράσεις των υγειονομικών μετά τις εξαγγελίες του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ 2025 καταδεικνύουν μια βαθιά και δικαιολογημένη απογοήτευση, που δεν πηγάζει από την άρνηση των εργαζομένων να επωφεληθούν από τις γενικές φορολογικές ελαφρύνσεις, αλλά από το γεγονός ότι οι εξαγγελίες δεν αντιμετώπισαν τα συγκεκριμένα, διαχρονικά αιτήματα του κλάδου που αφορούν την επαγγελματική τους υπόσταση και την ίδια τη βιωσιμότητα του ΕΣΥ.
Οι υγειονομικοί νιώθουν ότι η κυβέρνηση δεν αναγνωρίζει (ή αδιαφορεί για) την κρίση του ΕΣΥ στην πραγματική της διάσταση, δηλαδή ως κρίση του ανθρώπινου δυναμικού, και ότι οι ίδιοι δεν αντιμετωπίζονται ως επαγγελματικός κλάδος με μοναδικές ανάγκες, αλλά ως μέρος μιας γενικής φορολογικής πολιτικής. Η άρνηση των γιατρών να εργαστούν στο ΕΣΥ, παρά τον υπερεπαρκή αριθμό τους στη χώρα, υποδηλώνει μια βαθιά κρίση εμπιστοσύνης και έλλειψης κινήτρων, η οποία δεν μπορεί να επιλυθεί με γενικές οικονομικές παροχές.