Λειψυδρία: Μύθοι και εφιαλτική πραγματικότητα-Ο καθηγητής Νικήτας Μυλόπουλος “αποκαλύπτει” στο libre αιτίες και τρόπους αντιμετώπισης

 Λειψυδρία: Μύθοι και εφιαλτική πραγματικότητα-Ο καθηγητής Νικήτας Μυλόπουλος “αποκαλύπτει” στο libre αιτίες και τρόπους αντιμετώπισης

Στις αρχές της δεκαετίας του 90 η Αθήνα (κυρίως) βίωσε τον εφιάλτη της λειψυδρίας. Τα ρεπορτάζ της εποχής, σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, είχαν δημιουργήσει έναν σχετικό πανικό, η τότε κυβέρνηση (του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη) οργάνωσε καμπάνια ενημέρωσης (με το σύνθημα που έμεινε κλασικό “προσέχουμε για να έχουμε”) και εν τέλει το ζήτημα αντιμετωπίστηκε. Έκτοτε, μέχρι να φτάσουμε στα τωρινά χρόνια, κατά την οποία η κλιματική αλλαγή εισήλθε ορμητικά στην καθημερινότητα του πλανήτη, κοιμόμασταν ήσυχοι.

Με κάποιο τρόπο το πρόβλημα είχε αντιμετωπιστεί. Οι μέρες της ραστώνης όμως (ως προς αυτό το θέμα) έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.

Ο εφιάλτης της λειψυδρίας πλανάται πάνω από τις πόλεις μας και πάλι. Και όχι μόνο πάνω από τις πόλεις. Ο καθηγητής στο τμήμα πολιτικών μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και διευθυντής του εργαστηρίου υδρολογίας και ανάλυσης υδατικών συστημάτων Νικήτας Μυλόπουλος εξηγεί, πιστεύουμε απολύτως κατανοητά, το γιατί.

“Πρέπει να διευκρινίσουμε” τονίζει στο Libre o κ. Μυλόπουλος “ότι το πρόβλημα είναι απολύτως υπαρκτό. Δεν ενέχει κάποια υπερβολή ο ισχυρισμός. Η απάντηση στην ερώτηση τι είναι αυτό που προξενεί το πρόβλημα είναι μάλλον απλή. Το μοντέλο παραγωγής. Μπορούμε να πούμε πολύ απλά ότι έχουμε ξεζουμίσει τη φύση. Το νερό υπάρχει παντού ως πρώτη ύλη γι’ αυτό και τείνει να εξαντληθεί”.

Είναι φανερό λοιπόν ότι για να αντιμετωπίσουμε δραστικά το πρόβλημα θα πρέπει να διαφοροποιήσουμε αυτό το μοντέλο: “Αφού παντού τα υδατικά ισοζύγια είναι αρνητικά και η φέρουσα ικανότητα των συστημάτων έχει ήδη ξεπεραστεί, το μοντέλο της ανάπτυξης πρέπει να αλλάξει. Αυτό που χρησιμοποιούμε τώρα πολύ απλά έφτασε στα όριά του” υπογραμμίζει ο Ελληνας πανεπιστημιακός.

Η κλιματική κρίση, που είναι φυσικά παρούσα, εντείνει το φαινόμενο της λειψυδρίας, δεν το προκαλεί. Καλό είναι να ξεκαθαριστεί αυτό γιατί στη δημόσια σφαίρα ακούγονται διάφορα. Το ότι υπήρχε λειψυδρία πριν από 35 χρόνια στη χώρα αλλά εν συνεχεία δεν λέγαμε κάτι γι’ αυτό, δεν σημαίνει ότι το πρόβλημα λύθηκε. Ισχύει το αντίθετο, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη στις μέρες μας. Η μείωση της στάθμης των ταμιευτήρων, οι λίμνες που στεγνώνουν, τα ποτάμια που εξαφανίζονται δεν είναι δείγματα φυσικής ξηρασίας” επισημαίνει.

Και ολοκληρώνει αυτό το συλλογισμό με μία πολύ ενδιαφέρουσα σκέψη που έχει σχέση με την τρέχουσα επικαιρότητα: “Τα φαινόμενα που περιέγραψα παραπάνω συμπίπτουν με την ενίσχυση των αγροτικών επιδοτήσεων. Το πρόβλημα με τον ΟΠΕΚΕΠΕ δεν έχει να κάνει τόσο με τα 500εκ του προστίμου αλλά με το γεγονός ότι δεν θα μπορέσουμε εύκολα να ξαναστήσουμε τον πρωτογενή τομέα”. Κλείνει η παρένθεση.

Υπάρχει την ίδια ώρα μία στρεβλή εντύπωση σε πολύ κόσμο ότι η μεγάλη σπατάλη νερού γίνεται στις πόλεις και στα νοικοκυριά. “Το 86% του νερού στην Ελλάδα” τονίζει ο κ. Μυλόπουλος “ξοδεύεται στην αγροτική παραγωγή. Είμαστε άλλωστε η χώρα με ένα από τα πιο μεγάλα υδάτινα αποτυπώματα παγκοσμίως. Ξοδεύουμε πραγματικά πολύ νερό. Παρατηρείται υπεράρδευση και φυσικά σπατάλη”.

“Αυτό δεν σημαίνει” συνεχίζει “ότι στις πόλεις δεν σπαταλάται νερό. Γίνεται και εκεί σπατάλη. Αλλά η ποσότητα του νερού είναι σαφώς μικρότερη. Στις πόλεις το νερό χάνεται, σε ποσοστά που μπορεί να φτάνουν ακόμη και το 50%, στα δίκτυα. Είναι παλιά, παρουσιάζουν ρηγματώσεις κτλ. Αλλά αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Παρατηρείται παγκοσμίως”.  Επιπρόσθετα, στην Ελλάδα παίζει σαφέστατο ρόλο στην ένταση του προβλήματος και ο υπερτουρισμός, ιδιαίτερα στα νησιά στα οποία τα υδάτινα αποθέματα είναι περιορισμένα.

Υπάρχουν λύσεις; Κατά τον κ. Μυλόπουλο, η κατάσταση “δεν είναι βιώσιμη. Η λειψυδρία είναι ένα φαινόμενο που λειτουργεί σωρευτικά. Για τη λύση πρέπει να κοιτάξουμε περισσότερο στη φύση. Το νερό είναι φυσικό πράγμα, άρα οφείλουμε να βελτιώσουμε τη σχέση μας με τη φύση. Χωρίς να θέλω να παρουσιαστώ τεχνοφοβικός, που έτσι και αλλιώς δεν είμαι, δεν μπορούμε να αφήνουμε τα πάντα στην τεχνολογία. Τέτοιες λύσεις θα μας οδηγήσουν σε μοντέλα στα οποία το νερό θα είναι πολύ πιο ακριβό.

Αρα, λέμε ναι, λύσεις όπως τα νέα φράγματα και οι αφαλατώσεις, όπου είναι εφικτές, θα βοηθήσουν αλλά δεν αποτελούν πανάκεια. Πρέπει απλά να είναι μέρη μίας ολιστικής προσέγγισης στο πρόβλημα. Μιλώντας ιδιαίτερα για την αφαλάτωση ο κόσμος θα πρέπει να γνωρίζει ότι ως λύση είναι ενεργοβόρα ενώ αφήνει περιβαλλοντικό αποτύπωμα, δεν είναι απολύτως καθαρή. Αυτό, δηλαδή, που λέγεται απλοϊκά ότι μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα με τόσο όγκο θαλασσινού νερού δεν ισχύει. Οι λύσεις πρέπει να κατευθύνονται και να αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με τα φυσικά διάθεσιμα”.

Ρωτήσαμε τέλος τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας για τη ρύθμιση που ετοιμάζει η κυβέρνηση η και η οποία προβλέπει ενοποίηση των δημοτικών εταιριών που έχουν ως έργο την ύδρευση σε όλη την Ελλάδα. Ο κ. Μυλόπουλος είναι το λιγότερο επιφυλακτικός: “Μου ακούγεται ως μοντέλο ιδιωτικοποίησης και ως μία προσπάθεια να υπάρχει απόλυτος έλεγχος. Η κεντρική εξουσία θα απαλλαχθεί από την… ενοχλητική τοπική αυτοδιοίκηση. Το μοντέλο αυτό εφαρμόστηκε με τους φορείς προστασίας περιβάλλοντος και οι φορείς ουσιαστικά διαλύθηκαν”.