Ανάλυση: Νέος ευρωπαϊκός πυλώνας ή ελιγμός συμφερόντων;
Σε μια περίοδο κατά την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση αναζητεί στρατηγική αυτονομία και σταθερότητα απέναντι στις γεωπολιτικές αναταράξεις, η υπογραφή της συμφωνίας συνεργασίας Ηνωμένου Βασιλείου – Γερμανίας (γνωστής ως «Συμφωνία του Κένσινγκτον») από τον πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ και τον καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς φέρνει στο προσκήνιο νέες δυναμικές. Δεν είναι απλώς ένα διμερές μνημόνιο· αποτελεί το πρώτο σύμφωνο τέτοιου βάθους μεταξύ των δύο χωρών από το 1945, με άξονες που εκτείνονται από την άμυνα και τη μετανάστευση έως την οικονομία, την επιστήμη και την πολιτισμική ανταλλαγή.
Η συμφωνία αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία υπό το φως της παραγγελίας Eurofighter Typhoon από την Τουρκία, προκαλώντας ανησυχίες για το πώς αυτές οι συμμαχίες επηρεάζουν την ισορροπία δυνάμεων όχι μόνο εντός της Ευρώπης, αλλά και σε περιοχές όπως η Ανατολική Μεσόγειος.
Τι περιλαμβάνει η συμφωνία
Η «Συμφωνία του Κένσινγκτον» έχει σαφείς, συγκεκριμένες προβλέψεις:
- Άμυνα και ασφάλεια:
Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία δεσμεύονται σε αμοιβαία υποστήριξη, περιλαμβανομένης της στρατιωτικής βοήθειας σε περίπτωση επίθεσης, με έμφαση στην από κοινού ανάπτυξη εξοπλισμών (όπως τα drones, τα θωρακισμένα Boxer, τα αεροσκάφη Eurofighter Typhoon και πυραυλικά συστήματα μεγάλης εμβέλειας). Σημαντικό κομμάτι της συμφωνίας είναι η ενίσχυση της κυβερνοασφάλειας, με κοινά προγράμματα προστασίας υποδομών και ανταλλαγής πληροφοριών. - Μεταναστευτική πολιτική:
Η Γερμανία αναλαμβάνει την υποχρέωση ποινικοποίησης των δικτύων διακινητών που δρουν από το έδαφός της προς το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ προβλέπεται η δημιουργία κοινού μηχανισμού διαχείρισης μεταναστευτικών κρίσεων. Αυτό θεωρείται άμεση απάντηση στις πιέσεις που δέχονται οι δύο χώρες, αλλά και ολόκληρη η Ευρώπη, στο μεταναστευτικό μέτωπο. - Οικονομία και επιστήμη:
Το σύμφωνο προωθεί κοινές επενδύσεις σε τομείς όπως η ενέργεια, το περιβάλλον, η υγεία και η βιομηχανική έρευνα, με στόχο την ενίσχυση της ευρωπαϊκής καινοτομίας και ανταγωνιστικότητας. Παράλληλα, ενισχύονται οι πολιτισμικές ανταλλαγές, π.χ. με visa-free ταξίδια για σχολικές ομάδες και άνοιγμα των e-gates στα αεροδρόμια της Γερμανίας για Βρετανούς πολίτες. - Ουκρανία:
Σημαντική πτυχή της συμφωνίας είναι η κοινή στρατηγική για τη στήριξη της Ουκρανίας, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο, καθώς και ο συντονισμός στο πλαίσιο της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης.
Γεωπολιτικές επιπτώσεις για την Ευρώπη και την Ουκρανία
Η συμφωνία ΗΒ – Γερμανίας εδραιώνει έναν νέο ευρωπαϊκό άξονα ασφάλειας που ξεπερνά τα θεσμικά όρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικά μετά το Brexit, το Λονδίνο αναζητά τρόπους να επανατοποθετηθεί ως σημαίνων παίκτης στον ευρωπαϊκό χώρο, και η συνεργασία με το Βερολίνο προσφέρει μια χρυσή ευκαιρία. Από την πλευρά της, η Γερμανία, υπό τον Μερτς, υιοθετεί μια πιο ρεαλιστική και στρατιωτικά φιλόδοξη πολιτική, αφήνοντας πίσω τη μεταπολεμική διστακτικότητα.
Για την Ουκρανία, η ενίσχυση αυτού του διμερούς άξονα σημαίνει πρόσθετους πόρους, εξοπλισμούς και στήριξη στο διπλωματικό πεδίο, σε μια περίοδο που η Ουάσιγκτον, υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, στέλνει αμφίσημα μηνύματα για τη δέσμευσή της στη σύγκρουση.
Παράλληλα, το «κενό» που αφήνουν οι ΗΠΑ σε κάποια μέτωπα επιχειρείται να καλυφθεί από μια de facto συμμαχία E3 (ΗΒ – Γερμανία – Γαλλία).
Ο παράγοντας Τουρκία και τα Eurofighter
Η επικείμενη έγκριση από το Βερολίνο πώλησης Eurofighter Typhoon στην Τουρκία φέρνει στο φως αντιφάσεις.
Από τη μία πλευρά, η Γερμανία εμφανίζεται ως υπέρμαχος της ευρωπαϊκής ασφάλειας απέναντι στη Ρωσία, αλλά από την άλλη εγκρίνει εξοπλισμούς που μπορούν να ανατρέψουν τις ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο, εγείροντας ερωτήματα για την ασφάλεια στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Πάντως όταν ρωτήθηκε ο Γερμανός Καγκελάριος αν η συνθήκη θα διευκολύνει τις εξαγωγές από κοινού παραγόμενων αμυντικών προϊόντων, όπως τα μαχητικά Eurofighter, και αν το Βερολίνο θα εγκρίνει την ενδεχόμενη πώληση στην Τουρκία, ο Μερτς υπαινίχθηκε πρόοδο, λέγοντας ότι «συζητήσαμε επίσης το θέμα των αδειών εξαγωγής.
Δεν έχει ληφθεί ακόμη τελική απόφαση, αλλά βρισκόμαστε σε καλό δρόμο για μια καλή απόφαση που θα μπορούσε επίσης να καταστήσει δυνατή μια αντίστοιχη άδεια εξαγωγής», αποφεύγοντας να κατονομάσει τις χώρες.
Το Λονδίνο, το οποίο έχει παραδοσιακά ισχυρές σχέσεις με την Άγκυρα, τηρεί στάση αναμονής, αφήνοντας το Βερολίνο να απορροφήσει τις διεθνείς επικρίσεις. Η συζήτηση για τα Eurofighter δείχνει ξεκάθαρα ότι η νέα συμμαχία δεν λειτουργεί με ενιαία γεωπολιτική αντίληψη, αλλά μάλλον ως άθροισμα εθνικών συμφερόντων.
Γιατί προχώρησαν σε αυτή τη συμφωνία οι Στάρμερ και Μερτς
Ο Κιρ Στάρμερ θέλει να επαναφέρει το Ηνωμένο Βασίλειο στο διεθνές προσκήνιο ως σοβαρό, υπεύθυνο παίκτη, αφήνοντας πίσω τη χαοτική κληρονομιά του Μπόρις Τζόνσον και του Ρίσι Σούνακ. Η συμφωνία με τη Γερμανία του δίνει πόντους τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό: εμφανίζεται ως ευρωπαϊστής, ικανός να υπερβεί τις ζημιές του Brexit.
Ο Φρίντριχ Μερτς, από την άλλη, θέλει να αποδείξει ότι η Γερμανία δεν είναι πλέον ο «γίγαντας με πήλινα πόδια» της Ευρώπης. Η εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους περιορισμούς χρέους του «φρένου χρέους» (Schuldenbremse) σηματοδοτεί το πέρασμα σε μια πιο αποφασιστική πολιτική ισχύος.
Με τη συμφωνία, ο Μερτς επιδιώκει να ενισχύσει το κύρος του στο εσωτερικό και να θωρακίσει τη Γερμανία απέναντι σε μια ανερχόμενη ακροδεξιά και την κριτική της αριστεράς για υπερστρατιωτικοποίηση.
Τι σημαίνει για την ΕΕ
Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η συμφωνία αποτελεί δίκοπο μαχαίρι. Από τη μια, ενισχύει την ευρωπαϊκή άμυνα σε μια εποχή που ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αναδείξει τις αδυναμίες της. Από την άλλη, επιβεβαιώνει τις φωνές που λένε ότι η ΕΕ δεν μπορεί να λειτουργεί ως ενιαίος παίκτης και ότι οι ισχυρές χώρες επιλέγουν να κινηθούν διμερώς ή τριμερώς για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους.
Η Συμφωνία του Κένσινγκτον μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Γερμανίας δεν είναι απλώς διπλωματική χειρονομία· είναι μια στρατηγική στροφή που επηρεάζει το σύνολο της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας.
Το μέλλον θα δείξει αν αποτελεί το θεμέλιο για μια πιο ενωμένη Ευρώπη ή αν, αντιθέτως, θα εντείνει τις φυγόκεντρες τάσεις και τις εθνικές προτεραιότητες, φέρνοντας στο προσκήνιο τις αντιφάσεις του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.