Δημοψήφισμα: Οι λόγοι που οδήγησαν στην παρέμβαση Τσίπρα 10 χρόνια μετά
H χθεσινή παρέμβαση του Αλέξη Τσίπρα, για το δημοψήφισμα του 2015, κατά πολλούς μη αναμενόμενη, προφανώς και δεν ήταν “αθώα” ως προς το χρόνο της κατάθεσής της. Στις 27 Ιουνίου συμπληρώθηκαν ακριβώς 10 χρόνια από την εξαγγελία του δημοψηφίσματος της 4ης Ιουλίου, μία στιγμή αν μην τι άλλο ιστορική για την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία (εκτός των άλλων, ήταν και το πρώτο δημοψήφισμα που έλαβε χώρα στην Ελλάδα από το 1974 και μετά).
Η πλευρά Τσίπρα, και ο ίδιος ο πρώην Πρωθυπουργός έχουν την αίσθηση ότι για την εν λόγω απόφαση αλλα και την εν λόγω διαδικασία και τον τρόπο που αυτή εξελίχθηκε, ακόμα και μετά τη διεξαγωγή της, υπάρχει μία στρεβλή εντύπωση στο δημόσιο διάλογο.
Πιστεύουν ότι η μιντιακή προπαγάνδα της εποχής δεν επέτρεψε στην αλήθεια να ακουστεί και ότι αυτή η προπαγάνδα είχε απολήξεις που φτάνουν ακόμα και στη σημερινή εποχή.
Θα μπορούσε να χωρίσει κανείς τις εν γένει αντιρρήσεις της πλευράς Τσίπρα προς το τότε κυρίαρχο αφήγημα σε τρεις χρονικές ζώνες.
Πριν παρθεί η απόφαση για το δημοψήφισμα
Λίγοι θυμούνται σήμερα ότι οι Ελληνες κλήθηκαν να πουν ένα ναι ή ένα όχι πάνω σε ένα συγκεκριμένο κείμενο συμφωνίας που είχε κατατεθεί από τους θεσμούς στην ελληνική κυβέρνηση. Το κείμενο αυτό, γνωστό και ως πρόταση Γιούνκερ, δεν άφηνε πολλά περιθώρια ελιγμών στην κυβέρνηση, για την ακρίβεια πρότεινε μία εξάμηνη χρηματοδότηση της χώρας με πολύ σκληρούς όρους χωρίς να θίγει επ’ ουδενί το θέμα του χρέους.
Η πρόταση αυτή επίσης είχε το χαρακτήρα του take it or leave it, ήταν με άλλα λόγια ένα κατά το κοινώς λεγόμενο τελεσίγραφο.
Το κυρίαρχο αφήγημα θέλει την απόφαση Τσίπρα για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος λαϊκίστικη έως και επικίνδυνη. Ο ίδιος πιστεύει, και το έχει πολλές φορές, ότι ουσιαστικά η επιλογή αυτή ήταν αναπότρεπτη. Εκεί βέβαια που είχαν φτάσει τα πράγματα ήταν φανερό ότ η κυβέρνηση δεν θα είχε την πολυτέλεια να αποκρούσει εντελώς τη μνημονιακή λογική της τρόικας, όμως η προσοχή της στρεφόταν κυρίως στο ζήτημα της διευθέτησης του χρέους, ζήτημα που η πρόταση Γιούνκερ αγνοούσε.
Η απόφαση για το δημοψήφισμα, έτσι, πάρθηκε σχετικά εύκολα. Εστω και αν ο Γιούνκερ απέσυρε στη συνέχεια το κείμενο, ήταν φανερό ότι ακόμα και οι θεσμοί επιθυμούσαν ένα τέλος στην πεντάμηνη διαπραγμάτευση χωρίς όμως να είχαν υπολογίσει ότι ο Ελληνας Πρωθυπουργός θα έπαιζε τα ρέστα του.
Κατά τη διάρκεια της σύντομης περιόδου από την ανακοίνωση μέχρι και τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος
Οι Ευρωπαίοι αιφνιδιάστηκαν από την απόφαση διεξαγωγής του δημοψηφίσματος. Γι’ αυτό και άμεσα έπαιξαν το χαρτί της επαπειλούμενης εξόδου της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ.
Ακόμα και σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί όπως ο Γερμανός Σουλτς ήταν περίπου βέβαιοι ότι το ερώτημα δεν είχε να κάνει με την πρόταση Γιούνκερ αλλά με την παραμονή της χώρας ή όχι στο κοινό νόμισμα.
Σε εκείνο το ιδιαίτερα κρίσιμο και “πυκνό” εννιαήμερο ο Αλέξης Τσίπρας χρειάστηκε να ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους ότι δεν υπήρχε θέμα εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ.
Το τόνισε στις δύο τηλεοπτικές συνεντεύξεις που έδωσε (σε ΕΡΤ και Αντέννα) αλλά για να γίνει κοινό κτήμα του κόσμου (αν έγινε ποτέ) χρειάστηκε να προχωρήσει σε τηλεοπτικό διάγγελμα την Πέμπτη 2 Ιουλίου κατά τα οποίο ανέφερε ρητά ότι το Οχι σήμαινε εντολή για περαιτέρω διαπραγμάτευση μέσα στο ευρώ και όχι έξω απ’ αυτό.
Αυτό εν τέλει και έγινε με τον φοβερά οδυνηρό συμβιβασμό στην περιβόητη 17ώρη διαπραγμάτευση των Βρυξελλών η οποία είχε ως κατάληξη την υπογραφή του τρίτου μνημονίου.
Μετά το δημοψήφισμα
Οι εξ’ αριστερών κατήγοροι του Αλέξη Τσίπρα τονίζουν πολύ συχνά ότι με το συμβιβασμό και την υπογραφή του για το τρίτο μνημόνιο, ο Πρωθυπουργός μετέτρεψε το Οχι και σε Ναι.
Ο Τσίπρας, όλα αυτά τα χρόνια, αρνείται σθεναρά αυτήν την κατηγορία. Μόνο εφέτος όμως, 10 χρόνια μετά τα γεγονότα του Ιουλίου του 2015, ζήτησε να δοθούν στη δημοσιότητα τα πρακτικά του Συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών που έλαβε χώρα αμέσως μετά το δημοψήφισμα και το θρίαμβο του Οχι με 62%.
Το τι συζητήθηκε δεν θα το μάθουμε σύντομα, ο σημερινός πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τασούλας αρνήθηκε το σχετικό αίτημα για τη δημοσιοποίηση των πρακτικών.
Η επιχειρηματολογία όμως Τσίπρα καθορίζεται από το (λογικό) επιχείρημα ότι ο τότε Πρωθυπουργός δεν υποσχέθηκε σε κανέναν ρήξη με τους Ευρωπαίους εταίρους. Ηταν φυσικά μία συστημική πολιτική επιλογή, με την οποία διαφωνούσε το 30% του κόμματός του (γι’ αυτό άλλωστε προέκυψε και η διάσπαση του Αυγούστου του 2015), η οποία όμως είχε εκφραστεί δημοσίως. Το Οχι σημαίνει συνέχεια της διαπραγμάτευσης.
Ο Τσίπρας από τις εξελίξεις νιώθει, έστω και εν μέρει, δικαιωμένος για έναν βασικό λόγο:
Για το γεγονός ότι η συμφωνία για το τρίτο μνημόνιο εμπεριείχε την πρόβλεψη για τη διευθέτηση του χρέους η οποία έγινε πραγματικότητα το καλοκαίρι του 2018. Κατά τη δική του οπτική αυτή η ακριβώς η ρύθμιση έδωσε πολύ μεγάλη ανάσα στη χώρα και της επέτρεψε να περάσει τις επόμενες κρίσεις χωρίς να “τσαλακωθεί” δημοσιονομικά.
Περισσότερα, προφανώς, θα διαβάσουμε στο βιβλίο που ετοιμάζει αυτήν την περίοδο ο πρώην Πρωθυπουργός…