Γιατί τα κακοποιημένα παιδιά αναιρούν πολλές φορές τις καταθέσεις τους-Ο ρόλος των λειτουργών της δικαιοσύνης
Πριν από λίγες ημέρες έγινε γνωστό ότι παιδιά που είχαν εκμυστηρευτεί στις Αρχές κακοποίηση εντός της δομής της Κιβωτού του Κόσμου αναίρεσαν τις καταθέσεις τους λέγοντας ότι είχαν πιεστεί να πουν ψέματα. Αμέσως έκαναν την εμφάνισή τους (στη σφαίρα των social media κατά κύριο λόγο) “εύκολα” συμπεράσματα και ερμηνείες πολλά εκ των οποίων αμφισβητούσαν τις καταθέσεις όλων των εμπλεκομένων που κατήγγειλαν κακοποίηση.
Σε ότι αφορά τους ειδικούς όμως (εγκληματολόγους, παιδοψυχιάτρους και παιδοψυχολόγους) η αναίρεση των καταθέσεων δεν προκάλεσε έκπληξη. Γιατί; Διότι πρόκειται για συνηθισμένο μοτίβο συμπεριφοράς των κακοποιημένων παιδιών ανά τον κόσμο, συμπέρασμα που έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά από σειρά βιβλίων ειδικών επιστημόνων.
Το ερώτημα που μπαίνει κατά συνέπεια είναι το γιατί τα κακοποιημένα παιδιά αναιρούν πολλές φορές τις αρχικές καταθέσεις τους; Γιατί παρατηρείται αυτό το συνηθισμένο μοτίβο;
Οι λόγοι που έχουν καταγραφεί στη διεθνή βιβλιογραφία είναι οι ακόλουθοι:
1. Συναισθήματα φόβου, ενοχής και ντροπής
- Τα παιδιά νιώθουν έντονο φόβο για τις συνέπειες της αποκάλυψης, είτε για τα ίδια είτε για τους φροντιστές τους.
- Συχνά αισθάνονται ενοχές, πιστεύοντας ότι ευθύνονται κατά κάποιο τρόπο για την κακοποίηση ή ότι θα μπορούσαν να την αποτρέψουν.
- Η ντροπή και η αίσθηση κοινωνικής απομόνωσης τα εμποδίζουν να μιλήσουν ανοιχτά ή να διατηρήσουν σταθερή αφήγηση.
2. Ευαλωτότητα στη διατύπωση ερωτήσεων και στην επιρροή ενηλίκων
- Τα παιδιά είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε πιέσεις, υποβολές ή μη κατάλληλα διατυπωμένες ερωτήσεις από ενήλικες, αστυνομικούς ή δικαστικούς λειτουργούς.
- Ενδέχεται να προσαρμόζουν τις απαντήσεις τους ανάλογα με τις αντιδράσεις ή τις προσδοκίες των ενηλίκων, είτε για να τους ευχαριστήσουν είτε για να αποφύγουν δυσάρεστες συνέπειες.
3. Γνωστικοί και μνημονικοί μηχανισμοί
- Η μνήμη των παιδιών, ιδιαίτερα σε τραυματικά γεγονότα, δεν λειτουργεί ως «καταγραφέας» αλλά επηρεάζεται από το άγχος, το στρες και το πέρασμα του χρόνου.
- Τα παιδιά ενδέχεται να ξεχνούν, να διαστρεβλώνουν ή να «συμπληρώνουν» κενά στη μνήμη τους, ειδικά όταν επαναλαμβάνονται οι ερωτήσεις ή οι καταθέσεις.
4. Έλλειψη εμπιστοσύνης και αίσθημα ανασφάλειας
- Πολλά παιδιά δυσκολεύονται να εμπιστευτούν τους ενήλικες, ειδικά αν η κακοποίηση προέρχεται από πρόσωπα του στενού τους περιβάλλοντος.
- Η διαδικασία της κατάθεσης μπορεί να είναι ψυχολογικά επώδυνη και να ενισχύει το αίσθημα ανασφάλειας, οδηγώντας τα παιδιά σε απόσυρση ή σε αλλαγή της αρχικής τους αφήγησης.
5. Επανατραυματισμός και ψυχολογική επιβάρυνση
- Η επαναλαμβανόμενη ανάκριση ή η αναβίωση του τραύματος μέσα από συνεχείς καταθέσεις μπορεί να προκαλέσει επανατραυματισμό, με αποτέλεσμα το παιδί να αποφεύγει ή να παραποιεί τα γεγονότα για να προστατευτεί.
6. Ανάπτυξη και ηλικία
- Τα μικρότερα παιδιά έχουν περιορισμένη ικανότητα αφηγηματικής δομής και δυσκολεύονται να περιγράψουν με συνέπεια τα γεγονότα, ενώ τα μεγαλύτερα παιδιά μπορεί να επηρεάζονται περισσότερο από κοινωνικές πιέσεις ή ενοχές.
Η δικανική κατάθεση ενός παιδιού που έχει κακοποιηθεί είναι, όπως καταλαβαίνει κανείς, μια ιδιαίτερα απαιτητική υπόθεση. Ο επιστήμονας που καλείται σ’ αυτό το σύνθετο καθήκον θα πρέπει να διαθέτει την ιδιαίτερη τεχνογνωσία για να το κάνει. Ο τρόπος διατύπωσης των ερωτήσεων, σύμφωνα και με την ηλικία του παιδιού, η εν γένει αντιμετώπιση του θύματος, η ψυχολογική προσέγγιση, παίζουν τεράστια σημασία.
Ακόμα όμως και αν γίνουν τα πάντα με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο, δεν σημαίνει ότι εξασφαλίζεται η μη αναίρεση της κατάθεσης. Ο ανήλικος μπορεί να νιώσει ότι βάλλεται από τις εξελίξεις που προκαλεί η κατάθεσή του, ενώ πολλές φορές αναπτύσσει αισθήματα συμπόνοιας για τον κακοποιητή του, ειδικά αν αυτός/αυτή είναι μέλος της οικογένειάς του.
Εκτός αυτού τα κακοποιημένα παιδιά λυγίζουν εύκολα κάτω από την οποιαδήποτε ψυχολογική πίεση. Με τον εσωτερικό τους κόσμο ουσιαστικά έρμαιο του κάθε καλοθελητή που μπορεί, για τους δικούς του λόγους, να επιθυμεί να επανατραυματίσει, γίνεται σαφές ότι χρειάζεται μεγάλη προσοχή το διάστημα μετά την κατάθεση.
Και επίσης: Η κατάθεση, όπως έχουν τονίσει πολλές φορές οι ειδικοί, πρέπει να γίνεται μία και μόνο φορά έτσι ώστε να αποφεύγεται ο επανατραυματισμός του θύματος. Σύμφωνα με τα διεθνώς ισχύοντα, η κατάθεση αυτή βιντεοσκοπείται και αν ο δικαστικός λειτουργός επιθυμεί να την ακούσει και να την παρακολουθήσει ξανά, έχει αυτή τη δυνατότητα. Δεν πρέπει όμως επ’ ουδενί να ξανακαλέσει το παιδί για κατάθεση.
Η αλήθεια είναι ότι τη σχετική τεχνογνωσία (και εμπειρία) την διαθέτουν ελάχιστοι δικαστικοί στην Ελλάδα. Και αυτή η αδυναμία παράγει, δυστυχώς, στρεβλώσεις στον τρόπο απόδοσης της δικαιοσύνης σε πολλές σχετικές υποθέσεις. Ισως γι’ αυτό πολλές φορές ακούμε πράγματα ανήκουστα από δικαστές και εισαγγελείς που καλούνται να δικάσουν καταγγελίες για κακοποίηση που φτάνουν στις αίθουσες.