Ανάλυση: Τέλος εποχής των τελεσιγράφων-Η υπό πίεση επίσκεψη του Στιβ Γουίτκοφ στη Μόσχα
Σε μια περίοδο που η ρωσο-ουκρανική σύρραξη παρουσιάζει δυναμική μετατόπιση υπέρ της Μόσχας, η αποστολή του Αμερικανού ειδικού απεσταλμένου Στιβ Γουίτκοφ στη Μόσχα εντάσσεται σε μια ιδιαίτερα δύσκολη διπλωματική συγκυρία. Σύμφωνα με το ουκρανικό στρατιωτικό παρατηρητήριο Deep State, ο Ιούλιος κατεγράφη ως ο μήνας με τη μεγαλύτερη ρωσική προέλαση στο ουκρανικό έδαφος από την έναρξη του πολέμου. Την ίδια στιγμή, η Κίνα και η Ινδία —οι δύο βασικοί αγοραστές ρωσικής ενέργειας— ανακοίνωσαν ρητά ότι δεν πρόκειται να συμμετάσχουν σε κανένα πλαίσιο δευτερευουσών κυρώσεων ή περιορισμών επί των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου. Το δεδομένο αυτό υπονομεύει σοβαρά τη στρατηγική πίεσης του Ντόναλντ Τραμπ, που βασιζόταν στην οικονομική απομόνωση της Ρωσίας μέσω των συμμάχων της.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η αποστολή του Γουίτκοφ δεν είναι απλώς ένας αγώνας δρόμου, αλλά μια διπλωματική δοκιμασία χωρίς εχέγγυα επιτυχίας.
Ο Τραμπ, σε δηλώσεις του, επανέλαβε πως αν μέχρι την Παρασκευή 8 Αυγούστου δεν υπάρξει συμφωνία για κατάπαυση του πυρός, θα προχωρήσει σε σκληρές κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Ανέφερε ότι ο Γουίτκοφ μεταβαίνει στη Μόσχα για να «σταματήσει η αιματοχυσία» και επεσήμανε πως η Ρωσία έχει αποδείξει στο παρελθόν ότι γνωρίζει να παρακάμπτει τις κυρώσεις. Παρόλα αυτά, δήλωσε ότι «θα δούμε τι θα γίνει αυτή τη φορά», αφήνοντας να εννοηθεί ότι η πολιτική ανοχής του έχει φτάσει στα όριά της.
Σε αυτό το κλίμα κλιμάκωσης, ο Τραμπ ανακοίνωσε επίσης την παρουσία αμερικανικών υποβρυχίων στην ευρύτερη περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, χωρίς να αποσαφηνίσει αν πρόκειται για πυρηνικά ή απλώς πυρηνικά οπλισμένα μέσα. Μάλιστα, ύστερα από φραστική αντιπαράθεση με τον Ντμίτρι Μεντβέντεφ, μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας, που απείλησε με χρήση της πυρηνικής αποτρεπτικής ισχύος, ο Τραμπ διέταξε την προώθηση δύο πυρηνικών υποβρυχίων προς την περιοχή, ανεβάζοντας την ένταση μεταξύ των δύο χωρών.
Η κριτική στον Γουίτκοφ και οι προσδοκίες της Ουκρανίας
Ο Στιβ Γουίτκοφ έχει ήδη επισκεφθεί τη Μόσχα τέσσερις φορές τους τελευταίους μήνες, με περιορισμένα αποτελέσματα. Είχε δεχθεί επικρίσεις για τη διαλλακτική στάση του απέναντι στο Κρεμλίνο και για τη χρήση μεταφραστών που παρείχε η ρωσική πλευρά, γεγονός που, κατά τους επικριτές του, έθετε υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία των διαβουλεύσεων.
Από το Κίεβο, ο πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι απηύθυνε έκκληση για την επιβολή νέου γύρου κυρώσεων. «Κάθε ημέρα καθυστέρησης σημαίνει ανθρώπινες απώλειες», δήλωσε. Επανέλαβε δε την προθυμία του να συναντήσει τον Βλαντίμιρ Πούτιν σε ανώτατο επίπεδο, έξω από τεχνικά ή διαπραγματευτικά σχήματα, επιμένοντας ότι «η Ρωσία λαμβάνει τις αποφάσεις συγκεντρωτικά και όχι μέσω διαβουλεύσεων».
Οι κυρώσεις Τραμπ και η στρατηγική των τρίτων χωρών
Η βασική καινοτομία στην πρόταση του Τραμπ αφορά την επιβολή δευτερευουσών κυρώσεων όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και σε κράτη που συνεργάζονται οικονομικά με αυτήν, ιδίως στον ενεργειακό τομέα. Το σχέδιο προβλέπει δασμούς και περιορισμούς στις εισαγωγές από χώρες που αγοράζουν ρωσικά προϊόντα, κυρίως πετρέλαιο, φυσικό αέριο και στρατηγικές πρώτες ύλες.
Ωστόσο, η αρνητική απάντηση του Πεκίνου και του Νέου Δελχί ακυρώνει στην πράξη τη δυνατότητα αποτελεσματικής εφαρμογής του σχεδίου. Η Κίνα διαμήνυσε μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών ότι δεν πρόκειται να ενταχθεί σε «μονομερή καθεστώτα κυρώσεων που δεν στηρίζονται στον ΟΗΕ», ενώ η Ινδία επικαλέστηκε την «ανάγκη ενεργειακής ασφάλειας» και τη στρατηγική ανεξαρτησία της πολιτικής της.
Ρωσική προέλαση και αποδυνάμωση του αφηγήματος Τραμπ
Την ώρα που ο Τραμπ προσπαθεί να ασκήσει πίεση μέσω προθεσμιών και ρητορικών απειλών, τα στοιχεία του Deep State καταγράφουν τη μεγαλύτερη προώθηση ρωσικών δυνάμεων στο εσωτερικό της Ουκρανίας από την έναρξη του πολέμου. Οι εξελίξεις αυτές ενισχύουν τη διαπραγματευτική θέση της Μόσχας και αποδυναμώνουν το επιχείρημα του Τραμπ ότι η Ρωσία βρίσκεται σε κατάσταση πίεσης.
Παράλληλα, αναλυτές υποστηρίζουν ότι ο Τραμπ είχε ποντάρει στη σχέση εμπιστοσύνης με τον Πούτιν και πίστευε ότι μια προσωπική προσέγγιση θα απέφερε αποτέλεσμα. Ωστόσο, οι επιθετικές κινήσεις της Μόσχας, σε συνδυασμό με την επίμονη άρνηση σε προτάσεις κατάπαυσης του πυρός, έχουν οδηγήσει σε αναπροσαρμογή της στάσης του Λευκού Οίκου, με τη ρητορική να γίνεται σαφώς πιο επιθετική και τον στρατιωτικό σχεδιασμό πιο ορατό.
Η διπλή παγίδα: Πιέσεις στο Κρεμλίνο, κόστος στην Ουάσινγκτον
Η ρωσική οικονομία, αν και πιεσμένη από τις επιπτώσεις του πολέμου, δεν δείχνει σημάδια κατάρρευσης. Το ισχυρό αποθεματικό της Ρωσίας, οι υψηλές τιμές των ενεργειακών πόρων και η συνέχιση των εξαγωγών προς μη δυτικές αγορές, έχουν προσφέρει ένα βαθμό ανθεκτικότητας.
Αντίθετα, όπως επισημαίνουν οικονομολόγοι, οι κυρώσεις του Τραμπ θα μπορούσαν να έχουν σοβαρό αντίκτυπο στις ΗΠΑ, ιδίως εάν οδηγήσουν σε αύξηση του πληθωρισμού, διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού και αστάθεια στις χρηματαγορές.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν ποντάρει ακριβώς σε αυτήν τη διπλή παγίδα: πως το κόστος μιας σκληρής πολιτικής κατά της Ρωσίας θα αποδειχθεί πολιτικά μη διαχειρίσιμο για τον Τραμπ.
Το σενάριο της προσχηματικής αποκλιμάκωσης
Η πολιτική αναλύτρια Κσένια Κιριλίοβα, του James Town Foundation, επισημαίνει ότι η Μόσχα ενδέχεται να επιδιώξει μια προσχηματική αποκλιμάκωση, προσφέροντας μια προσωρινή κατάπαυση του πυρός, μόνο και μόνο για να κερδίσει χρόνο. «Ο Πούτιν δεν βλέπει σοβαρά την προθεσμία Τραμπ. Στηρίζεται σε υπεκφυγές, κολακείες και θολά σενάρια για να αποδυναμώσει την αμερικανική πίεση», σημειώνει.
Ωστόσο, η ίδια προσθέτει ότι ο Τραμπ δεν έχει πλέον περιθώρια: «Δεν είναι μόνο πολιτικός αλλά και επιχειρηματίας. Αναμένει άμεση απόδοση. Η συνεχής απόρριψη των προτάσεών του από το Κρεμλίνο τον φέρνει σε δύσκολη θέση — εντός και εκτός ΗΠΑ».
Η επίσκεψη του Στιβ Γουίτκοφ στη Μόσχα διεξάγεται σε ασύμμετρο πεδίο: με τη Ρωσία να ενισχύει τη στρατιωτική της παρουσία, τις βασικές οικονομικές δυνάμεις να αρνούνται να στηρίξουν τις αμερικανικές κυρώσεις, και την Ουάσινγκτον να προσπαθεί να διασώσει τη διπλωματική της πρωτοβουλία υπό χρονική πίεση. Η 8η Αυγούστου ίσως λειτουργήσει τελικά όχι ως καταληκτική ημερομηνία για την ειρήνη, αλλά ως αφετηρία μιας νέας φάσης του πολέμου — με λιγότερη διπλωματία και περισσότερη γεωοικονομική σύγκρουση. Το ερώτημα παραμένει: διαθέτει ακόμη η Ουάσινγκτον εργαλεία επιρροής, ή η εποχή των τελεσιγράφων έχει πλέον παρέλθει;