Η δύσκολη εξίσωση ενόψει ΔΕΘ- Πληθώρα αιτημάτων με συγκεκριμένα δημοσιονομικά περιθώρια
Σημαντικές προκλήσεις επιφυλάσσει για την κυβέρνηση η επιστροφή, από την ερχόμενη εβδομάδα, σε ρυθμούς πολιτικής… κανονικότητας, μετά τη σύντομη ανάπαυλα των διακοπών του Αυγούστου. Βασική προτεραιότητα για το Μέγαρο Μαξίμου, που θα αρχίσει πλέον να κορυφώνεται από αύριο, Δευτέρα, αποτελεί η προετοιμασία για την τελική διαμόρφωση του πακέτου παροχών, ύψους 1,5 έως 2 δις ευρώ, που αναμένεται να εξαγγελθεί από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στα εγκαίνια της ΔΕΘ, στις 6 Σεπτεμβρίου.
Την προσεχή Πέμπτη, ο κ. Μητσοτάκης αναμένεται να βρεθεί στην Θεσσαλονίκη όπου θα έχει και τις καθιερωμένες επαφές με τους παραγωγικούς φορείς της Βόρειας Ελλάδας πριν την οριστικοποίηση της ομιλίας του στο Βελλίδειο.
Το μέτρα θα αφορούν πρωτίστως την μεσαία τάξη με αιχμή την μείωση φόρων, τους συνταξιούχους, πιθανότατα και με κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, το δημογραφικό με ενίσχυση της οικογένειας, το στεγαστικό με στόχο την αύξηση στην προσφορά κατοικιών.
Το πλαίσιο για τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής όπως έχει προσδιοριστεί από τον κ. Μητσοτάκη, είναι πως η πολιτική της κυβέρνησης “βάζει τάξη στα δημόσια οικονομικά, εξασφαλίζει υψηλότερη ανάπτυξη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, μειώνει την ανεργία, δημιουργεί πλεονάσματα μόνιμα και από αυτά τα πλεονάσματα επιστρέφει ένα μερίδιο πίσω στην κοινωνία».
Σύμφωνα με το κυβερνητικό αφήγημα, όπως θα αναδειχθεί από τον πρωθυπουργό και στην ΔΕΘ, τα χρήματα αυτά δεν προέρχονται από αύξηση φορολογικών συντελεστών, καθώς ούτε ένας δεν έχει αυξηθεί και αντιθέτως έχουν καταργηθεί ή και μειωθεί 72 άμεσοι και έμμεσοι φόροι, αλλά προέρχονται από την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ανάπτυξη της οικονομίας.
Είναι σαφές πάντως ότι μεγαλύτερη πρόκληση για την κυβερνητική πολιτική– και βασική πηγή δυσαρέσκειας των πολιτών- θα παραμείνει και μετά την ΔΕΘ η επίμονη ακρίβεια, την οποία όλα δείχνουν πως το Μέγαρο Μαξίμου θα επιμείνει να προσπαθεί να διαχειριστεί με πολιτικές ενίσχυσης των εισοδημάτων, αλλά όχι και με μειώσεις ΦΠΑ σε βασικά αγαθά, όπως ζητά η αντιπολίτευση.
Αυξανόμενη πολιτική και κοινωνική πίεση δέχεται όμως το Μέγαρο Μαξίμου και για το ζήτημα της, διεκδικούμενης και δικαστικά, επαναφοράς 13ου-14ου μισθού στο δημόσιο και 13ης-14ης σύνταξης, κάτι που η ίδια η κυβέρνηση υποστηρίζει πως δεν είναι δημοσιονομικά εφικτό, καθώς θα απαιτούσε στο σύνολό της περίπου 8 δις ευρώ. Οι προτάσεις που διατυπώνονται ενόψει ΔΕΘ αφορούν πάντως σταδιακή επαναφορά, με πρώτο βήμα τον 13ο μισθό και την 13η σύνταξη.
Από πλευράς φορέων της αγοράς τίθεται εξάλλου αίτημα για νέα ρύθμιση πολλών δόσεων για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές. Ενδεικτικό είναι ότι στις προτάσεις που έχουν ήδη καταθέσει ενόψει ΔΕΘ , το Εμπορικό και Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Πειραιά ζητά ρύθμιση 72-120 δόσεων, ενώ ο Εμπορικός Σύλλογος Αθήνας “ενιαία, οριζόντια ρύθμιση 150 δόσεων με σταθερούς όρους και χωρίς εισοδηματικά ή περιουσιακά για όλες τις οφειλές προς το Δημόσιο και τον ΕΦΚΑ”.
Από πρόσφατες δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου έχει διαφανεί εξάλλου ότι πέραν του βασικού πακέτου που θα ανακοινωθεί στην ΔΕΘ, η κυβέρνηση δεν αποκλείει και κάποια ακόμη παρέμβασή ως το τέλος του χρόνου, εάν το επιτρέψει η πορεία εκτέλεσης τον προϋπολογισμού.
Σε πολιτικό επίπεδο, το μεγάλο στοίχημα για την κυβέρνηση είναι κατά πόσο οι εξαγγελίες, αλλά και το συνολικό αφήγημα που θα παρουσιαστεί από τον Κυριάκο Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, θα δημιουργήσουν προϋποθέσεις για αλλαγή του κλίματος που επικρατεί στην κοινωνία και για δημοσκοπική ανάκαμψη της ΝΔ, τα ποσοστά της οποίας καταγράφονται σήμερα πολύ μακριά από την αυτοδυναμία.
Όσο και αν το κυβερνών κόμμα εξακολουθεί να προηγείται καθαρά στην πρόθεση ψήφου, στηριζόμενο όμως όχι πρωτίστως πλέον στην δική του δυναμική, αλλά στην αδυναμία της αντιπολίτευσης, η πραγματικότητα είναι ότι εισέρχεται στη νέα πολιτική περίοδο με το δημοσκοπικό αποτύπωμα της ΝΔ να έχει επιστρέψει στα χαμηλά του 28% των ευρωεκλογών, ως απόρροια και του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Το τελευταίο θα επανέλθει στο προσκήνιο με την Εξεταστική, ενώ η κυβέρνηση είναι σαφές ότι επενδύει πολλά στην διαδικασία των ελέγχων για επιστροφή επιδοτήσεων, η οποία θα κριθεί εκ του αποτελέσματος.