Σάλος με Τραμπ: “Πολλοί Αμερικανοί θα ήθελαν να έχουν έναν δικτάτορα”-Αυξάνεται η παρουσία οπλισμένων εθνοφρουρών
Η δήλωση που προκαλεί αίσθηση και προφανώς τα δημοκρατικά αντανακλαστικά έγινε στον Λευκό Οίκο. Και μάλιστα σε μια στιγμή κατά την οποία έχουν αναπτυχθεί οπλισμένοι στρατιώτες της εθνοφρουράς στην Ουάσιγκτον ενώ υπάρχουν σχέδια για ανάπτυξη σε Σικάγο, Βαλτιμόρη, Νέα Υόρκη και Όκλαντ. Όλα αυτά με πρόφαση την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας που προκάλεσαν την αντίδραση των Δημοκρατικών. Ο Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσε σάλο με τις δηλώσεις του, υποστηρίζοντας σε συνέντευξη Τύπου στον Λευκό Οίκο ότι «πολλοί Αμερικανοί θα ήθελαν να έχουν έναν δικτάτορα». Ο ίδιος, ωστόσο, έσπευσε να διευκρινίσει πως «δεν είναι δικτάτορας», αλλά «ένας άνθρωπος με πολλή κοινή λογική και ευφυΐα».
Η τοποθέτηση αυτή έγινε στο πλαίσιο μιας μαραθώνιας συνέντευξης 80 λεπτών, όπου ο πρόεδρος των ΗΠΑ αναφέρθηκε σε ζητήματα δημόσιας ασφάλειας, στην ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων στους δρόμους, αλλά και σε σειρά θεμάτων που ξάφνιασαν με την αμεσότητα και τον τόνο τους.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, ο Τραμπ υπέγραψε διάταγμα που προβλέπει ποινή φυλάκισης ενός έτους για οποιονδήποτε καίει την αμερικανική σημαία, χωρίς δυνατότητα πρόωρης αποφυλάκισης. Το μέτρο αυτό έρχεται σε αντίθεση με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του 1989, η οποία είχε κρίνει πως τέτοιες ενέργειες αποτελούν μορφή ελευθερίας της έκφρασης.
«Αν καις σημαία, θα πηγαίνεις έναν χρόνο φυλακή, χωρίς καμία εξαίρεση», τόνισε, υιοθετώντας μια θέση που θεωρείται ξεκάθαρα αντισυνταγματική από μεγάλο μέρος της νομικής κοινότητας.
Ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος στράφηκε εναντίον πολιτικών του αντιπάλων, χαρακτηρίζοντας «βρομιάρη» τον Δημοκρατικό κυβερνήτη του Ιλινόι, Τζέι Μπι Πρίτσκερ, και ειρωνευόμενος την εμφάνισή του. Από την πλευρά του, ο Πρίτσκερ απάντησε κατηγορώντας τον Τραμπ ότι λειτουργεί σαν «μαθητευόμενος δικτάτορας» και επιδιώκει να χρησιμοποιήσει τον στρατό για πολιτικά οφέλη.
Παράλληλα, ο Τραμπ άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να μετονομάσει το υπουργείο Άμυνας σε “υπουργείο Πολέμου”, όπως ονομαζόταν μέχρι το 1949, δηλώνοντας ότι δεν χρειάζεται ψηφοφορία στο Κογκρέσο για να προχωρήσει. «Άμυνα σημαίνει αμυντικό. Εμείς θέλουμε να είμαστε επιθετικοί», είπε χαρακτηριστικά.
Η συνέντευξη-ποταμός είχε και πιο ασυνήθιστες στιγμές, καθώς ο Τραμπ παρουσίασε το κύπελλο του Μουντιάλ ποδοσφαίρου, που θα φιλοξενηθεί το επόμενο καλοκαίρι στις ΗΠΑ, το οποίο περιέγραψε ως «τρόπαιο από μασίφ χρυσό».
Σε μια ακόμη παρέκβαση, αναφέρθηκε στον ασιατικό κυπρίνο, ψάρι που έχει εισβάλει στις Μεγάλες Λίμνες, χαρακτηρίζοντάς τον «πολύ βίαιο» και «πρόβλημα ακριβό για να λυθεί». Δεν παρέλειψε να σημειώσει πως «δεν θα κάνει τίποτα» για το ζήτημα αν δεν λάβει επίσημο αίτημα από τον κυβερνήτη του Ιλινόι.
Ο Τραμπ, που δεν δίστασε να μιλήσει με σκληρή γλώσσα για τους κυβερνήτες της Καλιφόρνια και του Μέριλαντ, επανέλαβε ότι εξετάζει την ανάπτυξη στρατού στο Σικάγο, όπως συνέβη ήδη στην Ουάσιγκτον. Η στάση του συνεχίζει να προκαλεί έντονες αντιδράσεις εντός και εκτός ΗΠΑ, με πολλούς να βλέπουν πίσω από τις κινήσεις του μια επικίνδυνη διολίσθηση προς τον αυταρχισμό.
CNN: Τι κρύβεται πίσω από την “ακραία” ρητορική Τραμπ
Σε άρθρο του το CNN αναφέρει ότι ο Τραμπ με πρόφαση την εγκληματικότητα επιχειρεί να επεκτείνει τις εκτελεστικές του εξουσίες πέρα από κάθε προηγούμενο, στοχεύοντας κυρίως μεγάλες πόλεις που διοικούνται από Δημοκρατικούς.
Το διεθνές δίκτυο μιλά για σχεδιασμένη ρητορική που δημιουργεί μια αίσθηση έκτακτης ανάγκης που δικαιολογεί την ενίσχυση των προεδρικών εξουσιών. Ωστόσο το δημοσίευμα επισημαίνει ότι η αριθμοί διαψεύδουν αυτήν την αίσθηση του κατεπείγοντος που επιχειρεί να δημιουργεί ο Αμερικανός πρόεδρος.
Στην Ουάσιγκτον, για παράδειγμα, η εγκληματικότητα μειώθηκε το 2024 και το 2025. Στο Σικάγο, οι ανθρωποκτονίες έχουν μειωθεί κατά 31% και οι πυροβολισμοί κατά 36% από την αρχή της χρονιάς. Παρ΄όλα αυτά, η ανησυχία των πολιτών παραμένει γύρω από το πώς αντιμετωπίζεται η εγκληματικότητα, κάτι που ο Τραμπ εκμεταλλεύεται πολιτικά.
Η αποστολή ομοσπονδιακών στρατευμάτων χωρίς τη συναίνεση των τοπικών αρχών αποτελεί μια πολύ οριακή, θεσμικά, ενέργεια που κατά πολλούς παραβιάζει την κυριαρχία των πολιτειών.
Οι Δημοκρατικοί κυβερνήτες και δήμαρχοι επισημαίνουν ότι οι τοπικές αστυνομικές δυνάμεις, σε συνεργασία με ομοσπονδιακές υπηρεσίες όπως το FBI ή η DEA, είναι οι πλέον κατάλληλες για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας. Η Εθνοφρουρά, αντίθετα, δεν έχει εκπαιδευτεί για καθαρά αστυνομικά καθήκοντα και η χρησιμοποίησή της εντός πόλεων δημιουργεί κλίμα στρατιωτικοποίησης.
Ο κυβερνήτης του Ιλινόις, Τζ. Μπ. Πρίτζκερ, ξεκαθάρισε πως δεν υπάρχει καμία «έκτακτη ανάγκη» που να δικαιολογεί ομοσπονδοποίηση της Εθνοφρουράς. Ο Γενικός Εισαγγελέας της πολιτείας, Κουάμε Ραούλ, κατηγόρησε τον Τραμπ ότι «λειτουργεί ως δικτάτορας», προειδοποιώντας για τον κίνδυνο να στραφεί ο στρατός εναντίον Αμερικανών πολιτών εντός αμερικανικού εδάφους.
Η Ουάσιγκτον, ως ομοσπονδιακή περιφέρεια, επιτρέπει στον πρόεδρο μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στην ανάπτυξη στρατευμάτων. Η ίδια ευχέρεια δεν ισχύει για τις πολιτείες, όπου οι κυβερνήτες ελέγχουν την Εθνοφρουρά. Για να παρακάμψει το πλαίσιο αυτό, ο Τραμπ εξετάζει το ενδεχόμενο να κηρύξει εθνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Μια τέτοια κίνηση θα ξεκλείδωνε επιπλέον εκτελεστικές αρμοδιότητες, αλλά θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε συνταγματικές μάχες.
Η πιθανότητα το Ανώτατο Δικαστήριο να κληθεί να αποφανθεί για το εύρος των προεδρικών εξουσιών είναι πλέον ορατή.
Αναλυτές και πρώην αξιωματούχοι, όπως ο πρώην δήμαρχος του Σικάγο Ραμ Εμάνουελ, επισημαίνουν ότι η εμμονή του Τραμπ με την «καταστολή του εγκλήματος» συνδέεται περισσότερο με την ατζέντα των απελάσεων. Οι πόλεις που έχει στοχοποιήσει –Σικάγο, Νέα Υόρκη, Βαλτιμόρη, Όκλαντ- είναι γνωστές για τις πολιτικές τους προστασίας μεταναστών χωρίς χαρτιά και για τη μη συνεργασία τους με την ICE.
Εδώ, η εμπειρία της Ουάσιγκτον είναι αποκαλυπτική καθώς η ανάπτυξη στρατευμάτων και ομοσπονδιακών πρακτόρων οδήγησε σε μέτρια μείωση των δεικτών εγκληματικότητας, αλλά σε δεκαπλασιασμό των συλλήψεων μεταναστών. Αυτό ενισχύει την πεποίθηση ότι ο πραγματικός στόχος δεν είναι η ασφάλεια των πολιτών, αλλά η επιτάχυνση της πολιτικής των απελάσεων.
- Η στρατηγική του Τραμπ εγκλωβίζει τους Δημοκρατικούς σε ένα πολιτικά επικίνδυνο δίλημμα. Αν αντιταχθούν σθεναρά στις ομοσπονδιακές παρεμβάσεις, κινδυνεύουν να κατηγορηθούν ότι αγνοούν την ανησυχία των πολιτών για την εγκληματικότητα. Αν συμβιβαστούν, νομιμοποιούν τις αυταρχικές μεθόδους του προέδρου.
Ο ηγέτης της μειοψηφίας στη Βουλή, ο δημοκρατικός Χακίμ Τζέφρις, τόνισε ότι οι Δημοκρατικοί θέλουν ασφαλέστερες γειτονιές, αλλά μέσα από πολιτικές που αντιμετωπίζουν τις ρίζες του προβλήματος όπως τον ανεξέλεγκτο αριθμό όπλων, την κρίση ψυχικής υγείας, την ανάγκη ενίσχυσης της κοινωφελούς αστυνόμευσης. Αντίθετα, ο Τραμπ, με τις περικοπές σε κοινωνικά προγράμματα, επιτείνει τις αιτίες που τροφοδοτούν την εγκληματικότητα, υποστήριξε.
Πέρα από τη συνταγματική διάσταση, υπάρχει και το πρακτικό ζήτημα του κόστους. Η παρατεταμένη ανάπτυξη στρατευμάτων και ομοσπονδιακών πρακτόρων και μάλιστα με αόριστα χρονικά όρια απαιτεί τεράστιους πόρους.
Επιπλέον, η στρατιωτικοποίηση της δημόσιας ασφάλειας υπονομεύει την εμπιστοσύνη ανάμεσα στους πολίτες και την αστυνομία. Τα προγράμματα κοινοτικής αστυνόμευσης, που στοχεύουν στην πρόληψη της βίας μέσω συνεργασίας με τις τοπικές κοινωνίες, κινδυνεύουν να καταρρεύσουν υπό την παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων στους δρόμους, επισημαίνεται χαρακτηριστικά.
Για τον Τραμπ, η καταστολή δεν είναι μόνο μέσο άσκησης πολιτικής αλλά και μια σημαντική ενίσχυση της εικόνας που θέλει να χτίσει. Αυτή του αποφασιστικού ηγέτη. Μια επιχείρηση «καθαρισμού» στο Σικάγο ή τη Βαλτιμόρη θα του προσέφερε εικόνες στρατιωτών στους δρόμους και συλλήψεων που θα μπορούσε να προβάλει ως τρανή απόδειξη ισχύος.
Αλλά κινδυνεύει ταυτόχρονα να χαρακτηριστεί, αντιδημοκρατικός, συγκεντρωτικός και όπως συχνά ακούγεται από τους επικριτές του, ένας αυταρχικός ηγέτης που απομακρύνει τις ΗΠΑ από τις δημοκρατικές και φιλελεύθερες παραδόσεις τους.