Πώς οι Ιρανοί “τρύπησαν” το Iron Dome- Γιατί το Ισραήλ χρειάζεται την αμερικανική “υπέρ-βόμβα” και τα βομβαρδιστικά B-2 για να καταστρέψει την “καρδιά” του πυρηνικού προγράμματος στο Φόρντο

 Πώς οι Ιρανοί “τρύπησαν” το Iron Dome- Γιατί το Ισραήλ χρειάζεται την αμερικανική “υπέρ-βόμβα” και τα βομβαρδιστικά B-2 για να καταστρέψει την “καρδιά” του πυρηνικού προγράμματος στο Φόρντο

Η σύγκρουση μεταξύ του Ιράν και του Ισραήλ δεν αποτελεί απλώς μία ακόμα αναμέτρηση στη μακρά ιστορία της έντασης στη Μέση Ανατολή. Πρόκειται για ένα καθοριστικό τεστ για τις στρατιωτικές τεχνολογίες, το αποτρεπτικό δόγμα, αλλά και για τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον πόλεμο στη σύγχρονη εποχή.

Όταν δεκάδες ιρανικά drones και βαλλιστικοί πύραυλοι εκτοξεύονται από την ενδοχώρα του Ιράν προς το ισραηλινό έδαφος, και ενεργοποιούνται οι πιο εξελιγμένες αμυντικές τεχνολογίες στον κόσμο για να τα αντιμετωπίσουν, προκύπτει ένα καίριο ερώτημα: τι έχει αλλάξει στους κανόνες του παιχνιδιού; Η σύγκρουση πλέον δεν καθορίζεται μόνο από τις στρατηγικές ισορροπίες, αλλά και από τις ασύμμετρες τεχνικές που χρησιμοποιούν. Το πεδίο μάχης είναι τεχνολογικά μεταλλαγμένο: κορεσμός αεράμυνας, τακτικός αντιπερισπασμός και ψηφιακή σύγχυση συγκροτούν ένα νέο πρότυπο πολέμου. Ταυτόχρονα, η γεωγραφία συνδέεται με την ψηφιακή ισχύ, και η ψυχολογική επίδραση της επίθεσης αποκτά κεντρικό ρόλο στην αποτίμηση του αποτελέσματος. Πίσω από την αλληλουχία επιθέσεων και αντιποίνων, βρίσκεται η θεμελιώδης αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο η Τεχεράνη και το Τελ Αβίβ ερμηνεύουν την έννοια του πλήγματος.

Το πρώτο κύμα της ιρανικής απάντησης περιλάμβανε πάνω από 100 μη επανδρωμένα αεροσκάφη τύπου Shahed-136 και Shahed-238, τα οποία χρησιμοποιούνται κυρίως για να αποσπούν και να εξαντλούν τις δυνατότητες των αμυντικών συστημάτων, όχι απαραίτητα για την πρόκληση σοβαρών καταστροφών. Ακολούθησε μια δεύτερη φάση, πολύ πιο επικίνδυνη, με εκτοξεύσεις βαλλιστικών πυραύλων μέσου και μεγάλου βεληνεκούς τύπου Shahab-3, Fateh-110, και ενδεχομένως πιο εξελιγμένα μοντέλα όπως τα Khorramshahr και Kheibar Shekan, τα οποία είναι σε θέση να μεταφέρουν εκρηκτικές κεφαλές εκατοντάδων κιλών και να πλήξουν το σύνολο του ισραηλινού εδάφους.

Η ισραηλινή απάντηση επιστρατεύει το πλήρες εύρος του πολυεπίπεδου αμυντικού της συστήματος, που περιλαμβάνει την Iron Dome, το David’s Sling, το σύστημα Arrow, καθώς και αμερικανικά Patriot και Aegis που είναι ανεπτυγμένα στην περιοχή. Παρά τον εντυπωσιακό βαθμό αναχαίτισης, ορισμένοι πύραυλοι κατάφεραν να διαπεράσουν την άμυνα, υποδεικνύοντας τακτικά κενά όταν οι επιθέσεις εκτελούνται με μαζικό και ταυτόχρονο τρόπο. Σύμφωνα με τον στρατιωτικό αναλυτή Μάικλ Σούμπριτζ του αυστραλιανού ASPI, «η αδυναμία του Ιράν να κορέσει πλήρως τις άμυνες υποδεικνύει περιορισμένη επιχειρησιακή δυνατότητα για ολοκληρωμένο πλήγμα, αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύει και τα όρια της άμυνας, ιδιαίτερα όταν βασίζεται σε διαδοχικά κύματα επιθέσεων».

Ο στόχος των επιθέσεων, σύμφωνα με το Institute for the Study of War, δεν ήταν απλώς να προκαλέσουν ζημιές, αλλά να δοκιμάσουν την ικανότητα του ισραηλινού συστήματος να ανταπεξέλθει σε συνδυασμένη απειλή από drones και πυραύλους. Η χρήση του όρου “κορεσμός και διάσπαση” περιγράφει ένα σύγχρονο τακτικό σχήμα, όπου ο αριθμός υπερτερεί της ακρίβειας, και ο στόχος είναι η καταπόνηση των μέσων άμυνας, όχι η καταστροφή per se.

Οι ιρανικές μη επανδρωμένες πλατφόρμες, όπως οι Shahed, έχουν συγκεκριμένα πλεονεκτήματα σε ασύμμετρο πλαίσιο: χαμηλό κόστος, πτήση σε χαμηλό ύψος και δυνατότητα μαζικής χρήσης. Ακόμη και αν είναι αργές ή μη ακριβείς, υποχρεώνουν τα ραντάρ να αντιδρούν και σπαταλούν ακριβούς πυραύλους αναχαίτισης, δημιουργώντας ευκαιρίες διείσδυσης για τις πιο επικίνδυνες βολές που έπονται. Από την άλλη, οι βαλλιστικοί πύραυλοι αποτελούν το αποτρεπτικό όπλο βαρέως τύπου – φέρουν ισχυρές κεφαλές και μπορούν να πλήξουν στρατηγικούς στόχους σε βάθος. Ωστόσο, η εκτόξευσή τους από το ιρανικό έδαφος μπορεί να εκληφθεί ως κήρυξη πολέμου, αυξάνοντας κατακόρυφα το πολιτικό ρίσκο.

Ο ειδικός αναλυτής Τζάστιν Κράμπ, επικεφαλής της εταιρείας Sibylline, σημειώνει ότι «η έμφαση του Ιράν στην εμβέλεια και την ταχύτητα έρχεται εις βάρος της ακρίβειας, με αποτέλεσμα οι πύραυλοι να πλήττουν συχνά παράπλευρες δομές αντί για στρατιωτικούς στόχους». Παρ’ όλα αυτά, το μήνυμα είναι σαφές: η Τεχεράνη είναι σε θέση να προβάλει ισχύ και να μεταφέρει το βάρος της σύγκρουσης εντός ισραηλινής επικράτειας.

Η στρατηγική της Ισλαμικής Δημοκρατίας ήταν δομημένη με λογική διπλής κίνησης: πρώτα drones, έπειτα πυραυλικός κορεσμός, ώστε να εντοπιστούν αδυναμίες στην αεράμυνα. Σύμφωνα με το Business Insider, «η ιρανική επίθεση δεν ήταν απλώς μια επίδειξη ισχύος, αλλά και δοκιμή του ισραηλινού συστήματος Arrow υπό συνθήκες ταυτόχρονου πλήγματος».

Σε επίπεδο στρατηγικών αποτιμήσεων, το Ιράν πέτυχε τρία βασικά αποτελέσματα:
πρώτον, απέδειξε πως μπορεί να πλήξει απευθείας το ισραηλινό έδαφος χωρίς ενδιάμεσους· δεύτερον, ανάγκασε το ισραηλινό σύστημα άμυνας να λειτουργήσει σε οριακές συνθήκες, κάτι που συνιστά πρωτοφανή επιχειρησιακή πίεση· και τρίτον, έστειλε μήνυμα πολιτικής αυτοπεποίθησης, ότι δηλαδή η Τεχεράνη μπορεί να διατηρήσει πρωτοβουλία κινήσεων, σε αντίθεση με την εικόνα της ακινησίας που της αποδίδεται.

Από την άλλη πλευρά, το Ισραήλ παρά τους ισχυρισμούς περί «εξαιρετικής επιτυχίας» στην άμυνα, είδε μέρος των επιθέσεων να διαπερνούν την ασπίδα του, γεγονός που ενδέχεται να κλονίσει την εσωτερική εμπιστοσύνη των πολιτών στην αμυντική του επάρκεια – ειδικά αν το σενάριο κορεσμού επαναληφθεί.

Το ερώτημα που γεννάται είναι αν βρισκόμαστε πλέον μπροστά σε νέους κανόνες εμπλοκής. Η ιρανική επιλογή να επιτεθεί από το ίδιο της το έδαφος υποδηλώνει μια νέα φάση, με την Τεχεράνη να εγκαταλείπει την πλήρη κάλυψη των πληρεξουσίων της. Ταυτόχρονα, το Ισραήλ απέδειξε ότι διαθέτει ισχυρή, αλλά όχι άτρωτη αεράμυνα.

Η γεωπολιτική πολυπλοκότητα ενισχύεται από το γεγονός ότι κάθε τέτοιο επεισόδιο αξιολογείται υπό το πρίσμα των ΗΠΑ, της Ρωσίας, του Κόλπου και της Ερυθράς Θάλασσας. Το διακύβευμα δεν είναι πλέον περιφερειακό αλλά διεθνές.

Το βάθος της σύγκρουσης αποκαλύπτεται και στη διαφορετική στρατιωτική φιλοσοφία που εφαρμόζουν τα δύο μέρη. Το Ισραήλ λειτουργεί βάσει της λογικής της συντριπτικής πρώτης απάντησης, επιδιώκοντας να ξαναγράψει τον συσχετισμό ισχύος με την πρώτη ευκαιρία. Η Τεχεράνη, αντίθετα, επενδύει στην κόπωση, στη διαρκή πίεση και στην υπονόμευση της ψυχολογικής ανθεκτικότητας του αντιπάλου. Δεν επιδιώκει την καθολική νίκη, αλλά τον στρατηγικό αποσυντονισμό.

Στο τέλος, η παρτίδα δεν έχει λήξει. Αντιθέτως, έχει μόλις εισέλθει σε φάση υψηλής έντασης. Το ερώτημα δεν είναι πια μόνο ποιος έχει το καλύτερο σύστημα, αλλά ποιος αντέχει περισσότερο στον χρόνο, στην πίεση και στην αβεβαιότητα. Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι επόμενες κινήσεις δεν θα ακολουθήσουν την προηγούμενη λογική.

Γιατί το Ισραήλ θέλει να καταστρέψει το Φόρντο

Το Ισραήλ διαθέτει μια προηγμένη αεροπορία, εξοπλισμένη με μαχητικά αεροσκάφη πέμπτης γενιάς F-35i stealth που στόχευαν πολλές από τις αεροπορικές άμυνες του Ιράν, καθώς και τα αεροσκάφη F-15 και F-16 που στη συνέχεια όρμησαν με βόμβες και πυραύλους.

Δεν διαθέτει όμως βομβαρδιστικά ικανά να μεταφέρουν αεροσκάφη όπως το GBU-57/B. Το B-2 είναι το μόνο αεροσκάφος που έχει λάβει άδεια μεταφοράς του bunker buster σε μάχη, αν και το B-52 έχει δοκιμάσει το MOP.

Το ιδιαίτερα σχεδιασμένο και αθόρυβο B-2 Spirit έχει πλήρωμα δύο ατόμων και είναι ικανό να εκτοξεύσει συμβατικά ή πυρηνικά όπλα. Η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ διαθέτει 19 λειτουργικά αεροσκάφη B-2A, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών (IISS) με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο δημοσιεύει ετήσιες καταμετρήσεις των ενόπλων δυνάμεων του κόσμου.

Το B-2 σχεδιάστηκε για να παρακάμπτει την αεράμυνα της Σοβιετικής Ένωσης και να πραγματοποιεί πυρηνικά πλήγματα, δήλωσε ο William Alberque, επισκέπτης ερευνητής στο Κέντρο Henry L. Stimson και πρώην διευθυντής του Κέντρου Ελέγχου Εξοπλισμών, Αφοπλισμού και Μη Διάδοσης Ομάδων Μαζικής Καταστροφής του ΝΑΤΟ .

Τα βομβαρδιστικά stealth, ικανά να καλύπτουν τεράστιες αποστάσεις χωρίς να σταματούν για ανεφοδιασμό, ήταν προσαρμοσμένα για να μεταφέρουν μεγάλες συμβατικές βόμβες, δήλωσε στο Newsweek .

Το MOP είναι μια απόγονος του όπλου που είχε το παρατσούκλι «μητέρα όλων των βομβών» στην εποχή του πολέμου στο Ιράκ, δήλωσε ο Αλμπέρκε, αλλά αναβαθμίστηκε ώστε να είναι μικρότερο και να μπορεί να διεισδύει περαιτέρω σε σκληρούς στόχους.

Το Ισραήλ, χωρίς τα B-2 και τα MOP, θα μπορούσε ακόμα να χτυπήσει το Φορντόου, λένε οι αναλυτές. Αλλά θα χρειαζόταν μια τεράστια ποσότητα από τις πολύ μικρότερες βόμβες του Ισραήλ, με πολλά, πολλά χτυπήματα, για να χτυπήσει βαθιά το Φορντόου, και θα μπορούσε να εκθέσει τα αεροσκάφη που στοχεύουν την πυρηνική εγκατάσταση στην εναπομένουσα αεράμυνα και τον κινητό εξοπλισμό του Ιράν.

Ακόμη και το αμερικανικό B-2 θα χρειαζόταν να χτυπήσει το Φόρντοου περισσότερες από μία φορές για να καταρρεύσει περισσότερο από την είσοδο και να προκαλέσει ζημιά στην αίθουσα φυγοκέντρησης, είπε ο Αλμπέρκε.

Αλλά χωρίς να καταστρέψει τον Φορντόου, είπε ο Αλμπέρκε, το Ισραήλ δεν μπορεί να ισχυριστεί με βεβαιότητα ότι κατέστρεψε την ικανότητα του Ιράν να κατασκευάσει πυρηνική βόμβα. Επίσης, δεν είναι σαφές, τουλάχιστον δημόσια, πόσο από το ουράνιο υψηλού εμπλουτισμού του Ιράν απομένει και πόσες φυγοκεντρητές έχει στην πραγματικότητα το καθεστώς.