Το γαλλικό “αντιπαράδειγμα” και οι 3,5 εκατ. χαμένοι ψηφοφόροι…

 Το γαλλικό “αντιπαράδειγμα” και οι 3,5 εκατ. χαμένοι ψηφοφόροι…

Τις επόμενες ημέρες όλα δείχνουν ότι η Γαλλία θα υποστεί τους κλυδωνισμούς μίας ακόμα πτώσης κυβέρνησης με τον Φρανσουά Μπαϊρού να ακολουθεί την τύχη του Μισέλ Μπαρνιέ, την οικονομία της να βυθίζεται περισσότερο στην κρίση του υπέρογκου ελλείμματος και του αυξανόμενου δημοσίου χρέους, σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που ακούστηκαν ακόμα και σενάρια υπαγωγής της σε πρόγραμμα διάσωσης υπό τον έλεγχο του ΔΝΤ.

Το τελευταίο είναι σχεδόν απίθανο να συμβεί, η Γαλλία είναι πολύ μεγάλη για να έχει τη μοίρα της Ελλάδας, όπου δοκιμάστηκαν και απέτυχαν τα λάθος “εργαλεία” με λάθος τρόπους. Ωστόσο, το “φάντασμα” της ελληνικής κρίσης είναι που επικαλέστηκε ο πρωθυπουργός Μπαϊρού για να πιέσει την αντιπολίτευση να αποδεχθεί το θηριώδες σχέδιο λιτότητας των 48 δισ. ευρώ.

Στον αντίποδα, την καλπάζουσα γαλλική κρίση είναι που επικαλείται καθ΄ημάς η κυβέρνηση για να επισημάνει την ανάγκη πολιτικής σταθερότητας, άρα και ισχυρής κυβέρνησης που, κατά τα λεγόμενα, πρέπει να προκύψει στις εθνικές εκλογές του 2027. Το γεγονός, όμως, ότι ο Εμανουέλ Μακρόν θα μπορούσε να διαχειριστεί την γαλλική οικονομική κρίση με πολιτικό άνοιγμα προς τους Σοσιαλιστές, ή ακόμα και να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες προεδρικές εκλογές, δεν αναφέρεται επαρκώς.

Προκύπτει, από την άλλη, το ερώτημα: η Γαλλία είναι η επιβεβαίωση της ανάγκης για μονοκομματικές κυβερνήσεις, ή, μήπως, αποτελεί το παράδειγμα για το ακριβώς αντίθετο;

Προς επίρρωση για το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος δεν είναι λίγοι εκείνοι που υπενθυμίζουν πως η οικονομική κρίση στη Γαλλία δεν προήλθε από κάποιο συνεργατικό μοντέλο διακυβέρνησης, αλλά από την μακρά πολιτική ηγεμονία Μακρόν.

Παρότι η Ν.Δ, ως σταθερά πρώτο κόμμα στις δημοσκοπήσεις, θα επιδιώξει μέχρι τέλους να εκμαιεύσει μία έστω και οριακή αυτοδυναμία (πιθανότατα σε μία δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, ίσως και με τη συνδρομή αλλαγής του εκλογικού νόμου, όπως αρκετοί εισηγούνται στον πρωθυπουργό), είναι πιθανό να απαιτηθούν συνέργειες και συνεργασίες. Μέχρι σήμερα, η μεν κυβέρνηση μοιάζει να διακατέχεται από την επιμονή Μακρόν σε μονοκομματικό μοντέλο διακυβέρνησης, η δε αντιπολίτευση εμφορείται από αντίστοιχη συγκρουσιακή διάθεση. Κι αυτό αφορά ολόκληρο το φάσμα, από τα φορολογικά, τη στεγαστική κρίση, και την αντιμετώπιση της ακρίβειας, μέχρι την εξωτερική πολιτική.

Στη ΔΕΘ, το χάσμα αυτό θα βαθύνει. Ο μεν πρωθυπουργός θα ποντάρει στο “τελευταίο χαρτί” των παροχών με φοροελαφρύνσεις και εστιασμένες (μεσαία τάξη) πολιτικές ενίσχυσης, ο δε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα παρουσιάσει τη “μαύρη βίβλο” της κυβερνητικής διαχείρισης και θα αντιπροτείνει ένα εντελώς διαφορετικό οικονομικό πρόγραμμα. Ανάλογα θα κινηθούν και οι αρχηγοί των μικρότερων κομμάτων.

Τελικά, την κατεύθυνση συνεχίζουν να δίνουν οι πολίτες μέσω των δημοσκοπήσεων, πιθανότατα θα στείλουν το μήνυμά τους στις εκλογές. Τότε, όμως, μπορεί να είναι αργά.

Ο αντισυστημισμός θα έχει διογκωθεί σε τέτοιο βαθμό που θα διαμορφώνει ακόμα και εκτρωματικούς συσχετισμούς δυνάμεων, το χειρότερο, όμως, είναι να σπάσει εντελώς ο κρίκος της πραγματικής αντιπροσώπευσης της κοινωνίας.

Για να μην ξεχνάμε: Το 2004 ψήφισαν στις εκλογές 7,5 εκατομμύρια πολίτες. Στις εκλογές του 2023, συμμετείχαν 5,2 εκατομμύρια. Και στις ευρωεκλογές του 2024 όσοι έφτασαν στις κάλπες ήταν περίπου 4 εκατομμύρια. Το πολιτικό μας σύστημα -άρα η Δημοκρατία- έχασε 3,5 εκατομμύρια ψηφοφόρους μέσα σε 20 χρόνια.