Ανάλυση: Η Ευρώπη στη σκιά εμπορικών πιέσεων και γεωπολιτικών διλημμάτων
Η Σύνοδος Κορυφής μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στο Πεκίνο συνιστά μία από τις πλέον πολιτικά ευαίσθητες και οικονομικά κρίσιμες συναντήσεις των τελευταίων ετών. Παρά το επετειακό πλαίσιο – 50 χρόνια διπλωματικών σχέσεων – το κλίμα απέχει πολύ από εορταστικό: οι διαφωνίες για τα ηλεκτρικά οχήματα, τις γεωργικές εισαγωγές, τις εξαγωγές σπάνιων γαιών και, κυρίως, τη στήριξη της Κίνας προς τη Ρωσία στον πόλεμο της Ουκρανίας, σκιάζουν το διπλωματικό εγχείρημα.
Την ίδια στιγμή, ο επανεμφανιζόμενος Ντόναλντ Τραμπ απειλεί με νέους δασμούς 30% στα ευρωπαϊκά προϊόντα, οδηγώντας τις Βρυξέλλες σε μια δυσχερή εξισορρόπηση ανάμεσα σε έναν παραδοσιακό σύμμαχο και έναν στρατηγικό ανταγωνιστή, που εξακολουθεί να προσφέρει σημαντικές οικονομικές ευκαιρίες.
Η Χενριέττα Λέβιν, αναλύτρια του CSIS, επισήμανε στο CNBC ότι το Πεκίνο αναμένεται να ασκήσει πίεση στην ΕΕ αναφορικά με τις εν εξελίξει εμπορικές διαπραγματεύσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Η κινεζική ηγεσία θα προσπαθήσει να αποτρέψει οποιοδήποτε πλαίσιο συμφωνίας που θα μπορούσε να περιθωριοποιήσει την Κίνα», σημείωσε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι η εχθρική στάση του Τραμπ περιπλέκει την ικανότητα της ΕΕ να αντισταθεί στη στρατηγική οικονομικού εξαναγκασμού που φέρεται να εφαρμόζει το Πεκίνο. «Θα είναι δύσκολο για την ΕΕ να σταθεί απέναντι στην Κίνα ενώ ταυτόχρονα δέχεται έντονη πίεση από τους Αμερικανούς συμμάχους της», τόνισε.
Οι προσδοκίες για τη σύνοδο παραμένουν χαμηλές. Ο Τσαρλς Φλεκ του Atlantic Council σχολίασε ότι η ίδια η διεξαγωγή της συνάντησης ίσως αποτελέσει το σημαντικότερο αποτέλεσμα. «Η καλύτερη δυνατή εξέλιξη είναι η συμφωνία για συνέχιση των διαβουλεύσεων, ειδικά στα θέματα δασμών, πρόσβασης στις αγορές, κρατικών επιδοτήσεων και υπερπαραγωγής της Κίνας», δήλωσε.
Παρά τις εντάσεις, επιβεβαιώθηκε ότι ο Σι Τζινπίνγκ θα συναντηθεί με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και τον νέο Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Αντόνιο Κόστα, μια κίνηση που ερμηνεύεται ως ένδειξη διατήρησης του διαύλου κορυφής.
Στο εσωτερικό της ΕΕ, ωστόσο, οι αποκλίνουσες εθνικές στρατηγικές έναντι της Κίνας καθιστούν δυσχερή τη διαμόρφωση ενιαίας θέσης. Όπως ανέφερε ο Λούκας Φιάλα από το LSE IDEAS, «η σύνοδος δεν μπορεί να επαναφέρει τις σχέσεις σε τροχιά κανονικότητας», καθώς η επιδείνωση των ευρω-κινεζικών σχέσεων είναι βαθιά δομική και μακροπρόθεσμη. Ο ίδιος δήλωσε ότι θα δώσει έμφαση σε «λεπτές διατυπώσεις σχετικά με εξαγωγικούς ελέγχους σε ηλεκτρικά οχήματα και σπάνιες γαίες».
Οι σπάνιες γαίες, που χρησιμοποιούνται ευρέως στους τομείς της άμυνας, της ενέργειας και της αυτοκινητοβιομηχανίας, αποτέλεσαν πρόσφατα αντικείμενο ρυθμιστικής συμφωνίας μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Αυτό το γεγονός εντείνει την αγωνία της Ευρώπης, που βλέπει τις ΗΠΑ να εδραιώνουν δικές τους συνεννοήσεις ενώ η ίδια βρίσκεται αντιμέτωπη με δασμολογική απειλή.
Η κλιμάκωση δεν περιορίζεται στις δηλώσεις. Η Κομισιόν ανακοίνωσε δασμούς από 17% έως 37,6% στις κινεζικές εξαγωγές ηλεκτρικών αυτοκινήτων, κατηγορώντας το Πεκίνο για κρατικές επιδοτήσεις και αθέμιτο ανταγωνισμό. Η απάντηση ήταν άμεση: έρευνες στις εισαγωγές ευρωπαϊκών αγροτικών προϊόντων και επιλεκτικοί φραγμοί με επίκληση υγειονομικών προτύπων. Ο Γάλλος οικονομολόγος Καμίλ Σαρί υπογράμμισε ότι εταιρείες όπως η BYD έχουν ήδη ξεπεράσει σε πωλήσεις την Tesla, ενώ το κόστος παραγωγής των κινεζικών EV είναι δραματικά χαμηλότερο λόγω κρατικών ενισχύσεων.
Στο επίκεντρο βρίσκεται και το κινεζικό επιβατικό αεροσκάφος C919, για το οποίο το Πεκίνο πιέζει να λάβει ευρωπαϊκή πιστοποίηση. Ο Σαρί εκτιμά ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα άνοιγε τον δρόμο για κινεζική διείσδυση στην ευρωπαϊκή αεροπλοΐα, ενδεχομένως εις βάρος της Airbus, ειδικά αν συνδυαστεί με συμφωνία για την αγορά εκατοντάδων αεροσκαφών.
Πάνω απ’ όλα, όμως, επικρέμαται η απειλή του Τραμπ, που επανέρχεται με ρητορική προστατευτισμού και τελεσιγράφων. Ο Ρεμί Πιέ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι, σχολίασε ότι «δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν τα νέα δασμολογικά μέτρα θα υλοποιηθούν, αλλά οι πιέσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ τον ωθούν προς την κατεύθυνση της δράσης». Οι πρόσφατες διαρροές περί επιβολής δασμών 30% στις ευρωπαϊκές εισαγωγές έχουν ήδη κινητοποιήσει τις Βρυξέλλες, χωρίς, όμως, ορατά αποτελέσματα. Όπως αποκάλυψε ο Πιέ, οι διαπραγματεύσεις της Κομισιόν με το επιτελείο Τραμπ δεν έχουν αποφέρει ουσιαστική πρόοδο.
Οι αντιφατικές προτεραιότητες εντός της ΕΕ δυσχεραίνουν την κοινή στάση: η Πολωνία και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης προτάσσουν την ασφάλεια έναντι της Ρωσίας, ενώ η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιρλανδία πιέζουν για διασφάλιση του εμπορίου. Το ερώτημα είναι αν η Ευρώπη θα καταφέρει να αρθρώσει ενιαία αντίδραση ή θα παραμείνει δέσμια των εσωτερικών της διαιρέσεων.
Το ενδεχόμενο η Ευρώπη να στραφεί προς την Κίνα ως αντιστάθμισμα φαίνεται απίθανο, σύμφωνα με τον Ιβάνο ντι Κάρλο, αναλυτή του EPC. Όπως λέει, η πορεία είναι μάλλον προς επιλεκτική συνεργασία και διαφοροποίηση. Παρά τη ρητορική περί στρατηγικής αυτονομίας, «η οικονομική εξάρτηση από τις ΗΠΑ στον τομέα της ενέργειας, με εισαγωγές άνω των 200 δισ. δολαρίων ετησίως, δεν επιτρέπει τολμηρούς ελιγμούς».
Ακόμα και η γαλλογερμανική πρόταση για στρατηγική αυτονομία της ΕΕ παραμένει σε μεγάλο βαθμό σλόγκαν. «Δεν έχει ακόμη καταρτιστεί σε επιχειρησιακό επίπεδο», δηλώνει ο ντι Κάρλο. Ο Πιέ προειδοποιεί ότι η πραγματική δοκιμασία θα είναι η αντίδραση της Ευρώπης στις κινήσεις Τραμπ: από δασμούς ύψους 21 δισ. δολαρίων σε αμερικανικά προϊόντα, μέχρι απαγόρευση πρόσβασης των ΗΠΑ σε δημόσιες ευρωπαϊκές συμβάσεις.
Η Σύνοδος του Πεκίνου δεν αναμένεται να φέρει θεαματικά αποτελέσματα. Όπως δήλωσε ο ντι Κάρλο, «οι αντιθέσεις είναι βαθιές και δεν αφορούν μόνο τις τεχνικές ρυθμίσεις, αλλά διαφορετικά μοντέλα διακυβέρνησης». Ο Πιέ συμφωνεί: «Αν οι ΗΠΑ επιλέξουν να πιέσουν οικονομικά τους Ευρωπαίους συμμάχους τους, τότε ίσως τελικά τους ωθήσουν – παρά τις αντιστάσεις – προς εναλλακτικές συνεργασίες, μεταξύ των οποίων και η Κίνα».
Η Ευρώπη βρίσκεται έτσι ενώπιον ενός στρατηγικού σταυροδρομιού: από τη μία, ένας παραδοσιακός σύμμαχος που απειλεί με τιμωρητική εμπορική πολιτική· από την άλλη, μια οικονομική υπερδύναμη με σαφείς γεωπολιτικές στοχεύσεις. Με φόντο τον αποδυναμωμένο πολυμερισμό και το μεταβαλλόμενο παγκόσμιο σύστημα, η ήπειρος καλείται να απαντήσει: θα παραμείνει παθητικός αποδέκτης εξελίξεων, ή θα επιδιώξει έναν νέο, πολυδιάστατο ρόλο στον παγκόσμιο ανταγωνισμό; Το μέλλον της στρατηγικής αυτονομίας δεν θα κριθεί από συνθήματα, αλλά από επιλογές – και αυτές, πλέον, πιέζουν.