Ανάλυση/ΗΠΑ-Κίνα: Από τα σκληρά λόγια στις ρεαλιστικές συναινέσεις

Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο σηματοδότησε την επαναφορά μιας επιθετικής στρατηγικής απέναντι στην Κίνα, με επίκεντρο την επιβολή δασμών και την πρόθεση αποδυνάμωσης του εξαγωγικού και παραγωγικού της μοντέλου. Ωστόσο, μέσα σε λίγους μήνες, η προσέγγιση αυτή άρχισε να μεταβάλλεται, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να στρέφονται σε μια πιο πραγματιστική γραμμή, αναζητώντας τρόπους μείωσης της έντασης και επίτευξης νέων εμπορικών συμφωνιών με το Πεκίνο. Η στροφή αυτή δεν είναι τυχαία, αλλά αντανακλά τις δομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η αμερικανική οικονομία και τους περιορισμούς της παγκόσμιας αλληλεξάρτησης. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το 2023 οι ΗΠΑ και η Κίνα συνεισέφεραν από κοινού το 43% του παγκόσμιου ΑΕΠ, το 21% των εξαγωγών και το 23% των εισαγωγών.
Πρόκειται για δύο οικονομίες που συγκροτούν τον πυρήνα της παγκόσμιας οικονομικής τάξης. Ωστόσο, αυτή η τάξη κλονίστηκε σοβαρά από την όξυνση των ανταγωνισμών, ιδιαίτερα μετά την επιβολή υψηλότατων δασμών εκατέρωθεν. Ο Τραμπ επέβαλε δασμούς έως και 145% σε στρατηγικούς τομείς όπως το αλουμίνιο και ο χάλυβας, ενώ η Κίνα αντέδρασε με αντίμετρα που έφτασαν το 125%.
Η αρχική στρατηγική στόχευε σε τρεις βασικούς άξονες: τον περιορισμό του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ, την αναζωογόνηση της αμερικανικής βιομηχανίας και την επιβράδυνση της οικονομικής ανόδου της Κίνας. Παρότι λογική από στρατηγική σκοπιά, η προσέγγιση αυτή συνάντησε σοβαρά εμπόδια. Ο βασικός λόγος είναι ότι το έλλειμμα των ΗΠΑ είναι διαρθρωτικό: οι Αμερικανοί καταναλώνουν περισσότερα απ’ όσα παράγουν, η αποταμίευση είναι περιορισμένη και το συνολικό χρέος ξεπερνά τα 36 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Τα οικονομικά αποτελέσματα των δασμών ήταν, μάλιστα, αρνητικά. Μελέτη του Αμερικανο-Κινεζικού Επιχειρηματικού Συμβουλίου έδειξε ότι οι δασμοί της πρώτης θητείας Τραμπ προκάλεσαν απώλεια 245.000 θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ, χωρίς να μεταβάλουν ουσιαστικά την υπεροχή της Κίνας στο εξωτερικό εμπόριο. Ταυτοχρόνως, οι δασμοί προκάλεσαν ανατιμήσεις σε βασικά προϊόντα όπως smartphones και υπολογιστές, καθώς η τεχνογνωσία συναρμολόγησης είναι σήμερα συγκεντρωμένη στην Ασία, με ελάχιστα περιθώρια μεταφοράς παραγωγής στις ΗΠΑ.
Ενδεικτικό είναι ότι στις 11 Απριλίου ο Τραμπ ανακοίνωσε εξαίρεση δασμών για όλα τα smartphones, υπολογιστές και ηλεκτρονικά που εισάγονται, ακόμη και από την Κίνα. Η απόφαση αυτή αποτυπώνει την αναγνώριση ότι οι παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού είναι εξαιρετικά σύνθετες και ότι οι απόπειρες βίαιης αναδιάρθρωσης οδηγούν σε αυτοϋπονόμευση. Ένα iPhone, για παράδειγμα, περιλαμβάνει εξαρτήματα από 43 χώρες. Η φορολόγησή του, επομένως, συνεπάγεται επιβάρυνση στον τελικό καταναλωτή και όχι ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής.
Πέραν της παραγωγής, η Κίνα διατηρεί ακόμη τουλάχιστον 750 δισ. δολάρια σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου. Σε ένα περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων και αυξανόμενου χρέους, η πιθανή ρευστοποίηση αυτών των τίτλων από την Κίνα θα μπορούσε να προκαλέσει άνοδο των επιτοκίων και σοβαρούς κινδύνους στη χρηματοδότηση του αμερικανικού κράτους.
Όλα τα παραπάνω οδήγησαν την Ουάσινγκτον σε μια σταδιακή αλλαγή πορείας. Οι επιθετικοί τόνοι υποχώρησαν, η ρητορική έγινε πιο διαλλακτική, και οι διαπραγματεύσεις για νέα εμπορική συμφωνία επανεκκίνησαν. Η στρατηγική τώρα δεν είναι η πλήρης αποσύνδεση, αλλά η διαχείριση της εξάρτησης. Με μερική άρση δασμών και πιο ορθολογική αντιμετώπιση της διαπλοκής, επιδιώκεται σταθερότητα, με στόχο τη μείωση των κινδύνων και την προσέλκυση επενδύσεων.
Η νέα αυτή φάση αντανακλά τη σύνθετη αλληλεξάρτηση των δύο οικονομιών. Η λεγόμενη πολιτική “αποσύζευξης” (decoupling), που στηρίχθηκε στην ιδέα μεταφοράς της παραγωγής πίσω στις ΗΠΑ ή σε φιλικά κράτη, συναντά αντιστάσεις λόγω κόστους και δυσκολίας εφαρμογής. Η επιμονή σε μια τέτοια γραμμή θα συνεπαγόταν υψηλό πληθωρισμό, μειωμένη παραγωγικότητα και ανασφάλεια για τους επενδυτές. Αντίθετα, η διπλωματία και η αναζήτηση αμοιβαία επωφελών λύσεων αποδεικνύονται πιο ρεαλιστικές.
Παρά την επίσημη διατήρηση της επιφυλακής, το παράδειγμα της διαχείρισης των δασμών δείχνει ότι ακόμη και σε περιόδους γεωπολιτικού ανταγωνισμού, το εμπόριο παραμένει εργαλείο διαλόγου και εξισορρόπησης. Το Πεκίνο άλλωστε δηλώνει ανοιχτό σε συνομιλίες, αρκεί να διατηρηθεί η ισότητα, ενώ οι αγορές βλέπουν θετικά κάθε ένδειξη αποκλιμάκωσης.
Συμπερασματικά, η περίπτωση των σινοαμερικανικών οικονομικών σχέσεων αποκαλύπτει τα όρια των μονομερών μέτρων και τη σημασία των πολυμερών θεσμών και της διπλωματικής ωριμότητας. Ο Τραμπ, αν και ξεκίνησε με σκληρή στάση, φαίνεται να αντιλαμβάνεται σταδιακά ότι η επιβίωση και η ενίσχυση της αμερικανικής ηγεμονίας δεν περνούν μέσα από την απομόνωση, αλλά μέσω της έξυπνης διαχείρισης της παγκοσμιοποίησης. Σε ένα κόσμο όπου το εμπόριο δεν είναι πια παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, η ισορροπία μεταξύ ανταγωνισμού και συνεργασίας ίσως αποτελέσει τη σημαντικότερη πρόκληση της εποχής μας.