Αποσύρονται από την ελληνική αγορά τέσσερα φάρμακα για τον διαβήτη – Επείγουσα ανάγκη για εναλλακτικές θεραπείες για πολλούς ασθενείς
Η απόφαση της NOVO NORDISK και η ανακοίνωση του ΕΟΦ προκαλούν αναστάτωση σε χιλιάδες ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, οι οποίοι σύντομα δε θα βρίσκουν τη θεραπεία τους στην ελληνική αγορά και θα πρέπει να στραφούν σε άλλες θεραπείες, ενώ έρχεται και πάλι στο προσκήνιο το διαχρονικό πρόβλημα της φαρμακευτικής διαθεσιμότητας στη χώρα.
Μπροστά σε μία σημαντική μεταβολή στη φαρμακευτική κάλυψη των ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη βρίσκεται το Εθνικό Σύστημα Υγείας, καθώς, όπως ανακοίνωσε επίσημα ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΟΦ), τέσσερα ευρέως χρησιμοποιούμενα φαρμακευτικά σκευάσματα θα σταματήσουν οριστικά να διατίθενται στην ελληνική αγορά, στο προσεχές διάστημα.
Πρόκειται για φάρμακα που διατίθενται από την εταιρεία NOVO NORDISK HELLAS LTD, η οποία ενημέρωσε τον ΕΟΦ και τις αρμόδιες αρχές για την απόσυρση των παρακάτω σκευασμάτων:
· Victoza (ενέσιμο φάρμακο για τον διαβήτη τύπου 2) – σταματά από Σεπτέμβριο 2025
· Actrapid Penfill (ινσουλίνη ταχείας δράσης) – σταματά από Νοέμβριο 2025
· Protaphane Penfill (ινσουλίνη μέσης διάρκειας) – σταματά από Νοέμβριο 2025
· Mixtard 30 Penfill (μικτή ινσουλίνη) – σταματά από Νοέμβριο 2025
Δεν αποσύρονται τα σκευάσματα για λόγους ασφαλείας
Σύμφωνα με τον ΕΟΦ, η απόσυρση δεν σχετίζεται με προβλήματα ασφάλειας ή ποιότητας των φαρμάκων, αλλά αποτελεί απόφαση της ίδιας της φαρμακευτικής εταιρείας, πιθανώς λόγω εμπορικών και στρατηγικών λόγων. Όπως επισημαίνεται, η NOVO NORDISK έχει αναλάβει την υποχρέωση να ενημερώσει εγκαίρως τόσο τους επαγγελματίες υγείας όσο και τους ασθενείς, ώστε να εξασφαλιστεί η ομαλή μετάβαση σε εναλλακτικές θεραπείες.
Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή προκαλεί εύλογη ανησυχία στα άτομα με διαβήτη, ειδικά σε ασθενείς που έχουν σταθεροποιηθεί με τα συγκεκριμένα σκευάσματα και ενδέχεται να χρειαστούν επαναπροσαρμογή της αγωγής τους.
Το Victoza υποχωρεί μπροστά στις νέες γενιές φαρμάκων
Ανάμεσα στα φάρμακα που αποσύρονται, το Victoza (λιραγλουτίδη) – μία από τις πρώτες ενέσιμες θεραπείες GLP-1 για τον διαβήτη τύπου 2 – είχε παρουσιάσει ήδη σημαντική πτώση στις πωλήσεις της, γεγονός που φαίνεται να επηρέασε την εμπορική απόφαση της εταιρείας. Ειδικότερα, ενώ το 2023 διακινήθηκαν περίπου 240.000 τεμάχια, το 2024 ο αριθμός αυτός μειώθηκε στις 68.000, καθώς οι ασθενείς σταδιακά κατευθύνονταν προς νεότερα σκευάσματα της ίδιας κατηγορίας με μεγαλύτερη διάρκεια δράσης ή βελτιωμένο προφίλ.
Παρόμοια ήταν η εικόνα και για τα ινσουλινικά σκευάσματα Protaphane και Actrapid, με διανομή περίπου 3.000 και μικρότερη, αντίστοιχα, ενώ το Mixtard 30 Penfill δεν ξεπέρασε ούτε τα 1.000 τεμάχια μέσα στο 2024.
Αναστάτωση από την αιφνίδια διακοπή – σύσταση για επικοινωνία με γιατρούς
Παρά τη φθίνουσα πορεία χρήσης ορισμένων από τα παραπάνω φάρμακα, η διακοπή τους δημιουργεί άμεση ανάγκη επανεκτίμησης της φαρμακευτικής αγωγής για χιλιάδες ασθενείς. Ο ΕΟΦ υπενθυμίζει πως η απώλεια δόσεων, ειδικά ινσουλινών, μπορεί να έχει σοβαρές κλινικές συνέπειες. Για τον λόγο αυτόν, ο Οργανισμός καλεί τους ασθενείς να επικοινωνήσουν άμεσα με τον θεράποντα ιατρό τους για τη μετάβαση σε κατάλληλες εναλλακτικές.
Ιδιαίτερη σημασία αποκτά η συνεχής παρακολούθηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα κατά την αλλαγή θεραπείας, ώστε να αποφευχθούν υπογλυκαιμικά ή υπεργλυκαιμικά επεισόδια.
Πώς διασφαλίζεται η σταθερότητα φαρμακευτικής κάλυψης;
Η εξέλιξη επαναφέρει στο προσκήνιο το διαχρονικό πρόβλημα της φαρμακευτικής διαθεσιμότητας στη χώρα. Παρότι στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχουν θέματα επάρκειας ή ασφάλειας, το γεγονός ότι μια εταιρεία μπορεί να αποσύρει ολόκληρες γραμμές θεραπείας με ελάχιστη δημόσια συζήτηση για τις επιπτώσεις στους ασθενείς, αναδεικνύει ένα κρίσιμο ζήτημα πολιτικής υγείας: ποιος εγγυάται τη συνέχεια στη φαρμακευτική αγωγή των χρόνιων ασθενών;
Είναι σαφές ότι το υπουργείο Υγείας και οι αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές πρέπει να παρακολουθούν στενά τέτοιες κινήσεις, διασφαλίζοντας τόσο τη διαθεσιμότητα εναλλακτικών όσο και την έγκαιρη πληροφόρηση των επαγγελματιών υγείας. Η ομαλή μετάβαση στη νέα θεραπεία δεν είναι μόνο τεχνικό, αλλά και πολιτικό ζήτημα, που αφορά την αξιοπιστία του δημόσιου συστήματος υγείας και την προστασία των ασθενών.