Γάζα: Τι σημαίνει η ξαφνική επαναφορά του “σχεδίου εκτοπισμού” από Τραμπ–Νετανιάχου
Σε μία από τις πιο κρίσιμες φάσεις των συνομιλιών για την επίτευξη νέας εκεχειρίας στη Γάζα, η δημόσια επαναφορά του σεναρίου εκτοπισμού των Παλαιστινίων από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και τον Πρωθυπουργό του Ισραήλ Βενιαμίν Νετανιάχου ρίχνει βαριά σκιά στις διαπραγματεύσεις που εξελίσσονται στη Ντόχα. Το αμφιλεγόμενο αυτό αφήγημα, απορριπτέο από την Αίγυπτο και τον αραβικό κόσμο, επανέρχεται σε μία στιγμή όπου διεθνείς μεσολαβητές προσπαθούν να επιτύχουν την πρώτη σταθερή συμφωνία κατάπαυσης του πυρός από την έναρξη του πολέμου στις 7 Οκτωβρίου 2023.
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν πρόκειται για μια εσκεμμένη τακτική πίεσης προς την παλαιστινιακή πλευρά ή για πρόδρομο ανατροπής της διπλωματικής διαδικασίας. Η αναφορά Τραμπ στο «ενδεχόμενο συνεργασίας με τις γύρω χώρες για ένα καλό αποτέλεσμα», όταν ρωτήθηκε για τον εκτοπισμό των Παλαιστινίων, και η παράλληλη θέση του Νετανιάχου πως αναζητούν χώρες που θα μπορούσαν να δεχθούν μια τέτοια «λύση», ερμηνεύεται από αιγυπτιακές διπλωματικές πηγές ως αρνητικό σήμα για τις συνομιλίες.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η επαναφορά αυτών των σεναρίων τη συγκεκριμένη στιγμή «υπονομεύει την προοπτική εκεχειρίας και αποκατάστασης της Γάζας» και ενισχύει τις υποψίες για σχέδιο δημιουργίας τετελεσμένων στο έδαφος, υπό το βάρος της στρατιωτικής πίεσης.
Το Κατάρ, με την υποστήριξη της Αιγύπτου, φιλοξενεί τις συνομιλίες, ενώ αναμένεται η άφιξη του Αμερικανού ειδικού απεσταλμένου Στιβ Γουίτκοφ, με στόχο την οριστικοποίηση του πλαισίου συμφωνίας. Αν και η Ουάσινγκτον επιμένει ότι επιθυμεί τον τερματισμό της σύγκρουσης και στηρίζει τους διαμεσολαβητές, η ταυτόχρονη επαναφορά του εκτοπισμού ως «πιθανής εναλλακτικής», δημιουργεί αντιφατικά μηνύματα. Οι δηλώσεις Τραμπ συνοδεύονται και από πληροφορίες του Reuters για αμερικανικά σχέδια ίδρυσης καταυλισμών εντός ή και εκτός Γάζας, με προϋπολογισμό 2 δισ. δολαρίων – πρωτοβουλία που έχει προκαλέσει παγκόσμια ανησυχία και αραβική αντίδραση.
Ο Ισραηλινός υπουργός Άμυνας Γιοάβ Γκαλάντ και ο υπουργός Ζεέβ Έλκιν επιβεβαιώνουν την πρόθεση του Ισραήλ να ιδρύσει «ανθρωπιστική ζώνη» στην περιοχή της Ράφα, ικανή να φιλοξενήσει πάνω από 600.000 Παλαιστινίους. Σύμφωνα με τον Ισραηλινό σχεδιασμό, η Ράφα θα μετατραπεί σε περιορισμένο χώρο διαβίωσης, αποστρατιωτικοποιημένο και «καθαρό από Χαμάς» – μια συνθήκη που ο Παλαιστίνιος αναλυτής Αϊμάν Αλ Ρακάμπ περιγράφει ως «σχέδιο φυλακής υπό πίεση» για να οδηγηθεί ο πληθυσμός είτε σε αναγκαστική έξοδο είτε σε ελεγχόμενο περιορισμό.
Ωστόσο, οι τρέχουσες διαπραγματεύσεις έχουν –τουλάχιστον επισήμως– άλλο χαρακτήρα. Όπως ανέφερε ο εκπρόσωπος του Καταριανού ΥΠΕΞ, Μάτζεντ Αλ Ανσαρί, το αντικείμενο των συνομιλιών είναι η συμφωνία για πλαίσιο εκεχειρίας, με έμφαση στη σταδιακή αποχώρηση του Ισραηλινού στρατού από τη Γάζα, την είσοδο ανθρωπιστικής βοήθειας και τον μηχανισμό επιτήρησης του πυρός. Η μεσολάβηση της Αιγύπτου χαρακτηρίζεται «σημαντική» από τον πολιτικό επιστήμονα Τάρεκ Φάχμι, ο οποίος εκτιμά ότι η παρουσία του Γουίτκοφ στην περιοχή σηματοδοτεί «προχωρημένο στάδιο συνομιλιών», όπως είχε συμβεί και στον γύρο του Ιανουαρίου.
Πηγές του ιταλοϊσραηλινού μέσου i24NEWS μεταδίδουν ότι το 75% των θεμάτων έχει ήδη επιλυθεί, με τις εκκρεμότητες να αφορούν κυρίως τη διανομή της βοήθειας και το προσωρινό καθεστώς ασφαλείας στη Γάζα. Η σύγκλιση αυτή επιβεβαιώνεται και από το γαλλικό AFP, που επικαλείται παλαιστινιακές πηγές περί «δύσκολων αλλά παραγωγικών διαβουλεύσεων», με επίκεντρο τα σημεία εξόδου του Ισραήλ και το χρονικό εύρος της εκεχειρίας.
Από την ισραηλινή πλευρά, ο Γκαλ Χιρς, συντονιστής για τα θέματα αιχμαλώτων, και ο πολιτικός σύμβουλος του Νετανιάχου, Οφίρ Φαλκ, ηγούνται της αποστολής στη Ντόχα μαζί με εκπροσώπους του στρατού, της Μοσάντ και της Σιν Μπετ. Ο σχηματισμός του κλιμακίου, όπως τονίζει ο Φάχμι, αποδεικνύει ότι το Ισραήλ «δεν προσέρχεται προσχηματικά αλλά με στόχο συγκεκριμένης τεχνικής συμφωνίας». Ο σκοπός παραμένει η απελευθέρωση ισραηλινών ομήρων, κάτι που ο Νετανιάχου θεωρεί απαραίτητο βήμα για την επιβίωση της κυβέρνησής του.
Το διπλωματικό παράδοξο είναι ότι ενώ η αμερικανική πλευρά φέρεται να στηρίζει την προσπάθεια συμφωνίας –με πρωταγωνιστικό ρόλο στην αποστολή Γουίτκοφ–, ο ίδιος ο Τραμπ, διατηρεί ρητορική ασάφειας ή ακόμα και πρόκλησης.
Η αμφισημία του για τη λύση δύο κρατών, η απουσία καθαρής καταδίκης του σεναρίου εκτοπισμού και οι επανειλημμένες δηλώσεις για «καλό αποτέλεσμα μέσω συνεργασίας», εντείνουν τον διπλωματικό σκεπτικισμό. Ειδικά η Αίγυπτος και η Ιορδανία, χώρες με ζωτικό ενδιαφέρον για την τύχη της Γάζας, έχουν διαμηνύσει ότι οποιαδήποτε μετακίνηση πληθυσμού αποτελεί κόκκινη γραμμή.
Ο Αϊμάν Αλ Ρακάμπ, εκφράζοντας την παλαιστινιακή ανησυχία, θεωρεί ότι ο Νετανιάχου μπορεί να χρησιμοποιήσει την εκεχειρία ως παράθυρο επαναδιαπραγμάτευσης του σχεδίου εκτοπισμού, αφού πρώτα επιτύχει την ανταλλαγή ομήρων. Πρόκειται, σύμφωνα με τον ίδιο, για διπλή στρατηγική: αφενός μείωση της πίεσης μέσω διακοπής των επιχειρήσεων, αφετέρου δημιουργία εσωτερικών συνθηκών που οδηγούν σταδιακά σε «εκούσια» μετανάστευση.
Από την άλλη, ο πολιτικός στόχος του Τραμπ παραμένει η ενίσχυση της επιρροής του στον προεκλογικό λόγο των Ρεπουμπλικανών, με φιλοϊσραηλινή ρητορική και εμφατική αποστασιοποίηση από τις «αποτυχημένες λύσεις των Δημοκρατικών», όπως η συζήτηση για ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος. Οι παρεμβάσεις του στοχεύουν τόσο στη διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας στο στρατηγικό αφήγημα της περιοχής όσο και στη διπλωματική εξισορρόπηση απέναντι στις πιέσεις που δέχεται από διεθνείς θεσμούς για τις συνέπειες της ισραηλινής επιχείρησης.
Η πορεία προς εκεχειρία, υπό αυτές τις συνθήκες, προσομοιάζει με ελιγμό πολιτικής επιβίωσης για όλες τις πλευρές: η Χαμάς επιδιώκει παύση πυρός για να ανασυνταχθεί, το Ισραήλ για να κερδίσει χρόνο και διπλωματική ανακούφιση, ενώ οι ΗΠΑ προσπαθούν να επανακτήσουν ελεγκτικό ρόλο στην περιοχή, χωρίς να δυσαρεστήσουν το Ισραήλ. Σε αυτό το σκηνικό, η πιθανή συμφωνία που προετοιμάζεται στη Ντόχα ίσως επιτευχθεί, όπως υποστηρίζουν αρκετοί αναλυτές, αλλά η σταθερότητά της δεν είναι καθόλου εγγυημένη.
Όπως επισημαίνουν διπλωματικές πηγές από το Κάιρο και τη Ντόχα, το κρίσιμο τεστ θα είναι η εφαρμογή της συμφωνίας επί του πεδίου – ιδίως όσον αφορά το ανθρωπιστικό σκέλος και την επιστροφή των εκτοπισμένων στις περιοχές τους. Αν ο Νετανιάχου επιχειρήσει να κρατήσει «κλειδωμένους» πληθυσμούς στη Ράφα και να προωθήσει το αφήγημα της «προσωρινής απομάκρυνσης», τότε το ενδεχόμενο ανθεκτικής εκεχειρίας εξασθενεί σημαντικά.
Ο δρόμος προς τη συμφωνία περνάει λοιπόν από τη διπλωματική αποφασιστικότητα όλων των μερών – και κυρίως από το αν οι ΗΠΑ θα επιλέξουν σαφή στάση: είτε ενίσχυση των διαπραγματεύσεων είτε στήριξη ενός σχεδίου που μπορεί να προκαλέσει νέα, μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση.