Παναγιωτόπουλος: “Δεν θα μπορούσαμε ν’ ανεχτούμε την εισβολή του Πούτιν”
«Βρισκόμαστε σε μια ασταθή και αβέβαιη συγκυρία, με πόλεμο σε εξέλιξη σε ευρωπαϊκό έδαφος. Είναι καθοριστικής σημασίας η νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας που θέλουμε να χτίσουμε στην Ευρώπη. Αυτό τόνισε ο πρώην υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος μιλώντας σήμερα από τη Θεσσαλονίκη στην ενότητα «A new defence and security architecture for Europe». Τόνισε πως η Κίνα βούλεται ν΄ αμφισβητήσει την παντοδυναμία των ΗΠΑ και πως η Ελλάδα δεν θα μπορούσε ν΄ ανεχτεί την εισβολή Πούτιν στην Ουκρανία.
Ο βουλευτής Καβάλας της ΝΔ και πρώην υπουργός κ. Παναγιωτόπουλος υπογράμμισε ότι υπάρχει «κοινή αντίληψη» ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ελλάδα και τη Γαλλία για τις διεθνείς σχέσεις ενώ πρόσθεσε ότι στην παρούσα συγκυρία η Κίνα «θέλει να αμφισβητήσει την παντοδυναμία των ΗΠΑ».
Στάθηκε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι η Ευρώπη «πρέπει να ανατρέψει την αντίληψη ότι αποτελεί πλέον ένα αδύναμο παίκτη» σε διεθνές επίπεδο. Και αυτό, όπως είπε, «ωθεί την Ευρώπη να θεσπίσει ένα νέο πλαίσιο» στον τομέα της Ασφάλειας και της Άμυνας και «να σταθεί στα πόδια της».
Εξήγησε ότι πλέον, η Ευρώπη δεν «βρίσκεται κάτω από την ομπρέλα των ΗΠΑ» και όπως συνέχισε, «αυτό το μήνυμα έχει ήδη περάσει» και «εφαρμόζονται μέτρα» σε ευρωπαϊκό επίπεδο ενώ «αναζητούνται επιπλέον νέα εργαλεία» για να επιτευχθεί ο στόχος της αμυντικής αυτονομίας της Ευρώπης.
Αναφέρθηκε στους πόρους 800 δισεκατομμυρίων ευρώ που η Ευρώπη θα επενδύσει στην Άμυνα αλλά και στους επιμέρους τομείς που περιλαμβάνει ο σχεδιασμός ενώ ανέλυσε ότι για τη «στρατηγική αυτονομία χρειάζονται περισσότερη βήματα» αλλά και «πολιτική βούληση».
«Πρέπει», επισήμανε, «να σκεφτόμαστε με πιο ανατρεπτικό τρόπο για να βρούμε λύσεις».
Ξεκαθάρισε ότι δεν τίθεται θέμα όσον αφορά «στη στήριξη της Ευρώπης στην Ουκρανία» καθώς «δεν υπήρχε άλλος τρόπος» αφού «δεν θα μπορούσαμε να ανεχθούμε την εισβολή του Πούτιν».
«Πρέπει, όμως», συμπλήρωσε, «να αποδεχθούμε την πραγματικότητα και φυσικά το πρώτο που απαιτείται είναι η κατάπαυση του πυρός και στη συνέχεια η συμφωνία για τις εγγυήσεις ασφαλείας» ώστε να βρεθεί λύση στο ζήτημα των περιοχών που έχουν πληγεί.