Ιράν: Το πραγματικό μέγεθος των καταστροφών στα πυρηνικά εργοστάσια από τα πλήγματα του Ισραήλ

 Ιράν: Το πραγματικό μέγεθος των καταστροφών στα πυρηνικά εργοστάσια από τα πλήγματα του Ισραήλ

Οι ισραηλινές επιδρομές εναντίον του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, και ειδικά η πρόσφατη Επιχείρηση «Ανερχόμενος Λέων» (Ιούνιος 2025), έφεραν στο φως το μεγάλο ερώτημα: ποιο είναι το πραγματικό μέγεθος της καταστροφής που υπέστησαν οι ιρανικές εγκαταστάσεις εμπλουτισμού ουρανίου και τι σημαίνει αυτό για την ικανότητα της Τεχεράνης να προχωρήσει προς την κατασκευή όπλων μαζικής καταστροφής. Με επικεφαλής τη Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (IAEA), αλλά χωρίς δυνατότητα επιθεώρησης μετά τις επιθέσεις, οι εκτιμήσεις βασίζονται κυρίως σε δορυφορικές εικόνες και αναφορές τρίτων.

Ωστόσο, αυτά που ήδη γνωρίζουμε για τις ζημιές σε τρεις βασικές εγκαταστάσεις — Νατνίζ, Φορντού και Ισφαχάν — δημιουργούν ένα άκρως ανησυχητικό πλαίσιο. Τα πλήγματα στην τροφοδοσία ρεύματος της Νατνίζ και η καταστροφή της πειραματικής μονάδας αφενός επιβραδύνουν τον χρόνο εμπλουτισμού και αφετέρου ενισχύουν το διεθνές αίτημα για αυξημένη διπλωματική πίεση ή ακόμη και στρατιωτική αποτροπή.

Στο πλαίσιο αυτό, αναδεικνύονται κρίσιμες παράμετροι: βαθμός εμπλουτισμού, αδιαφάνεια επιθεώρησης, αποθήκευση υλικών και πιθανές επιπλοκές με νέες τεχνολογίες. Ας δούμε, λοιπόν, αναλυτικά τις σημαντικότερες επιπτώσεις.

Ο πυρηνικός εξοπλισμός του Ιράν στηρίζεται σε τρεις μεγάλες εγκαταστάσεις εμπλουτισμού ουρανίου: τις υπόγειες εγκαταστάσεις στη Νατνίζ, την επιφανειακή πειραματική μονάδα στην ίδια τοποθεσία και την υπόγεια περιοχή της Φορντού. Η Νατνίζ διαθέτει περίπου 17.000 φυγοκεντρικούς αντιδραστήρες, από τους οποίους οι 13.500 λειτουργούσαν πριν τις επιθέσεις, εμπλουτίζοντας ουράνιο σε καθαρότητα περίπου 5%, επαρκή για εμπορική χρήση. Οι επιθέσεις όμως κατέστρεψαν τη βασική υποδομή ηλεκτροδότησης, στοχοθετώντας τον υποσταθμό χαμηλής τάσης. Η IAEA χαρακτήρισε τις συνέπειες «εκτεταμένες», ενώ αναφορές κάνουν λόγο για σοβαρές βλάβες, αν όχι ολική καταστροφή, των ίδιων των συστημάτων φυγοκέντρησης, καθώς δεν υπάρχουν πλέον εναλλακτικές πηγές τροφοδοσίας. Οι επιθεωρητές της IAEA δεν έχουν ακόμα επιτόπια πρόσβαση, γεγονός που σημαίνει ότι η τεκμηρίωση στηρίζεται μόνο σε δορυφορικά δεδομένα και τεχνικές αναλύσεις.

Η δεύτερη μονάδα στη Νατνίζ, που λειτουργούσε ως πειραματικό εργαστήριο εμπλουτισμού έως και 60% καθαρότητας, υπέστη πλήρη καταστροφή. Επρόκειτο για περιορισμένο σύστημα με περίπου 200 αντιδραστήρες, καθώς η ερευνητική δραστηριότητα είχε ήδη εν μέρει μεταφερθεί στη μεγαλύτερη υπόγεια εγκατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, η απώλεια θεωρείται συμβολικά ισχυρή: αφαιρεί τον δοκιμαστικό χώρο, παρακρατεί τεχνολογικά εργαλεία και επιβραδύνει τον χρόνο ανάπτυξης νέων μοντέλων φυγοκεντρικών συστημάτων, ειδικά για ακραίες βαθμίδες εμπλουτισμού.

Αντιθέτως, στη μονάδα Φορντού, όπου πραγματοποιείται εμπλουτισμός έως 60%, δεν έχουν καταγραφεί ορατές ζημιές. Αναλυτές και η IAEA σημειώνουν ότι η γεωμορφολογική θωράκιση —η μονάδα είναι σκαμμένη μέσα σε βουνό— σε συνδυασμό με τεχνικές ενισχυμένης κατασκευής, την καθιστούν εξαιρετικά ανθεκτική σε αεροπορικές επιθέσεις. Η μονάδα παράγει περίπου 166 κιλά ουρανίου στο 60% ανά τρίμηνο, ποσότητα αρκετή, με περαιτέρω εμπλουτισμό, για σχεδόν τέσσερις πυρηνικές κεφαλές. Ωστόσο, είναι άγνωστο αν και πώς επηρεάστηκε έμμεσα από τις επιθέσεις στη Νατνίζ ή την Ισφαχάν.

Η IAEA έχει επιβεβαιώσει επίσης ζημιές σε τουλάχιστον τέσσερα κτίρια στο εργοστάσιο της Ισφαχάν, περιλαμβανομένων μονάδων μετατροπής ουρανίου, όπου παράγεται το εξαφθοριούχο ουράνιο (UF6), αναγκαίο για τη λειτουργία των φυγοκεντρητών. Η απώλεια αυτών των μονάδων έχει στρατηγικές επιπτώσεις: χωρίς νέα παρτίδα UF6, η τροφοδοσία των συστημάτων εμπλουτισμού διακόπτεται, περιορίζοντας την αυτονομία του προγράμματος.

Παράλληλα, δύο μονάδες παραγωγής φυγοκεντρικών συστημάτων στην Τεχεράνη και την Κερχ, που βρίσκονταν υπό εποπτεία της IAEA, χτυπήθηκαν. Το γεγονός επιτείνει τη διαταραχή στην παραγωγή, ενώ εντείνει τις ανησυχίες για μεταφορά εξαρτημάτων εκτός συστήματος επιτήρησης.

Σε ανθρώπινο επίπεδο, σύμφωνα με πηγές του Ιράν και του Ισραήλ, τουλάχιστον 14 Ιρανοί επιστήμονες σκοτώθηκαν, κάποιοι σε επιθέσεις με τηλεκατευθυνόμενες βόμβες. Το ισραηλινό επιτελείο κατονόμασε εννέα εξ αυτών ως κρίσιμα στελέχη του προγράμματος. Οι δυτικές χώρες τονίζουν, ωστόσο, πως το Ιράν διαθέτει αντισταθμιστικό δυναμικό γνώσης, και ότι η τεχνογνωσία δεν χάνεται με την απώλεια προσώπων.

Η ίδια η IAEA είχε προειδοποιήσει πως το αποθεματικό ουρανίου του Ιράν υπερέβαινε ήδη, προ επιθέσεων, τα όρια που απαιτούνται για την κατασκευή έως και εννέα πυρηνικών κεφαλών. Παρόλο που το μεγαλύτερο ποσοστό φυλάσσεται στο υπόγειο της Ισφαχάν, η διατάραξη της τροφοδοσίας σημαίνει πως η στρατηγική αξιοποίησης του υλικού γίνεται πιο πολύπλοκη. Επιπλέον, ο αντιπρόεδρος του ΥΠΕΞ, Κάζεμ Γκαρίμπ Αμπαντάντι, δήλωσε ότι η Τεχεράνη μπορεί να μειώσει τη συνεργασία με την IAEA ή και να αποχωρήσει από τη Συνθήκη Μη Διάδοσης (NPT) — εξέλιξη που θα πυροδοτούσε παγκόσμια διπλωματική κρίση.

Τα κρίσιμα ερωτήματα παραμένουν:

  • Θα μπορέσει να επανέλθει η ηλεκτροδότηση της Νατνίζ;
  • Θα ανασυσταθεί η πειραματική μονάδα;
  • Θα υπάρξει συνέχεια συνεργασίας με τη IAEA;
  • Ποια θα είναι η αντίδραση της Τεχεράνηςδιπλωματική, στρατιωτική ή απομονωτική;

Αυτό που είναι ήδη ξεκάθαρο είναι ότι το Ιράν βρίσκεται αντιμέτωπο με πολλαπλή κρίση: τεχνική, γεωπολιτική, διπλωματική. Η καταστροφή κρίσιμων υποδομών και η απώλεια επιστημονικού δυναμικού σηματοδοτούν σημαντική επιβράδυνση του πυρηνικού προγράμματος — όχι όμως την οριστική αναστολή του.

Ο χρόνος —και όχι τα όπλα— μοιάζει να είναι το νέο πεδίο του πυρηνικού πολέμου στη Μέση Ανατολή. Το επόμενο διάστημα θα δείξει αν η Τεχεράνη θα ανακάμψει ή θα οδηγηθεί σε περαιτέρω απομόνωση, σε έναν πυρηνικό ανταγωνισμό χωρίς προηγούμενο.