Αιφνιδιασμός Μαξίμου με εξεταστική για ΟΠΕΚΕΠΕ-Το παρασκήνιο της απόφασης
Τρεις διαφοροποιήσεις της μέχρι σήμερα κυβερνητικής προσέγγισης στα ζητήματα αυτά, εμπεριέχει ο αιφνιδιασμός Μητσοτάκη με την πρόταση για συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής από το 1998 για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Με την απόφαση αυτή, η κυβέρνηση, η οποία μιλά για «εξεταστική για όλα, χωρίς κουκούλωμα”, επιδιώκει να αναλάβει η ίδια την πρωτοβουλία των κινήσεων” και η πρόταση ενδεχομένως να κατατεθεί ακόμη και σήμερα.
Πρώτη διαφοροποίηση συνιστά το γεγονός ότι η κυβέρνηση επιλέγει εξεταστική επιτροπή, ενώ λίγους μήνες νωρίτερα- αμυνόμενη πολιτικά απέναντι στην κριτική που δεχόταν για την διαδικασία που ακολουθήθηκε στην Εξεταστική για τα Τέμπη- είχε παραδεχθεί διαχρονική επί της ουσίας, αναποτελεσματικότητά τους.
Στην τηλεοπτική συνέντευξή του στον Alpha, στα τέλη Ιανουαρίου, μετά το πρώτο μεγάλο συλλαλητήριο για τα Τέμπη, ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης δήλωνε για την εξεταστική «δεν πιστεύω ότι ήταν η καλύτερη στιγμή της Βουλής». Όπως έλεγε, «όταν συγκροτείται μία Εξεταστική Επιτροπή, εκ των πραγμάτων η διαδικασία μπαίνει στη λογική της κομματικής αντιπαράθεσης και σε μία ενδεχομένως αναμενόμενη περιχαράκωση των κομμάτων που δυσκολεύονται αυτή τη στιγμή, νομίζω, ιστορικά να δουν τη μεγάλη εικόνα και να δράσουν αντικειμενικά».
Εκτιμούσε μάλιστα ότι «είναι ένα δομικό πρόβλημα των Εξεταστικών Επιτροπών της Βουλής και, όπως πολλές άλλες, δεν έχουν καταφέρει να διαφωτίσουν την κοινή γνώμη»
Την επόμενη ημέρα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος εξηγούσε από την πλευρά του, μεταξύ άλλων, ότι «δυστυχώς, παραδοσιακά οι Εξεταστικές Επιτροπές στη Βουλή, κομματικοποιούνται».
«Απόδειξη τα πορίσματα, που υπάρχουν σε όλες τις Εξεταστικές Επιτροπές. Σχεδόν κάθε φορά -πάντως όχι, ποτέ ένα πόρισμα- ένα για κάθε κόμμα. Πως θα βγει, λοιπόν, άκρη όταν κάθε κόμμα βγάζει το δικό του πόρισμα. Αυτό, λοιπόν, επανέλαβε και χθες ο πρωθυπουργός. Γι’ αυτό και τις απαντήσεις θα τις δώσει η Δικαιοσύνη», προσέθετε.
Το Μέγαρο Μαξίμου απορρίπτει πάντως σήμερα τις αιτιάσεις περί αλλαγής στάσης του απέναντι στην διαδικασία της Εξεταστικής, υποστηρίζοντας ότι ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι φταίει η Επιτροπή καθαυτή.
Επιχειρεί μάλιστα επί της ουσίας να ρίξει το «γάντι» στην αντιπολίτευση για τα διαφορετικά πορίσματα, λέγοντας ότι ελπίζουμε, αυτή τη φορά, το πολιτικό σύστημα να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να μην αποδειχθεί, για ακόμα μια φορά, ότι μια εξεταστική δεν λύνει προβλήματα.
Στο κυβερνών κόμμα υπενθυμίζουν επίσης πως αυτή η κυβέρνηση έδωσε τη δυνατότητα για εξεταστική και στη μειοψηφία. «Άρα, θεωρούμε, ότι ως διαδικασία, όπως είναι κατοχυρωμένη από το νόμο, είναι πολύ σοβαρή, αλλά δεν θα πούμε ψέματα: σε μια σειρά από περιπτώσεις του πρόσφατου ή του απώτερου χρονικά παρελθόντος, το πολιτικό σύστημα απεδείχθη κατώτερο των περιστάσεων. Καιρός είναι να αμφισβητήσουμε τις προβλέψεις», τονίζουν συνεργάτες του πρωθυπουργού.
Η δεύτερη διαφοροποίηση αφορά στα “δύο μέτρα και δύο σταθμά” που της καταλογίζονται σε ότι αφορά το λεγόμενο «μοντέλο Τριαντόπουλου» ως μεταβατική επί της ουσίας στάση μέχρι να γίνει η αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος που η κυβέρνηση θα προτείνει όχι για να πηγαίνει κάθε μήνυση αυτομάτως στο φυσικό δικαστή, αλλά για “να φύγει το φίλτρο των κομμάτων” και να αποφασίζει ενδεχομένως μία πολυμελής επιτροπή που θα απαρτίζεται από δικαστές ή ένα μικτό σώμα δικαστών και κοινοβουλευτικών όπου πάντοτε η πλειοψηφία δεν θα είναι των βουλευτών.
«Δύο μέτρα και δύο σταθμά» ως προς το μοντέλο Τριαντόπουλου θα υπήρχαν αν αποφασίζαμε να πάμε σε προανακριτική, όπως στις άλλες δύο περιπτώσεις, και δεν ακολουθούσαμε το μοντέλο. Δεν σημαίνει ότι κάθε δικογραφία πρέπει να καταλήγει στο φυσικό δικαστή», σημειώνουν κυβερνητικά στελέχη απαντώντας στην κριτική που δέχεται το κυβερνών κόμμα.
Ο ίδιος ο κυβερνητικός εκπρόσωπος προσδιόρισε ως βασικές διαφορές το γεγονός ότι σε προηγούμενες περιπτώσεις υπήρχαν ποινικές διώξεις σε μη πολιτικά πρόσωπα, ενώ στην συγκεκριμένη δικογραφία δεν έχουμε άσκηση ποινικών διώξεων.
Η τρίτη διαφοροποίηση έγκειται στο ότι η απόφαση ελήφθη πριν παρουσιαστεί τελικά η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για σύσταση προανακριτικής, παρά το γεγονός ότι τόσο ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης, όσο και τα κυβερνητικά στελέχη δήλωναν το προηγούμενο διάστημα ότι θα την ανέμεναν προκειμένου να αξιολογήσουν την επιχειρηματολογία της αντιπολίτευσης πριν καθορίσουν την τελική στάση της ΝΔ.
“Πέρασαν 20 ημέρες από την είδηση της έλευσης της δικογραφίας και δεν κατέθεσαν μία πρόταση, δεν θα μπορούσαμε να παίξουμε κρυφτό με τα κόμματα της αντιπολίτευσης”, υποστήριξε ο κ. Μαρινάκης.
Το βέβαιο είναι πάντως ότι με την απόφαση να μην περιμένει το περιεχόμενο της πρότασης της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η κυβέρνηση επί της ουσίας θεωρεί ότι αυτή θα στηρίζεται σε πολιτικό σκεπτικό.
Η δική της πρόταση στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην αξιολόγηση που έγινε από το ίδιο το κυβερνών κόμμα και οδήγησε στο συμπέρασμα ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη συγκρότηση προανακριτικής. Και φυσικά απορρίπτονται αιτιάσεις ότι η κυβερνητική πλειοψηφία φοβήθηκε τις αντιδράσεις των δύο πρώην υπουργών Μάκη Βορίδη και Λευτέρη Αυγενάκη σε περίπτωση που προκειμένου να αποφύγει την πολιτική κατηγορία της “συγκάλυψης”, συναινούσε σε σύσταση προανακριτικής, έστω και ξεκαθαρίζοντας πως δεν διακρίνει ενδείξεις ποινικής ευθύνης.
«Σταθμίστηκαν όλα τα δεδομένα και δεν μπορούμε να ποινικοποιήσουμε μια υπόθεση μόνο και μόνο επειδή το θέλει η αντιπολίτευση», είναι το μήνυμα του Μεγάρου Μαξίμου, το οποίο δηλώνει επίσης ότι δεν υπάρχει ο κίνδυνος παραγραφής, «γιατί επί των δικών μας ημερών, άλλαξε το Σύνταγμα, επομένως, δεν υπάρχει ζήτημα αποσβεστικής προθεσμίας και δεν υπάρχει και ζήτημα καμιάς παραγραφής».
Όσον αφορά το αντικείμενο της Εξεταστικής, σύμφωνα με όσα δήλωσε χθες και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, πρόθεση της κυβερνητικής πλειοψηφίας είναι να εξετασθούν οι πράξεις των διοικήσεων του ΟΠΕΚΕΠΕ από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα, οι προτάσεις τους προς τις πολιτικές ηγεσίες και ποια η ανταπόκρισή τους, ποιοι ζήτησαν και πραγματοποίησαν διασταυρωτικούς ελέγχους, ποια τα αποτελέσματα και η διάρκειά τους, ποια τα κενά του συστήματος, ενώ θα διερευνηθεί και ο ρόλος του Τεχνικού Συμβούλου και οι σχέσεις του με την λειτουργία του ΟΠΕΚΕΠΕ, καθώς και το εάν υπήρχαν αθέμιτες επιρροές στον Οργανισμό ή αναποτελεσματικό σύστημα εσωτερικών ελέγχων.
Επίσης η «τεχνική λύση», που υπήρξε διαχρονική επιλογή πολλών και διαφορετικών κυβερνήσεων και υπουργών, ενώ θα αναζητηθούν και θα εξεταστούν όλες οι αιτίες για την μη υλοποίηση μέχρι σήμερα των Διαχειριστικών Σχεδίων Βόσκησης και η συσχέτισή τους με το δασολόγιο, το κτηματολόγιο και τα υπόλοιπα ψηφιακά εργαλεία του ΟΠΕΚΕΠΕ.