Τουρκία-Ισραήλ: Γιατί δεν μπορεί να αποκλειστεί στρατιωτική αναμέτρηση
Η απόφαση της Άγκυρας να διακόψει τις εμπορικές σχέσεις με το Ισραήλ και να κλείσει τα τουρκικά λιμάνια για κάθε ισραηλινό προϊόν σηματοδοτεί μια νέα, πιο έντονη φάση στην ήδη τεταμένη σχέση των δύο χωρών. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια, η σχέση Άγκυρας–Τελ Αβίβ χαρακτηρίζεται από συνεχείς διακυμάνσεις, με περιόδους σχετικής αποκλιμάκωσης αλλά και κορυφώσεις έντασης που συνδέονται με τις εξελίξεις στη Γάζα, το συριακό πεδίο, τον ενεργειακό ανταγωνισμό στην Ανατολική Μεσόγειο και τις σχέσεις με τις μεγάλες δυνάμεις της Δύσης.
Σήμερα, ειδικοί εκτιμούν ότι η νέα ρήξη δεν αφορά μόνο την ανθρωπιστική διάσταση της σύγκρουσης στη Γάζα, αλλά αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου γεωπολιτικού παζλ, όπου η Τουρκία και το Ισραήλ διεκδικούν ηγεμονικό ρόλο σε μια περιοχή που μεταβάλλεται ραγδαία.
Το ερώτημα είναι αν η αντιπαλότητα θα παραμείνει στο επίπεδο της έμμεσης σύγκρουσης ή αν θα εξελιχθεί σε ανοιχτή στρατιωτική αναμέτρηση – ένα ενδεχόμενο που πλέον κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει.
Η στρατιωτική διάσταση
Παρά τη μεγάλη σημασία της στρατιωτικής ισχύος, αναλυτές υπογραμμίζουν ότι η κύρια αξία της για τις δύο πλευρές βρίσκεται στην αποτροπή. Και οι δύο γνωρίζουν πως μια άμεση πολεμική σύγκρουση θα είχε ανυπολόγιστο κόστος σε στρατιωτικό, οικονομικό και διπλωματικό επίπεδο. Ωστόσο, η κατοχή προηγμένων οπλικών συστημάτων και η διαρκής αναβάθμιση των εξοπλισμών επιτρέπουν μια πειστική επίδειξη ισχύος.
Η Άγκυρα προβάλλει σήμερα ένα πολυδιάστατο οπλοστάσιο. Έχει ενισχύσει την αντιαεροπορική άμυνα και την έγκαιρη προειδοποίηση, αναβαθμίσει τις ικανότητες στρατιωτικής πληροφόρησης με δράση σε εξωτερικά μέτωπα και στηρίζεται σε μια ιδιαίτερα δυναμική βιομηχανία μη επανδρωμένων αεροσκαφών (UAV), των οποίων η επιχειρησιακή αξία έχει δοκιμαστεί σε Λιβύη, Συρία, Ουκρανία και Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Παράλληλα, καλλιεργεί πυραυλική και ναυτική ισχύ, ενώ διαθέτει το πλεονέκτημα γεωγραφικού και δημογραφικού βάθους – μια κοινωνία περίπου 85 εκατ. που μπορεί να στηρίξει παρατεταμένη σύγκρουση.
Το Ισραήλ, από την άλλη, παραμένει υπερδύναμη σε κυβερνοασφάλεια και αεροπορική υπεροχή. Διαθέτει πολυεπίπεδη αεράμυνα (Iron Dome, David’s Sling, Arrow), ικανότητα στρατηγικών πληγμάτων με μεγάλου βεληνεκούς πυραύλους και ειδικές δυνάμεις με αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα πίσω από εχθρικές γραμμές. Η πολιτική ηγεσία στο Τελ Αβίβ έχει δείξει ότι λαμβάνει ταχύτατες αποφάσεις όταν κρίνει αναγκαία τη χρήση στρατιωτικής ισχύος.
Στο πλαίσιο αυτό, η πρόσφατη επιλογή της Τουρκίας να παραλάβει το τοπικής παραγωγής σύστημα «Ατσάλινος Θόλος» ενίσχυσε το πλέγμα αεράμυνας, ενώ οι διαπραγματεύσεις για ευρωπαϊκά μαχητικά Eurofighter εκπέμπουν μήνυμα ότι η Άγκυρα δεν προτίθεται να βρεθεί σε μειονεκτική θέση σε μια αιφνίδια κλιμάκωση.
Γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί
Πέρα από τη σκληρή ισχύ, το γεωπολιτικό παιχνίδι καθορίζει τη μορφή της αντιπαλότητας. Η Τουρκία έχει εδραιωθεί ως περιφερειακή δύναμη με στρατιωτικό αποτύπωμα σε Συρία, Ιράκ, Κατάρ, Σομαλία και Λιβύη, ενώ ενισχύει δεσμούς με Αζερμπαϊτζάν και Πακιστάν. Ταυτόχρονα, αξιοποιεί εργαλεία ήπιας ισχύος – πολιτιστικούς, θρησκευτικούς και οικονομικούς δεσμούς – για να παγιώσει επιρροή.
Το Ισραήλ επενδύει στη δημιουργία πολυμερών συμμαχιών που θωρακίζουν τα στρατηγικά του συμφέροντα. Η τριμερής Αίγυπτος–Ελλάδα–Κύπρος στον τομέα της ενέργειας ήταν για χρόνια σημαντικό χαρτί πίεσης προς την Τουρκία. Ωστόσο, η σταδιακή εξομάλυνση της Άγκυρας με το Κάιρο και τον Αραβικό Κόλπο περιορίζει την αποτελεσματικότητα αυτής της πίεσης. Παράλληλα, το Ισραήλ διευρύνει το στρατιωτικό αποτύπωμα στη Μέση Ανατολή – από τη Συρία και τον Λίβανο έως την Υεμένη και το Ιράν – κίνηση που τροφοδοτεί στην Άγκυρα ανησυχίες για περικύκλωση.
Οικονομικά χαρτιά και περιορισμοί
Η διακοπή εμπορικών σχέσεων προκαλεί αμοιβαίο κόστος. Η Τουρκία υφίσταται απώλειες από εξαγωγές αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων και πλήγμα στον τουριστικό τομέα, καθώς περιορίζεται η ροή Ισραηλινών επισκεπτών. Το Ισραήλ χάνει έναν σημαντικό εμπορικό εταίρο, αναζητώντας όμως εναλλακτικές οδούς μέσω τρίτων χωρών. Το συμπέρασμα πολλών ειδικών είναι σαφές: ο οικονομικός πόνος δεν επαρκεί, από μόνος του, για να επιβάλει αναδίπλωση σε καμία πλευρά.
Ο ρόλος των μειονοτήτων
Ένα από τα πιο περίπλοκα πεδία αντιπαράθεσης είναι οι μειονοτικές ομάδες. Η σχέση του Ισραήλ με τους Κούρδους σε Συρία και Ιράκ παραμένει αμφίσημη. Η υποστήριξη τμημάτων των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF) δημιουργεί καχυποψία στην Άγκυρα, που αντιμετωπίζει το PKK ως υπαρξιακή απειλή. Συγχρόνως, η (περιορισμένη) ισραηλινή στήριξη προς τους Δρούζους στη νότια Συρία εγείρει φόβους στην Τουρκία για την ασφάλεια των συνόρων και τη σταθερότητα του συριακού πεδίου. Η απάντηση της Άγκυρας εστιάζει στην ενίσχυση εσωτερικής συνοχής, στην αντιμετώπιση χρόνιων ζητημάτων ασφαλείας και στον περιορισμό της εργαλειοποίησης μειονοτικών «χαρτιών».
Η διάσταση της Δύσης
Η στάση της Δύσης είναι καθοριστική. Η Ευρώπη εμφανίζεται διχασμένη: ορισμένες πρωτεύουσες κλίνουν προς το Ισραήλ, άλλες επιδιώκουν ρόλο μεσολαβητή. Η Τουρκία, ως δεύτερη στρατιωτική δύναμη στο ΝΑΤΟ, δεν μπορεί να αγνοηθεί· οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δύσκολα θα ρισκάρουν να τη «χάσουν» προς άλλες σφαίρες επιρροής.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν περίπλοκη σχέση με την Άγκυρα: αναγνωρίζουν την γεωστρατηγική της αξία στην αντιπαράθεση με τη Ρωσία, αλλά παραμένουν ανοικτά υποστηρικτικές προς το Ισραήλ. Η Ουάσιγκτον, επιδιώκοντας να αποφύγει ευθεία ρήξη μεταξύ δύο κρίσιμων εταίρων, κινείται σε μια λεπτή ισορροπία διαμεσολάβησης και ελέγχου κλιμάκωσης.
Ιστορικό υπόβαθρο και προοπτικές
Η τρέχουσα ένταση δεν είναι καινούρια. Από το επεισόδιο του «Μαβί Μαρμαρά» (2010) – όταν Ισραηλινοί κομάντο σκότωσαν Τούρκους ακτιβιστές σε αποστολή προς τη Γάζα – οι σχέσεις εισήλθαν σε βαθειά κρίση. Ακολούθησαν κύκλοι επαναπροσέγγισης, αλλά κάθε νέα κλιμάκωση στη Γάζα ή στη Συρία αναζωπύρωνε την αντιπαράθεση. Το πρόσφατο πλήρες πάγωμα εμπορικών σχέσεων που ανακοίνωσε η Άγκυρα ίσως συνιστά το χαμηλότερο σημείο των διμερών σχέσεων εδώ και δεκαετίες.
Οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν ότι η πιθανότητα άμεσης στρατιωτικής σύγκρουσης παραμένει χαμηλή, αλλά όχι ανύπαρκτη. Η πραγματική μάχη θα δοθεί στο πεδίο της διπλωματίας, της ενέργειας και της κοινωνικής επιρροής. Σε μια Μέση Ανατολή που αναδιαμορφώνεται, η θέση Τουρκίας και Ισραήλ στην περιφερειακή αρχιτεκτονική θα κριθεί από την ικανότητά τους να κινηθούν ευέλικτα και υπολογισμένα μέσα σε συνθήκες αβεβαιότητας.
Εν κατακλείδι η ρήξη Τουρκίας–Ισραήλ δεν είναι στιγμιαίο επεισόδιο, αλλά κομμάτι μιας μακρόχρονης στρατηγικής αντιπαράθεσης. Οι δύο χώρες διαθέτουν τα μέσα να ασκήσουν στρατιωτική, πολιτική, οικονομική και κοινωνική πίεση η μία στην άλλη, αλλά προς το παρόν επιλέγουν να κρατούν τη σύγκρουση σε έμμεσο επίπεδο. Το αν η ισορροπία αυτή θα αντέξει ή θα οδηγήσει σε ανοιχτή αναμέτρηση θα εξαρτηθεί όχι μόνο από τις αποφάσεις Άγκυρας και Τελ Αβίβ, αλλά και από τη δυναμική των περιφερειακών και διεθνών εξελίξεων.