“Στην Κόλαση της Χαμάς”: Η σοκαριστική μαρτυρία της Έμιλι για τη φρίκη που έζησε
«Αν μπορούσα να τους σκοτώσω θα το έκανα με χαρά, αλλά ήξερα ότι μετά θα πεθαίναμε». Η φράση της Έμιλι Νταμάρι δεν χωρά σιωπή. Δεν επιτρέπει αποστασιοποίηση. Είναι η κραυγή μιας 29χρονης γυναίκας που πέρασε 471 ημέρες αιχμάλωτη της Χαμάς, βαθιά μέσα στα τούνελ της Γάζας, εκεί όπου η ζωή σταματά και αρχίζει η κτηνωδία.
Για τέσσερις ολόκληρους μήνες, η Έμιλι ήταν φυλακισμένη σε υπόγεια κελιά-κλουβιά, σε συνθήκες που ούτε η πιο σκοτεινή ανθρώπινη φαντασία δεν θα μπορούσε να συλλάβει. Το σώμα της ήταν διαλυμένο: δύο δάχτυλα κομμένα από την ημέρα της απαγωγής, μια σφαίρα καρφωμένη στο δεξί της πόδι. Τα μαλλιά της γεμάτα ψείρες, τα ρούχα της βρώμικα, το φως σχεδόν ανύπαρκτο. Όμως η ψυχή της – όσο και αν ραγισμένη – επέζησε.
Η απαγωγή από το κιμπούτς
Ήταν 7 Οκτωβρίου 2023, όταν η Χαμάς εισέβαλε στο κιμπούτς Κφαάρ Άζα. Την προηγούμενη ημέρα η Έμιλι είχε διοργανώσει μπάρμπεκιου με φίλους. Ξύπνησε νωρίς, τρομοκρατημένη από τις ρουκέτες. Έστειλε μήνυμα στον Γκάλι, τον στενό της φίλο από τα παιδικά χρόνια: «Δεν είμαι καλά». Ο Γκάλι έτρεξε να τη βρει. Δεν την άφησε μόνη. Δεν ήξερε πως αυτή η απόφαση θα τον οδηγούσε στην εξαφάνιση.
Όταν οι ένοπλοι μπήκαν στο σπίτι, η Έμιλι ήταν ξαπλωμένη με τον σκύλο της και τον Γκάλι. Την πυροβόλησαν στο χέρι. Σκότωσαν το σκυλί. Ένα δεύτερο τραύμα στο πόδι. Τους έσυραν έξω, μέσα σε φωτιά, αίμα και θάνατο. Το κιμπούτς είχε γίνει κόλαση.
«Πυροβόλησέ με!»
Σοκαρισμένη, αιμορραγώντας, η Έμιλι παρακάλεσε να την εκτελέσουν παρά να την πάρουν στη Γάζα. Έπιασε το όπλο του φρουρού, το έβαλε στο κεφάλι της και φώναξε: «Πυροβόλησέ με!» Όταν ο φρουρός απείλησε τον Γκάλι, παρακάλεσε να τον λυπηθούν.
Ο Γκάλι χωρίστηκε από τους υπόλοιπους και από τότε δεν τον έχει ξαναδεί. Η ίδια οδηγήθηκε στο νοσοκομείο Αλ-Σίφα, όπου ένας γιατρός με το ψευδώνυμο «Δρ Χάμας» της ακρωτηρίασε τα δάχτυλα. Οι πόνοι έγιναν εφιάλτης.
Οι μέρες στα τούνελ και τα κλουβιά
Η Έμιλι μεταφέρθηκε σε ένα δίκτυο υπόγειων διαδρόμων της Χαμάς, μια υπόγεια πόλη. Εκεί συνάντησε την Ρόμι Γκόνεν, τραυματισμένη επίσης από την απαγωγή της στο φεστιβάλ Nova. Μαζί μοιράστηκαν την απόλυτη φρίκη.
Ζούσαν μέσα σε κλουβιά: υγρά, σκοτεινά, γεμάτα κατσαρίδες. Δεν μπορούσαν να ξαπλώσουν, δεν είχαν νερό, ούτε τουαλέτα – μόνο μια τρύπα στο πάτωμα. «Η σιωπή ήταν χειρότερη και από τους φρουρούς. Σου σκότωνε τα αυτιά», θυμάται.
Οι μέρες περνούσαν αργά, οι ώρες δεν είχαν νόημα. Κάμερες αυτοκινήτων τούς παρακολουθούσαν. Εκρηκτικά ήταν κρυμμένα γύρω τους σε περίπτωση που επιχειρούνταν επιχείρηση διάσωσης.
«Ή θα δραπετεύσω, ή θα αυτοκτονήσω»
Η ψυχική κατάρρευση ήρθε όταν φιλοξενήθηκαν σε ένα σπίτι οικογένειας που τις ταπείνωνε καθημερινά. «Ήταν οι χειρότεροι άνθρωποι που γνώρισα ποτέ», λέει. Απομονωμένες, τρομαγμένες, χωρίς καμία ελπίδα, η Έμιλι και η Ρόμι συμφώνησαν να αυτοκτονήσουν. «Αν δεν μας μετακινήσετε, θα έχετε δύο νεκρούς ομήρους», προειδοποίησε τον φρουρό. Δεν έγινε τίποτα.
Αντ’ αυτού, άρχισαν κάθε πρωί να κάνουν κοιλιακούς. Έφτανε τους 600. Οι φρουροί τη φώναζαν «Τζον Σίνα». Η άμυνα της Έμιλι ήταν το σώμα της. Το πνεύμα της.
Ο φόβος για την ταυτότητά της
Όμως η Έμιλι είχε ένα ακόμα, πιο σιωπηλό μυστικό. Δεν αποκάλυψε ποτέ τη σεξουαλικότητά της. «Αν το ήξεραν, θα με σκότωναν», λέει. Έπλασε ιστορίες για αυστηρούς αδελφούς, απέκρουσε τις προσκλήσεις των φρουρών. Όταν κάποιος τη ρώτησε τι θα έκανε αν ο αδελφός του ήταν γκέι, απάντησε «είναι ακόμα ο αδελφός σου». Εκείνος απάντησε: «Θα τον σκότωνα. Είναι άρρωστος».
Η αγάπη και το αντίο
Η πιο δυνατή σχέση της αιχμαλωσίας ήταν με τη Ρόμι. Χρησιμοποιούσαν η μία τα υγιή άκρα της άλλης για να πλυθούν, να ντυθούν, να επιβιώσουν. Έγιναν οικογένεια. Όταν χωρίστηκαν, δεν ήξεραν αν θα ξαναδούν η μία την άλλη.
Τον Γκάλι και τον Ζιβ, τους δίδυμους αδελφούς της καρδιάς της, δεν τους ξαναείδε. «Ήμασταν πάντα μαζί από το νηπιαγωγείο. Τους αγαπώ, μου λείπουν», λέει. Το ίδιο και σήμερα, που εκείνοι είναι ακόμα αιχμάλωτοι της Χαμάς.
Η απελευθέρωση και η αγκαλιά της μάνας
Τον Ιανουάριο του 2025, η Έμιλι προαισθάνθηκε την απελευθέρωση. Ξύρισε τα πόδια της, έφτιαξε τα φρύδια της, φόρεσε μπλουζάκι — αλλά αρνήθηκε να φορέσει κόκκινο: «Πείτε στον διοικητή σας ότι η Έμιλι Νταμάρι δεν φοράει κόκκινο. Δώστε μου πράσινο». Της το έδωσαν.
Η πρώτη της ερώτηση προς τους διασώστες: «Πού είναι η μαμά μου;». Όταν την είδε, είπε μόνο: «Μαμά, συγγνώμη. Λυπάμαι τόσο πολύ». Η αγκαλιά τους ήταν «τέλεια». Τώρα, η μεγαλύτερη ελπίδα της είναι να ζήσουν την ίδια στιγμή και ο Γκάλι με τον Ζιβ.
Ένα κάλεσμα στον κόσμο
Περίπου 50 όμηροι παραμένουν στη Γάζα. Η Έμιλι κάνει έκκληση στον Ντόναλντ Τραμπ και τον Μπενιαμίν Νετανιάχου:
«Μου σώσατε τη ζωή. Τώρα κάντε το ίδιο για τους υπόλοιπους. Μόνο τότε θα μπορέσουμε να αρχίσουμε να θεραπευόμαστε».
Γιατί το σώμα μπορεί να γιατρευτεί.
Αλλά η ψυχή, χρειάζεται κάτι παραπάνω.