Τριμερής Ιράν-Ρωσίας-Κίνας: Πού οδηγεί η επαμφοτερίζουσα στρατηγική της Μόσχας για το “Snapback”

 Τριμερής Ιράν-Ρωσίας-Κίνας: Πού οδηγεί η επαμφοτερίζουσα στρατηγική της Μόσχας για το “Snapback”

Στην καρδιά μιας εύφλεκτης γεωπολιτικής συγκυρίας, η Τεχεράνη φιλοξενεί μια τριμερή συνάντηση υψηλού επιπέδου με τη συμμετοχή της Ρωσίας και της Κίνας. Στόχος: ο συντονισμός απέναντι στο επικείμενο ευρωπαϊκό σχέδιο ενεργοποίησης του μηχανισμού Snapback, που προβλέπει την αυτόματη επαναφορά όλων των διεθνών κυρώσεων σε βάρος του Ιράν, αν θεωρηθεί ότι παραβίασε τη συμφωνία για το πυρηνικό του πρόγραμμα (JCPOA, 2015). Την ίδια ώρα, οι σχέσεις Μόσχας-Τεχεράνης δοκιμάζονται από ρωσικούς δισταγμούς, ενώ οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες κινούνται γρήγορα για να προκαταλάβουν τυχόν ρωσική προεδρία στο Συμβούλιο Ασφαλείας το φθινόπωρο.

Το ερώτημα που αιωρείται: μπορεί η Μόσχα να αποτρέψει μια μεγάλη σύγκρουση, ή η «στρατηγική της ανυπαρξίας» θα της κοστίσει τη φήμη της ως παγκόσμιου παίχτη;

Η Ρωσία, επίσημα, δηλώνει κάθετα αντίθετη με την ενεργοποίηση του Snapback, αμφισβητώντας τη νομιμότητα των ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών. Ο έμπειρος Ρώσος διαπραγματευτής Μιχαήλ Ουλιανόφ χαρακτήρισε το ευρωπαϊκό «τελεσίγραφο» προς την Τεχεράνη (έως το τέλος Αυγούστου) ως μονομερή καταστρατήγηση των συμφωνηθέντων, υπονομεύοντας τη νομιμότητα επιβολής νέων κυρώσεων. Παράλληλα, ρωσικά μέσα υποβαθμίζουν τον συναγερμό, τονίζοντας ότι η ενεργοποίηση της διαδικασίας απαιτεί τουλάχιστον 30 ημέρες και ότι καμία χώρα δεν έχει ακόμη ενημερώσει επισήμως τον ΟΗΕ.

Ωστόσο, πίσω από τις διπλωματικές λέξεις, υπάρχει ψυχρότητα: η Μόσχα δεν δείχνει διάθεση να «κάψει» διπλωματικό κεφάλαιο για να σώσει το Ιράν.

Η Τεχεράνη, από την πλευρά της, δηλώνει ανυποχώρητη. Ο πρέσβης της στη Μόσχα, Καζίμ Τζαλάλι, ξεκαθάρισε ότι όσο συνεχίζονται οι πιέσεις, το Ιράν δεν θα επιστρέψει στο τραπέζι για νέο πυρηνικό συμβόλαιο. Επιπλέον, προειδοποίησε ότι περαιτέρω κλιμάκωση μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε αποχώρηση από τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων (NPT), με όλες τις απρόβλεπτες συνέπειες. Την ίδια ώρα, το Ιράν προσβλέπει στον ρόλο μεσολαβητή της Μόσχας, υπενθυμίζοντας ότι στο πλαίσιο της αρχικής συμφωνίας το 2015, η Ρωσία είχε δεχθεί να αποθηκεύσει εκατοντάδες κιλά χαμηλά εμπλουτισμένου ουρανίου. Αλλά σήμερα, η Μόσχα, αν και προσφέρει θεωρητικά «διαμεσολάβηση», αποφεύγει οποιαδήποτε δέσμευση που θα την έφερνε σε τροχιά σύγκρουσης με τις ΗΠΑ ή το Ισραήλ.

Η αμφιθυμία της Ρωσίας δεν περνά απαρατήρητη στην Τεχεράνη. Όπως αποκαλύπτει η ιρανική εφημερίδα Farhikhtegan, πρόσφατο μήνυμα του Αγιατολάχ Χαμενεΐ προς τον Βλαντίμιρ Πούτιν μετέφερε έντονη δυσαρέσκεια για τη ρωσική στάση στο μέτωπο Ιράν-Ισραήλ. Η δυσφορία μεγάλωσε όταν κυκλοφόρησαν ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες (που η Μόσχα χαρακτήρισε «συκοφαντίες») ότι ο Πούτιν προέτρεψε την ιρανική ηγεσία να αποδεχθεί ένα νέο πυρηνικό συμβόλαιο που θα περιόριζε δραστικά τις δυνατότητες εμπλουτισμού ουρανίου.

Από την πλευρά του, το ρωσικό ΥΠΕΞ διέψευσε ότι ο Πούτιν δέχθηκε επισήμως μήνυμα του Χαμενεΐ, ωστόσο ανεπίσημα αναγνωρίζεται πως οι ιρανικές προσδοκίες από τον «στρατηγικό εταίρο» είναι πολύ μεγαλύτερες απ’ ό,τι η Ρωσία είναι διατεθειμένη να προσφέρει.

Η Κίνα, τρίτος παίκτης του τριμερούς σχήματος, κρατά ακόμη χαμηλότερο προφίλ. Επενδύοντας στη σταθερότητα και στο εμπόριο, το Πεκίνο αποφεύγει την ευθεία αντιπαράθεση με τη Δύση και περιορίζεται σε δηλώσεις περί διατήρησης του διαλόγου και αποφυγής μονομερών ενεργειών. Η τριμερής Ιράν-Ρωσία-Κίνα εμφανίζεται έτσι περισσότερο ως φόρουμ επικοινωνίας παρά ως ουσιαστικός μηχανισμός άμυνας απέναντι στις δυτικές πιέσεις.

Η γεωπολιτική πραγματικότητα δείχνει ότι το Snapback απειλεί να τινάξει στον αέρα κάθε προοπτική επαναπροσέγγισης. Η ευρωπαϊκή τρόικα (Γαλλία, Γερμανία, Βρετανία) θεωρεί ότι η Ισλαμική Δημοκρατία έχει παραβιάσει τόσο εκτεταμένα τις δεσμεύσεις του 2015 —με πιο ανησυχητική την αποθήκευση ουρανίου εμπλουτισμένου σε ποσοστά άνω του 60%— ώστε μόνον μια γενναία αναστροφή (π.χ. απομάκρυνση 400 κιλών εμπλουτισμένου υλικού και επανέναρξη των ελέγχων του ΔΟΑΕ) μπορεί να αποτρέψει νέες κυρώσεις. Ωστόσο, στο Ιράν η εσωτερική πολιτική δυναμική είναι ακριβώς αντίθετη: η πίεση της Δύσης ενισχύει το σκληροπυρηνικό μπλοκ που απορρίπτει οποιονδήποτε συμβιβασμό.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η Ρωσία μοιάζει εγκλωβισμένη. Όπως επισημαίνει ο αναλυτής Αλεξάντρ Μπούντοφ, η Μόσχα δεν διαθέτει σχέδιο διάσωσης του Ιράν. Ούτε μπορεί, ούτε θέλει να εμπλακεί στρατιωτικά για να προστατεύσει τον ιρανικό πυρηνικό τομέα — άλλωστε, οι κύριοι αντίπαλοι της Τεχεράνης (ΗΠΑ, Ισραήλ, χώρες του Κόλπου) δεν είναι κατ’ ανάγκη αντίπαλοι της Μόσχας. Το μόνο όπλο της Ρωσίας είναι η μεσολάβηση, αλλά ακόμη και αυτή χάνει αξία καθώς δυναμώνουν άλλοι περιφερειακοί μεσολαβητές, όπως η Τουρκία ή το Κατάρ, που έχουν καλύτερη πρόσβαση τόσο στην Ουάσιγκτον όσο και στην Ιερουσαλήμ.

Παρά τις εντάσεις, κανείς δεν περιμένει άμεση ρήξη Ρωσίας-Ιράν. Η συνεργασία συνεχίζεται, όπως φάνηκε και στη Μόσχα, όπου ο Ρώσος υπουργός Άμυνας Αντρέι Μπέλους συναντήθηκε με τον Ιρανό ομόλογό του Αζίζ Νασίρ Ζαντέ για να συζητήσουν στρατιωτικά θέματα. Παράλληλα, ο Πούτιν συνομίλησε με τον Αλί Λαριτζανί, στενό συνεργάτη του Χαμενεΐ, με φόντο τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Αλλά η πολιτική πραγματικότητα είναι ότι το Κρεμλίνο «ζυγίζει» συνεχώς το κόστος και το όφελος κάθε εμπλοκής — και στο ζήτημα του Ιράν, το κόστος μοιάζει όλο και βαρύτερο.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Η επόμενη περίοδος αναμένεται κρίσιμη. Αν η Ευρώπη κινηθεί γρήγορα, το Snapback μπορεί να ενεργοποιηθεί πριν από τον Οκτώβριο, όταν η Ρωσία θα αναλάβει την προεδρία του Συμβουλίου Ασφαλείας. Αν το Ιράν κλιμακώσει περαιτέρω, η επιλογή της αποχώρησης από τη Συνθήκη Μη Διάδοσης θα ανοίξει ένα νέο, πολύ πιο επικίνδυνο κεφάλαιο. Και αν η Ρωσία συνεχίσει να κινείται με επαμφοτερίζουσα στρατηγική, ενδέχεται να διαπιστώσει ότι το κύρος της ως ισότιμου γεωπολιτικού παράγοντα έχει δεχθεί ανεπανόρθωτο πλήγμα.

Η τριμερής συνάντηση στην Τεχεράνη φανερώνει τα όρια του διεθνούς συστήματος όπως το γνωρίζαμε: οι παλαιές συμμαχίες δεν αρκούν, οι νέες συμμαχίες δοκιμάζονται, και οι πραγματικές ισορροπίες ισχύος καθορίζονται λιγότερο από τις δηλώσεις και περισσότερο από το ποιος μπορεί να αντέξει το βάρος της αντιπαράθεσης. Στην περίπτωση της Ρωσίας, το βάρος αυτό γίνεται μέρα με τη μέρα πιο βαρύ — και πιο φανερό.