Ανάλυση: Τι σημαίνουν οι επιθέσεις της Μόσχας σε κυβερνητικά κτίρια στο Κίεβο την παρούσα συγκυρία

 Ανάλυση: Τι σημαίνουν οι επιθέσεις της Μόσχας σε κυβερνητικά κτίρια στο Κίεβο την παρούσα συγκυρία

Η πρόσφατη ρωσική επίθεση στο κέντρο της ουκρανικής πρωτεύουσας, που για πρώτη φορά στόχευσε το κυβερνητικό συγκρότημα στο Κίεβο, αποτέλεσε μια εξέλιξη με βαρύνουσες στρατηγικές και συμβολικές διαστάσεις. Ο βομβαρδισμός του ίδιου του χώρου άσκησης της εξουσίας στην Ουκρανία δεν ερμηνεύεται μόνο ως στρατιωτική απάντηση στις επιθέσεις του Κιέβου εναντίον ρωσικών υποδομών, αλλά και ως ένα μήνυμα με πολλούς αποδέκτες. Για το Παρίσι, η κίνηση αποτελεί απόδειξη της πλήρους απουσίας πρόθεσης για ειρήνη από πλευράς Μόσχας. Για αναλυτές, όμως, υποδηλώνει ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν επιχειρεί να θέσει νέα όρια στο τραπέζι, συνδέοντας το ουκρανικό πεδίο μάχης όχι μόνο με το διπλωματικό παιχνίδι με την Ευρώπη, αλλά κυρίως με τον άξονα Ουάσινγκτον – Ντόναλντ Τραμπ.

Η συγκυρία καθιστά τις κινήσεις αυτές ακόμη πιο κρίσιμες, αφού η Ρωσία φαίνεται να ποντάρει στον επαναπροσδιορισμό της αμερικανικής στάσης υπό την παρούσα ηγεσία.

Σπάζοντας τα άγραφα όρια

Ρώσοι αναλυτές τόνισαν ότι ο βομβαρδισμός του κυβερνητικού συγκροτήματος σηματοδοτεί μια «ποιοτική αλλαγή» στους κανόνες εμπλοκής. Μέχρι σήμερα η Μόσχα απέφευγε να πλήξει θεσμικά κέντρα εξουσίας στο Κίεβο, ώστε να αφήνει ανοικτό ένα περιθώριο πολιτικής λύσης.

Η επιλογή αυτή, είναι και εκδικητική –απάντηση στις ουκρανικές επιθέσεις κατά ρωσικών πετρελαϊκών εγκαταστάσεων– αλλά και πολιτική, καθώς εκπέμπει το μήνυμα ότι η Ρωσία μπορεί να ανατρέψει την ισορροπία «όποτε το αποφασίσει».

Η επίθεση ξαναφέρνει στη μνήμη τις πρώτες ημέρες της εισβολής, όταν ο Πούτιν διακήρυξε πως στόχος του ήταν η ανατροπή της ουκρανικής κυβέρνησης και η αμφισβήτηση της νομιμότητάς της. Έτσι, ο Ρώσος πρόεδρος υπενθυμίζει ότι ο διάλογος με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι δεν είναι δεδομένος, ιδιαίτερα αν η Ευρώπη κλιμακώσει περαιτέρω την στρατιωτική βοήθεια ή εξετάσει την αποστολή στρατευμάτων στο ουκρανικό έδαφος.

Η αναζήτηση στήριξης εκτός Δύσης

Παράλληλα με τις στρατιωτικές κινήσεις, η Ρωσία επενδύει σε νέες γεωπολιτικές συμμαχίες. Μετά από σειρά ασιατικών συνόδων, με πιο χαρακτηριστική αυτή στην Κίνα, η Μόσχα έχει υφάνει ένα δίκτυο συνεννόησης με εταίρους όπως το Πεκίνο και το Νέο Δελχί.

Επιπλέον, η Ρωσία επιχειρεί να δείξει ότι διαθέτει πλέον αυξημένη παραγωγική ικανότητα σε drones και αεροπορικά μέσα, επιχειρώντας να απεξαρτηθεί από συμμάχους όπως το Ιράν. Με αυτόν τον τρόπο παρουσιάζεται όχι ως απομονωμένη δύναμη, αλλά ως κομμάτι ενός παγκόσμιου άξονα που αντιπαρατίθεται στη Δύση.

Μήνυμα στον Τραμπ

Αναλυτές στην Ουάσινγκτον ερμηνεύουν τον βομβαρδισμό ως μήνυμα που απευθύνεται όχι στο αμερικανικό κατεστημένο, αλλά απευθείας στον Ντόναλντ Τραμπ. Κατά την εκτίμησή τους, ο Πούτιν αντιλαμβάνεται τον Τραμπ ως έναν πιθανό συνομιλητή για μια «ρωσικού τύπου ειρήνη», που θα στηρίζεται σε ουκρανικές παραχωρήσεις και στην κατοχύρωση της ρωσικής κυριαρχίας σε μεγάλα τμήματα του Ντονμπάς και ίσως πέραν αυτού.

Η Μόσχα ποντάρει στην προσωπική έλξη που φέρεται να αισθάνεται ο Τραμπ προς τον Πούτιν και στη διάθεσή του να διαπραγματευθεί σε κλίμα «συνεννόησης» αντί για μετωπικής αντιπαράθεσης. Στην Ουάσινγκτον κυκλοφορεί ακόμη και το σενάριο ενός «φινλανδικού μοντέλου», σύμφωνα με το οποίο το Κίεβο θα αποδεχθεί την απώλεια εδαφών, με αντάλλαγμα την παραμονή του ως ουδέτερου κράτους εκτός ΝΑΤΟ.

Το δίλημμα της Ευρώπης

Ενώ η Μόσχα απευθύνει μηνύματα προς τον Τραμπ, η Ευρώπη βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Από τη μία πλευρά επιθυμεί να συνεχίσει την στήριξη στο Κίεβο, από την άλλη όμως στερείται αποτελεσματικών εργαλείων πίεσης τόσο προς τη Ρωσία όσο και προς τις ΗΠΑ.

Ζητήματα όπως η Κριμαία ή οι ανατολικές περιοχές που βρίσκονται υπό ρωσικό έλεγχο δεν συζητούνται πια σοβαρά, ενώ το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο πώς θα αποτραπεί η εγκαθίδρυση φιλορωσικής κυβέρνησης στο Κίεβο. Γι’ αυτό και ακούγονται ιδέες περί ευρωπαϊκής αποστολής παρατηρητών ή ακόμη και περιορισμένης στρατιωτικής παρουσίας για την επόμενη ημέρα της σύγκρουσης.

Ο «στρατηγικός χρόνος» του Πούτιν

Ο Πούτιν εφαρμόζει μια τακτική «στρατηγικής υπομονής» απέναντι στον Τραμπ. Από τη μία, προσφέρει πιθανά οικονομικά ανταλλάγματα, όπως η συνεργασία στην Αρκτική. Από την άλλη, συνεχίζει να κλιμακώνει στρατιωτικά, εδραιώνοντας τετελεσμένα στο πεδίο που θα δυσκολέψουν κάθε μελλοντική διαπραγμάτευση.

Αυτή η διπλή κίνηση –επαφή με τις ΗΠΑ μέσω υποσχέσεων και ταυτόχρονη στρατιωτική πίεση– αποτελεί κλασικό μοτίβο της ρωσικής στρατηγικής, που σκοπεύει να φέρει κάθε συζήτηση πιο κοντά στις ρωσικές επιδιώξεις.

Ο ρόλος του Τραμπ και η αβεβαιότητα

Το βασικό ερώτημα παραμένει αν ο Τραμπ θα ενδώσει σε αυτή τη στρατηγική. Αν και άλλοτε απειλεί με νέες κυρώσεις προς τη Μόσχα, άλλοτε μιλά με θαυμασμό για την «αντοχή» της. Οι ειδικοί υπενθυμίζουν ότι είναι δύσκολο να αναγνωρίσει λάθος χειρισμό στην περίφημη Σύνοδο της Αλάσκας με τον Πούτιν. Επομένως, η πιθανότητα επιβολής νέων σκληρών κυρώσεων θεωρείται περιορισμένη.

Πιο ρεαλιστικό φαντάζει το σενάριο ότι θα επιδιώξει έναν γρήγορο συμβιβασμό, ώστε να παρουσιάσει στο εσωτερικό πολιτικό ακροατήριο μια «διπλωματική νίκη» χωρίς να νοιαστεί για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες στην ουκρανική ασφάλεια.

Συμπερασματικά η επίθεση στο κυβερνητικό κέντρο του Κιέβου δεν ήταν απλώς μια ακόμη πράξη στρατιωτικής βίας στον πόλεμο που διαρκεί σχεδόν τρία χρόνια. Ήταν ένα μήνυμα πολλαπλών αποδεκτών: στην Ουκρανία, ότι η Μόσχα μπορεί να πλήξει την καρδιά της εξουσίας· στην Ευρώπη, ότι η Ρωσία δεν διστάζει να κλιμακώσει όσο χρειαστεί· και στις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι ο Πούτιν προετοιμάζεται να διαπραγματευτεί όχι με το αμερικανικό κατεστημένο, αλλά με τον Ντόναλντ Τραμπ.

Για την Ευρώπη, η πρόκληση είναι υπαρξιακή: πώς θα ισορροπήσει ανάμεσα στη στήριξη του Κιέβου και στη διαχείριση της αμερικανικής πολιτικής αστάθειας. Για την Ουκρανία, η αγωνία εντείνεται καθώς η Δύση εμφανίζει ρωγμές. Και για τη Ρωσία, το στοίχημα είναι να κεφαλαιοποιήσει στρατιωτικά και διπλωματικά κέρδη πριν διαμορφωθεί μια νέα παγκόσμια ισορροπία.

Η κίνηση της Μόσχας να πλήξει την καρδιά του Κιέβου ίσως μείνει στην ιστορία όχι μόνο ως στρατιωτικό επεισόδιο, αλλά και ως η στιγμή που το ρωσικό αφήγημα συνδέθηκε άμεσα με την πολιτική δυναμική στην Ουάσινγκτον – μια υπόμνηση ότι οι μεγάλες δυνάμεις χρησιμοποιούν το πεδίο μάχης για να διαπραγματεύονται το μέλλον του κόσμου.