Πανελλαδικές: Ανησυχητικό φαινόμενο με… προβλέψιμες διαστάσεις-Πώς εξηγείται το “μακελειό” στις σχολές φιλολογίας
Κατά τη δεκαετία του 90 αλλά και λίγο πιο μετά, σ’ αυτήν του 2000, το να εισαχθεί υποψήφιος των Πανελλήνιων εξετάσεων στις σχολές φιλολογίας της χώρας, ιδιαίτερα σ’ αυτές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, αποτελούσε σαφέστατη επιτυχία. Οι βάσεις ήταν υψηλότατες και αυτοί που είχαν την εν λόγω στόχευση έπρεπε σχεδόν να αριστεύσουν στα περισσότερα μαθήματα έτσι ώστε να τα καταφέρουν.
Η κατάσταση όμως τα τελευταία έχει αλλάξει άρδην, τότε που να εκφράζονται προβληματισμοί για το μέλλον των φιλολογικών σχολών αλλά για την ειδικότητα του φιλολόγου αυτήν καθ’ αυτήν.
Εφέτος οι βάσεις κατέρρευσαν. Στη Φιλολογία του ΕΚΠΑ στην Αθήνα καταγράφηκε πτώση περίπου 1.356-1.460 μορίων σε σχέση με το 2024, οπότε και η βάση κυμάνθηκε κάτω από τα επίπεδα προηγούμενων ετών και διαμόρφωθηκε στα 11.300 μόρια.
Στη Φιλολογία Θεσσαλονίκης βάση εισαγωγής προσέγγισε τα 11.127 μόρια για το 2025, παρουσιάζοντας επίσης αισθητή πτώση.
Σε αρκετά τμήματα της περιφέρειας δε οι βάσεις υποχώρησαν ή κυμάνθηκαν κοντά στο όριο των 9.000 μορίων, επιβεβαιώνοντας τη γενικότερη αποδυνάμωση του ενδιαφέροντος στην κατηγορία αυτή. Κοινώς γράφεις κατά μέσο όρο κάτω από τη βάση και εισάγεσαι σε φιλολογία της χώρας. Μετά από τέσσερα χρόνια, εφόσον καταφέρεις να αποφοιτήσεις, γίνεσαι φιλόλογος και εντάσσεται στους πίνακες για διορισμό στα δημόσια σχόλεια.
Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι μαζί με τις βάσεις καταρρέει (παγκοσμίως όμως) το ενδιαφέρον για τις ανθρωπιστικές σπουδές. Η συνεχής αποδόμηση της ανθρωπιστικής παιδείας, η μείωση των ωρών διδασκαλίας φιλολογικών μαθημάτων στα σχολεία, καθώς και η αντικατάστασή τους από περισσότερο «τεχνικά» ή σύγχρονα αντικείμενα, έχουν απομακρύνει τα νέα παιδιά από το ενδιαφέρον για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και τον κλασικό πολιτισμό. Αυτό είναι κάτι πασιφανές πλέον, ιδιαίτερα στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Την ίδια γίνεται ξεκάθαρο ότι οι υποψήφιοι επιλέγουν πια περισσότερο “πρακτικές” επιλογές για τις σπουδές τους και γενικότερα για την επαγγελματική τους αποκατάσταση. Παράλληλα, υπάρχει ένα αμιγώς ελληνικό φαινόμενο. Η δυσκολία διορισμού στη δημόσια εκπαίδευση, ιδίως για τους φιλολόγους, έχει αποθαρρύνει πολλούς υποψήφιους από το να επιλέξουν τη Φιλολογία. Και επίσης η απροθυμία έχει να κάνει και με τους ιδιαίτερα χαμηλούς μισθούς των εκπαιδευτικών στο δημόσιο. Αλλά και την “οδύσσεια” που απαιτείται για να καταφέρει κανείς να εργαστεί τελικά στον τόπο διαμονής του.
Τέλος, όπως παρατηρούν αρκετά στελέχη της εκπαίδευσης, το μορφωτικό «βάρος» της Φιλολογίας δεν θεωρείται πλέον επαρκές εφόδιο για την αγορά εργασίας ή/και την κοινωνική κινητικότητα.
Πολλοί μαθητές, επηρεασμένοι από τις σύγχρονες ανάγκες και τις ψηφιακές δεξιότητες, προσανατολίζονται σε σχολές με μεγαλύτερη σύνδεση με την τεχνολογία, την υγεία ή την οικονομία. Να το διατυπώσουμε πιο απλά: Δεν είναι hot οι ανθρωπιστικές σπουδές, ούτε και βρίσκονται στη μόδα. Εχουν απωλέσει το παλιό τους, αυξημένο κύρος.
Η αμφιβολία για την ποιότητα των μελλοντικών εκπαιδευτικών που τελικά θα το προτιμήσουν αυτόν τον κλάδο είναι πλέον δεδομένη. Μιλάμε για τους εκπαιδευτικούς που θα διδάξουν ελληνικά, αρχαία ελληνικά, έκθεση και λογοτεχνία τους μαθητές της επόμενης δεκαετίας. Με ποια εφόδια και με ποια προσόντα όταν οι βάσεις εισαγωγής είναι πια τόσο χαμηλές;
Η σχετική συζήτηση γίνεται στη δημόσια σφαίρα το λιγότερο εδώ και πέντε χρόνια χωρίς όμως να έχουν παρθεί συγκεκριμένες αποφάσεις. Γι’ αυτό και έμπειροι παρατηρητές αναφέρουν ότι όταν το πρόβλημα γιγαντωθεί και πρακτικά δεν θα υπάρχουν εκπαιδευτικοί για να διδάξουν σωστά τα ελληνικά στα δημόσια και τα ιδιωτικά σχολεία, θα τρέχουμε πάλι πίσω από τις εξελίξεις.