Το ιταλικό “όπλο” για φθηνότερη ενέργεια στη βιομηχανία- Μπορεί να εφαρμοστεί στην Ελλάδα;
Η εκτόξευση του ενεργειακού κόστους τα τελευταία χρόνια αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τη βιομηχανία σε όλη την Ευρώπη. Εκατοντάδες επιχειρήσεις, από τις πιο ενεργοβόρες ως τις μικρότερες παραγωγικές μονάδες, βρέθηκαν να λειτουργούν με τιμές ηλεκτρικής ενέργειας που πολλές φορές υπονόμευαν τη βιωσιμότητά τους. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η Ιταλία επέλεξε να κινηθεί διαφορετικά. Δημιούργησε ένα νέο μοντέλο, το Energy Release 2.0, που ήδη συζητείται ως «καλό παράδειγμα» για την υπόλοιπη Ευρώπη – και βέβαια για την Ελλάδα, όπου το ζήτημα του κόστους ενέργειας στη βιομηχανία παραμένει «καυτό».
Του Μιχάλη Χριστοδουλίδη*

Η βασική ιδέα του ιταλικού μοντέλου είναι απλή. Οι βιομηχανίες χρειάζονται σιγουριά και προβλεψιμότητα στο κόστος τους, ενώ το κράτος και η κοινωνία χρειάζονται περισσότερες επενδύσεις σε πράσινη ενέργεια. Το Energy Release 2.0 έρχεται να ενώσει τις δύο αυτές ανάγκες σε ένα πλαίσιο «δούναι και λαβείν».
Συγκεκριμένα, οι ενεργοβόρες βιομηχανίες της Ιταλίας μπορούν να προμηθευτούν ηλεκτρική ενέργεια σε σταθερή τιμή περίπου 65 ευρώ/MWh για τρία χρόνια. Το ποσοστό αυτό καλύπτει περίπου το 25% της κατανάλωσής τους, δίνοντάς τους άμεσα χαμηλότερο και κυρίως σταθερό κόστος.
Ωστόσο, η συμμετοχή τους στο πρόγραμμα δεν είναι «δωρεάν». Σε αντάλλαγμα, δεσμεύονται να επενδύσουν σε νέα έργα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, με στόχο να δημιουργήσουν δυναμικότητα διπλάσια από αυτήν που έλαβαν μέσω του σχήματος. Επιπλέον, σε βάθος 20 ετών, υποχρεούνται να επιστρέψουν στο σύστημα την ενέργεια που τους παρασχέθηκε, στην ίδια τιμή. Κατά κάποιον τρόπο θα λέγαμε ότι το ιταλικό μοντέλο είναι ένα ενεργειακό δάνειο με αποπληρωμή στα 20 έτη με τόκο το κόστος επένδυσης σε έργα ΑΠΕ ισοδύναμης ισχύος με αυτή που δανείστηκε ενέργεια.
Με αυτόν τον τρόπο, η Ιταλία προσφέρει άμεση ανακούφιση στη βιομηχανία, ενώ ταυτόχρονα χτίζει σταθερά το ενεργειακό της μέλλον. Καθοριστικό βήμα για την επιτυχία του Energy Release 2.0 ήταν η έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία έκρινε ότι το μοντέλο είναι συμβατό με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων και με την εσωτερική αγορά της Ε.Ε. Αυτό σημαίνει ότι οι ιταλικές επιχειρήσεις μπορούν να συμμετάσχουν χωρίς φόβο για νομικά εμπόδια, ενώ ταυτόχρονα ανοίγει ο δρόμος για την προσαρμογή παρόμοιων προγραμμάτων σε άλλα κράτη-μέλη. Η Ευρώπη δείχνει να κατανοεί ότι η βιομηχανία χρειάζεται ειδικά εργαλεία για να αντέξει στην ενεργειακή κρίση, αλλά και να στραφεί με αποφασιστικότητα στην πράσινη μετάβαση.
Τα αποτελέσματα είναι ήδη ορατά στην πράξη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί μια μεγάλη βιομηχανία ζυμαρικών, που συνδύασε τις φορολογικές πιστώσεις του προγράμματος με επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά. Το αποτέλεσμα; Μείωση ενεργειακού κόστους κατά 28%.
Παρόμοια εικόνα και σε μια χημική βιομηχανία, η οποία αξιοποίησε συμβόλαια προμήθειας πράσινης ενέργειας (PPAs) και είδε το ενεργειακό της βάρος να μειώνεται κατά περίπου 25%. Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν ότι το Energy Release 2.0 δεν είναι θεωρητική άσκηση, αλλά ένα εργαλείο με άμεσες και απτές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.
Για τους ειδικούς, η δύναμη του μοντέλου είναι ότι συνδυάζει το βραχυπρόθεσμο όφελος με τον μακροπρόθεσμο στόχο. Οι βιομηχανίες έχουν άμεση ανακούφιση χάρη στις χαμηλότερες τιμές, ενώ το κράτος εξασφαλίζει νέες πράσινες υποδομές που θα παράγουν ενέργεια για δεκαετίες.
Στην Ελλάδα, η συζήτηση για το ενεργειακό κόστος της βιομηχανίας είναι εξίσου επίκαιρη. Σύμφωνα με μελέτη της Compass Lexicon για λογαριασμό της ΕΒΙΚΕΝ (Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας), μια λύση θα ήταν η δημιουργία ενός κρατικού φορέα-διαμεσολαβητή, όπως ο ΔΑΠΕΕΠ, που θα μπορούσε να αναλάβει ρόλο αντίστοιχο με την ιταλική GSE. Αυτός ο φορέας θα υπέγραφε συμβάσεις CfDs με παραγωγούς ΑΠΕ και PPAs με βιομηχανίες, εξασφαλίζοντας σταθερές τιμές και παράλληλα ενίσχυση των επενδύσεων στην πράσινη ενέργεια.
Δεν είναι τυχαίο ότι κύκλοι της βιομηχανίας στη χώρα μας βλέπουν με ενδιαφέρον το ιταλικό παράδειγμα. «Η Ιταλία μας δείχνει έναν δρόμο. Το θέμα είναι αν θα τον ακολουθήσουμε έγκαιρα», τονίζουν χαρακτηριστικά.
Τα οφέλη του ιταλικού μοντέλου μπορούν να συνοψιστούν σε πέντε βασικούς άξονες:
1. Σταθερότητα τιμών – Οι επιχειρήσεις γνωρίζουν εκ των προτέρων το κόστος ενός σημαντικού μέρους της κατανάλωσής τους.
2. Ενίσχυση επενδύσεων σε ΑΠΕ – Κάθε βιομηχανία που μπαίνει στο πρόγραμμα προσθέτει νέα πράσινη δυναμικότητα στη χώρα.
3. Νομική ασφάλεια – Η έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εξασφαλίζει ότι δεν θα υπάρξουν νομικά κενά.
4. Μείωση κόστους – Ήδη καταγράφονται μειώσεις 25–28% σε πραγματικές περιπτώσεις.
5. Μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα – Η υποχρέωση επιστροφής της ενέργειας σε βάθος 20 ετών δημιουργεί ισορροπία και προοπτική.
Η εμπειρία της Ιταλίας αποδεικνύει πως με σωστό σχεδιασμό, η κρίση μπορεί να μετατραπεί σε ευκαιρία. Για την Ελλάδα, το ερώτημα πλέον είναι αν θα αξιοποιήσει αυτό το παράδειγμα και θα το προσαρμόσει στις δικές της ανάγκες, ώστε η βιομηχανία να ανασάνει και να παραμείνει ανταγωνιστική στη διεθνή σκηνή.
Εάν η Ελλάδα δεν ενεργήσει άμεσα προκειμένου να ανακουφίσει την Βιομηχανία από το δυσβάσταχτο ενεργειακό κόστος, είναι θέμα ολίγου χρόνου η ολοκληρωτική καταστροφή της.
*Διπλ Μηχανολόγος Μηχανικός, Ενεργειακός Αναλυτής