Ρεπορτάζ libre: Πακτωλός χρημάτων και στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών- Το δημόσιο σχολείο ουραγός στην Ευρώπη
Tα ελληνικά νοικοκυριά ματώνουν για την ξενόγλωσση εκπαίδευση των παιδιών τους. Η σχετική έρευνα του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ σε συνεργασία με την Metron Analysis που δημοσιεύτηκε την Τρίτη αποδεικνύει του λόγου το αληθές και καθιστά τις αλλαγές ως προς αυτήν την πλευρά του εκπαιδευτικού συστήματος άκρως απαραίτητες αν δεν επιθυμούμε να ανοίξουν ακόμα περισσότερο οι ανισότητες.
Τα νούμερα μιλούν από μόνα τους. Σύμφωνα με την έρευνα (την οποία δημοσίευσε η ΟΙΕΛΕ) το 2023 δαπανήθηκαν από τα νοικοκυριά στην Ελλάδα σχεδόν 777εκ ευρώ για την εκμάθηση ξένων γλωσσών, “επίδοση” 12, 6% μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του 2022.
Η δαπάνη αυτή των σχεδόν 800εκ είναι σαφώς μεγαλύτερη από αυτή που καταγράφηκε από το ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ για τη φροντιστηριακή εκπαίδευση (614εκ ευρώ για το 2023). Αθροιζόμενες οι δαπάνες για ξενόγλωσση και φροντιστηριακή εκπαίδευση φτάνουν στο ιλιγγιώδες ποσό των σχεδόν 1,4 δις ευρώ ετησίως!
Παράλληλα, από την έρευνα γίνεται φανερό ότι το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα έχει εγκαταλείψει ουσιαστικά την ξενόγλωσση εκπαίδευση στην τυχή της (ή, καλύτερα, στην αγκαλιά του ιδιωτικού τομέα).
Τα συγκριτικά στοιχεία του ΟΟΣΑ (PISA 2018) καταδεικνύουν ότι η Ελλάδα αφιερώνει τον λιγότερο χρόνο διδασκαλίας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ! Οι μαθητές στην Ελλάδα διδάσκονται ξένες γλώσσες μόλις 1,8 ώρες την εβδομάδα, έναντι 3,6 ωρών κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ – γεγονός που κατατάσσει τη χώρα στην τελευταία θέση στην ΕΕ ως προς το διαθέσιμο χρόνο στη γλωσσική διδασκαλία.
Το δημόσια σύστημα της… δωρέαν παιδείας δηλαδή έχει συμβιβαστεί απολύτως με την ιδέα ότι οι ξένες γλώσσες διδάσκονται κυρίως στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών (χιλιάδες σε όλη την Ελλάδα έτσι και αλλιώς).
Επιπρόσθετα, εξετάζοντας το επίπεδο γνώσεων ξένων γλωσσών στον ενήλικο πληθυσμό (25-64 ετών) της Ε.Ε, η γενική τάση της εκμάθησης μίας μόνο ξένης γλώσσας, κυρίως των αγγλικών, διαφοροποιεί την Ελλάδα από πολλές άλλες χώρες της ΕΕ, όπου η πολυγλωσσία ενισχύεται συστηματικά. Ενώ οι Έλληνες καταγράφουν υψηλή επίδοση στη γνώση μιας γλώσσας, οι επιδόσεις στη γνώση δεύτερης και τρίτης υστερούν σημαντικά, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να κατατάσσεται χαμηλά στην ΕΕ ως προς την πολυγλωσσία.
Στην ερώτηση σε γονείς και μαθητές τι είναι αυτό που τους ωθεί στην επιλογή των φροντιστηρίων για την ξενόγλωσση εκπαίδευση, οι περισσότεροι (29% των γονέων και 27% των μαθητών) απαντούν απλά ότι καλύπτουν την αδυναμία του δημόσιου σχολείου να διδάξει αποτελεσματικά ξένες γλώσσες.
Την ίδια ώρα τόσο οι γονείς όσο και οι μαθητές πιστεύουν ότι η διαμορφωμένη εδώ και δεκαετίες κατάσταση πρέπει να αλλάξει. Συγκεκριμένα, το 92,8% των γονέων και το 88,2% των νέων δηλώνουν υπέρ της πρότασης να αναλάβει το δημόσιο σχολείο την προετοιμασία για τις εξετάσεις του Κρατικού Πιστοποιητικού Γλωσσομάθειας (κάτι που προς το παρόν αποτελεί όνειρο απατηλό).
Παράλληλα όπως είναι αναμενόμενα τα έξοδα για την ξενόγλωσση εκπαίδευση επιβαρύνουν κυρίως τα φτωχά νοικοκυριά. Την τελευταία δεκαετία, το χαμηλότερο εισοδηματικό κλιμάκιο (έως 750€ μηνιαίως) παρουσιάζει μείωση κατά 23% του μεριδίου της καταναλωτικής του δαπάνης που κατευθύνεται στην εκμάθηση ξένων γλωσσών. Οι φτωχοί, τουτέστιν, συναντούν τρομακτικές δυσκολίες ως προς αυτό το σκοπό.
Ολες οι υπόλοιπες εισοδηματικές τάξεις έως και τα 2.200€ αυξάνουν σταδιακά το ποσοστό αυτό, παρά τη γενικευμένη ακρίβεια – στοιχείο που υποδηλώνει, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά η ΟΙΕΛΕ, την ανελαστικότητα αυτής της δαπάνης για τις περισσότερες οικογένειες. Οι ξένες γλώσσες, χρόνια τώρα, κρίνονται άκρως απαραίτητες για την επαγγελματική εξασφάλιση ενός νέου ανθρώπου, θεωρούνται ως πιο βασικό εφόδιο για οποιαδήποτε δουλειά.
Σε ότι αφορά τις εργασιακές συνθήκες στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών, η κατάσταση είναι αποθαρρυντική.
Οι εκπαιδευτικοί επισημαίνουν σειρά προκλήσεων: χαμηλές απολαβές, μη αμειβόμενη εργασία εκτός διδακτικής ώρας (π.χ. προετοιμασία μαθήματος), ανασφάλιστη/αδήλωτη εργασία, μη καταβολή δώρων/επιδομάτων.
Παράλληλα, η κατάργηση συλλογικών διαπραγματεύσεων, η έλλειψη κρατικής εποπτείας και η αποδυνάμωση των ελεγκτικών μηχανισμών, διευρύνουν τις «γκρίζες ζώνες» στην απασχόληση των εκπαιδευτικών, όπως υπογραμμίζουν οι φορείς εκπροσώπησής τους.
Τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών, τέλος, καλούνται να ανταποκριθούν σε συχνά αντιφατικές ανάγκες γονέων και μαθητών: για τους μαθητές προτεραιότητα έχουν η δημιουργική εκμάθηση και η βιωματική επαφή με τη γλώσσα, ενώ για τους γονείς το ζητούμενο είναι η αποτελεσματική προετοιμασία για τις εξετάσεις, με περιορισμένο κόστος και ελάχιστες μετακινήσεις.
Η έντονη εστίαση στην πιστοποίηση, οδηγεί συχνά σε τυποποιημένη γνώση και σε χαμηλό επίπεδο πτυχίων, γεγονός που, κατά τους εκπαιδευτικούς και τους φορείς, επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Επιπλέον, η υπερφόρτωση των παιδιών με εξωσχολικές δραστηριότητες και η έλλειψη ελεύθερου χρόνου, εντείνουν το άγχος και την πίεση που βιώνουν οι οικογένειες.