Παρασκήνιο: Τι κρύβεται πίσω από τη φερόμενη προτροπή Τραμπ για ουκρανική επίθεση στη Μόσχα
Η πληροφορία ότι ο Ντόναλντ Τραμπ ζήτησε από τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι να περάσει η Ουκρανία σε αντεπίθεση, όπως μετέδωσαν δυτικά μέσα ενημέρωσης, έπεσε σαν βόμβα σε ένα ήδη τεταμένο τοπίο, τόσο στο Κίεβο όσο και διεθνώς. Αν και η Washington Post αποκάλυψε λεπτομέρειες από την τηλεφωνική συνομιλία της 4ης Ιουλίου, σύμφωνα με τις οποίες ο Τραμπ προέτρεψε τον Ζελένσκι να εγκαταλείψει την αμυντική στρατηγική και να περάσει στην επίθεση, οι αντιδράσεις ήταν άμεσες. Στην Ουκρανία, αναλυτές και στρατιωτικοί παράγοντες εκφράζουν αμφιβολίες για την ακρίβεια αυτών των πληροφοριών, μιλώντας ακόμη και για «προβοκάτσια» που στόχο έχει να κλονίσει το ηθικό και να υπονομεύσει τη στρατιωτική κινητοποίηση.
Την ίδια ώρα, διεθνείς παρατηρητές αναρωτιούνται: τι σημαίνει για τον πόλεμο, αλλά και για τη διεθνή διπλωματία, το ενδεχόμενο άμεσης εμπλοκής του Τραμπ στη χάραξη της ουκρανικής στρατηγικής;
Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Εφέδρων της Ουκρανίας, Ιβάν Τιμότσκο, δήλωσε ξεκάθαρα ότι θεωρεί το σενάριο «πληροφοριακή προβοκάτσια». Κατά τον ίδιο, η αναφορά σε αίτημα του Τραμπ για αντεπίθεση δεν συνάδει με τη στρατηγική του πρώην προέδρου των ΗΠΑ, ενώ εξυπηρετεί σκοπούς εσωτερικής αποσταθεροποίησης στην Ουκρανία.
«Το αφήγημα ότι ο Τραμπ ζήτησε από τον ουκρανικό στρατό να περάσει σε αντεπίθεση εμφανίζεται τη στιγμή που το Κίεβο προσπαθεί να κρατήσει ψηλά το ηθικό και να ενισχύσει τη στρατολόγηση», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Το καλοκαίρι του 2023, η πολυαναμενόμενη αντεπίθεση των Ενόπλων Δυνάμεων της Ουκρανίας απέτυχε να πετύχει σημαντικά στρατηγικά αποτελέσματα, αφήνοντας πίσω απογοήτευση, όχι μόνο στην Ουκρανία αλλά και σε δυτικές πρωτεύουσες που στήριξαν τη στρατιωτική προσπάθεια. Σήμερα, σύμφωνα με τον Τιμότσκο, η συζήτηση για νέα αντεπίθεση ενεργοποιείται εκ νέου, με τον κίνδυνο να εντείνει την εσωτερική αμφισβήτηση: «Αξίζει να αμυνόμαστε; Αξίζει να στείλουμε στρατιώτες σε επιθέσεις;»
Το ίδιο το ουκρανικό δόγμα αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις. Όπως υπενθυμίζουν στρατιωτικοί παρατηρητές, ακόμη και οι επιτυχίες του παρελθόντος — στο Χάρκοβο, στη Χερσώνα ή σε περιοχές του Κουρσκ — έγιναν με άκρα μυστικότητα, χωρίς δημόσιες ανακοινώσεις για αντεπιθέσεις. Σήμερα, ωστόσο, το μεγαλύτερο πρόβλημα για το Κίεβο δεν είναι μόνο η μυστικότητα, αλλά η έλλειψη επαρκών όπλων και στρατιωτικών εφοδίων. Όπως σημειώνει ο Τιμότσκο, ακόμη κι αν λάβουμε υπόψη τις δεσμεύσεις των ευρωπαϊκών εταίρων, του ΝΑΤΟ, ακόμη και του ίδιου του Τραμπ, οι υλοποιήσεις αυτών των δεσμεύσεων είναι αργές, χωρίς σαφείς συμφωνίες, χρονοδιαγράμματα και εγγυήσεις.
Η Washington Post αναφέρει ότι στη συνομιλία του με τον Ζελένσκι, ο Τραμπ είπε πως «η Ουκρανία δεν μπορεί να αλλάξει την πορεία του πολέμου μένοντας μόνο σε άμυνα» και ότι «πρέπει να περάσει στην επίθεση». Σύμφωνα με την εφημερίδα, ο Αντρέι Γερμάκ, διευθυντής του προεδρικού γραφείου του Ζελένσκι, σχολίασε μετά το τηλεφώνημα: «Ουάου, αυτή ήταν η καλύτερη συνομιλία που είχαμε ποτέ». Η συζήτηση μάλιστα έφτασε, όπως γράφτηκε, μέχρι το ερώτημα του Τραμπ εάν η Ουκρανία μπορεί να βομβαρδίσει τη Μόσχα ή την Αγία Πετρούπολη, με τον Ζελένσκι να απαντά ότι «αν έχουμε τα κατάλληλα όπλα, μπορούμε».
Αυτό το σημείο είναι κομβικό, διότι στην Ουκρανία ήδη διεξάγονται περιορισμένες αντεπιθέσεις: στο Ποκρόβσκ και το Τορέτσκ, στα σύνορα του Κουρσκ, ακόμη και στα περίχωρα του Σούμι. Ωστόσο, μετά τις επιτυχίες στο Κουρσκ, οι Ουκρανοί δεν μπόρεσαν να επαναλάβουν παρόμοια αποτελέσματα. Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones) κυριαρχούν στο πεδίο της μάχης, προκαλώντας μαζικές απώλειες στα επιτιθέμενα τμήματα, ενώ οι ρωσικές δυνάμεις, με περισσότερα αποθέματα, προχωρούν αργά αλλά σταθερά, ψάχνοντας τα αδύναμα σημεία της ουκρανικής άμυνας.
Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη κι αν ο Τραμπ όντως προέτρεψε σε αντεπίθεση, οι αντικειμενικές συνθήκες παραμένουν εξαιρετικά δύσκολες. Τα ουκρανικά επιθετικά εγχειρήματα απαιτούν ενίσχυση των ανθρώπινων πόρων, βελτίωση της υλικοτεχνικής υποστήριξης και, κυρίως, περιορισμό της ρωσικής υπεροχής στον αέρα. Χωρίς αυτά, κάθε νέα επιχείρηση μοιάζει καταδικασμένη να επαναλάβει το μοτίβο: μικρά εδαφικά κέρδη, μεγάλες απώλειες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Λευκός Οίκος έχει ήδη διαψεύσει τις πληροφορίες ότι ο Τραμπ κάλεσε τον Ζελένσκι σε επιθέσεις κατά ρωσικών πόλεων. Αντίστοιχα, πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι η διαρροή εξυπηρετεί κυρίως επικοινωνιακούς σκοπούς: να ανεβάσει το ηθικό της ουκρανικής κοινωνίας, να δικαιολογήσει τις κινήσεις του στρατιωτικού επιτελείου και, ίσως, να πιέσει για μεγαλύτερη διεθνή υποστήριξη.
Παράλληλα, υπάρχουν φωνές στην Ουκρανία που ζητούν αναθεώρηση της στρατηγικής: στροφή σε στρατηγική άμυνα, με στόχο τη μείωση των απωλειών, τη δημιουργία αποθεμάτων και, όταν οι συνθήκες ωριμάσουν, την επιστροφή σε συντονισμένες επιθετικές επιχειρήσεις. Μέχρι τότε, κάθε αντεπίθεση φέρει υψηλό ρίσκο.
Σε πολιτικό επίπεδο, η ανάμειξη του Τραμπ ανοίγει νέα ερωτήματα. Αν πράγματι έχει αρχίσει να χαράσσει γραμμές στη στρατηγική της Ουκρανίας, αυτό προϊδεάζει για την πιθανή εξωτερική πολιτική του εφόσον επανεκλεγεί το φθινόπωρο. Οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ ανησυχούν ότι μια μελλοντική διακυβέρνηση Τραμπ μπορεί να επιχειρήσει μια διαφορετική ισορροπία ανάμεσα στη στήριξη της Ουκρανίας και σε συμφωνίες με τη Ρωσία, κάτι που θα αναδιατάξει τα δεδομένα στην Ευρώπη.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι η μάχη της πληροφορίας γύρω από τον πόλεμο Ουκρανίας–Ρωσίας δεν περιορίζεται στο πεδίο: εξελίσσεται με την ίδια ένταση και στο παρασκήνιο, με δηλώσεις, διαρροές και παρασκηνιακές συνομιλίες που διαμορφώνουν την παγκόσμια εικόνα. Είτε ο Τραμπ ζήτησε αντεπίθεση είτε όχι, το μήνυμα προς την ουκρανική κοινωνία και τη διεθνή κοινότητα έχει ήδη σταλεί — και οι επιπτώσεις του μένει να φανεί αν θα είναι στρατιωτικές, πολιτικές ή απλώς επικοινωνιακές.