Ανάλυση/ΗΠΑ-Ιράν: Διαπραγματεύσεις για τα πυρηνικά σε σταυροδρόμι συγκυριών και ευρωπαϊκού διλήμματος

Σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας και γεωπολιτικής ευθραυστότητας, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ιράν γύρω από το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης εισέρχονται σε μια νέα φάση, όπου η χρονική συγκυρία απειλεί να αποσταθεροποιήσει περαιτέρω την ήδη εύθραυστη διαδικασία συνομιλιών. Την ίδια ώρα που η Ουάσινγκτον και η Τεχεράνη σχεδιάζουν τον έκτο γύρο διαπραγματεύσεων, προγραμματισμένο για την ερχόμενη Κυριακή, οι συνεδριάσεις του Συμβουλίου των Διοικητών της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) ολοκληρώνονται την Παρασκευή, δυο μέρες νωρίτερα δηλαδή, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο έγκρισης ενός ευρωπαϊκού σχεδίου απόφασης για το Ιράν.
Αυτή η χρονική επικάλυψη δημιουργεί έντονο προβληματισμό στους Ευρωπαίους, που φοβούνται ότι μια τέτοια απόφαση – ακόμη και χωρίς αναφορά στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ – μπορεί να προκαλέσει αντίθετα αποτελέσματα, ενισχύοντας τη σκληρή στάση της Τεχεράνης και υπονομεύοντας την ίδια τη δυναμική των συνομιλιών.
Η αντιπαράθεση μεταξύ της εμπιστοσύνης στη διπλωματία και της ανάγκης για αποτρεπτικά μέτρα φέρνει την Ευρώπη σε μια λεπτή ισορροπία: να προχωρήσει τώρα με μια απόφαση για να στείλει μήνυμα αυστηρότητας ή να αναμείνει μέχρι το τέλος Αυγούστου, με στόχο την προστασία των δικών της συμφερόντων και την αναζωογόνηση της διαδικασίας διαλόγου.
Η χρονική συγκυρία ως κίνδυνος εκτροπής
Η συμπερίληψη της έκτης φάσης διαπραγματεύσεων την Κυριακή, αμέσως μετά τη λήξη των συνεδριάσεων του Συμβουλίου των Διοικητών της ΙΑΕΑ, καθιστά την εβδομάδα που διανύουμε κομβική. Οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες έχουν εκφράσει τον φόβο ότι αν υιοθετηθεί το σχέδιο απόφασης τους, που δεν παραπέμπει μεν ευθέως στο Συμβούλιο Ασφαλείας, εντούτοις, μπορεί να οδηγήσει το Ιράν σε περαιτέρω σκλήρυνση θέσεων.
Η Τεχεράνη δεν αποκλείεται να εκλάβει την απόφαση ως προειδοποιητική απειλή, επηρεάζοντας άμεσα την προθυμία της να εμπλακεί δημιουργικά στον έκτο γύρο συνομιλιών.
Η κατάσταση μοιάζει με μια περίπλοκη διασταύρωση θεσμικών προθεσμιών και διπλωματικών πρωτοβουλιών, όπου η θεσμική δυναμική των διεθνών οργανισμών έρχεται σε σύγκρουση με τις διπλωματικές ανάγκες της στιγμής. Οι Ευρωπαίοι επιδιώκουν μια λεπτή ισορροπία: να μην εμφανιστούν ως αδρανείς απέναντι στην ιρανική πυρηνική προκλητικότητα, αλλά ταυτόχρονα να μην τινάξουν στον αέρα την τελευταία διαθέσιμη ελπίδα για επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων.
Η στρατηγική της Τεχεράνης: όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά
Το Ιράν, από την πλευρά του, φαίνεται να εφαρμόζει μια στρατηγική ελεγχόμενης αβεβαιότητας, που του επιτρέπει να χειραγωγεί το διπλωματικό πλαίσιο διατηρώντας όλες τις πιθανότητες ανοιχτές. Με ορίζοντα τον Οκτώβριο, οπότε και λήγει η ισχύς του ψηφίσματος 2231 του ΟΗΕ και μαζί του και η συμφωνία του 2015 (Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης – JCPOA), η Τεχεράνη γνωρίζει ότι ο μηχανισμός “snap back” (αυτόματης επαναφοράς των κυρώσεων) δεν θα μπορεί να ενεργοποιηθεί εφεξής.
Αυτό του προσφέρει ένα παράθυρο ευελιξίας αλλά και ένα πλεονέκτημα πίεσης, καθώς η διεθνής κοινότητα χάνει σιγά-σιγά τα εργαλεία επιβολής. Έτσι, το Ιράν ενδέχεται να προχωρήσει σε ελεγχόμενες κινήσεις, ώστε να διατηρήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων χωρίς να προκαλέσει ευθέως ρήξη με τους Ευρωπαίους ή τις ΗΠΑ.
Η Ευρώπη μεταξύ διπλωματίας και αποτροπής
Οι ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται σε ένα σταυροδρόμι διλημμάτων. Από τη μία, η πολιτική αναμονής μέχρι το τέλος Αυγούστου φαίνεται να διατηρεί ανοικτή την πιθανότητα επιτυχούς έκβασης της διαπραγμάτευσης. Από την άλλη όμως, υπάρχει το επιχείρημα ότι η μη δράση θα μπορούσε να ερμηνευθεί από το Ιράν ως αδυναμία, οδηγώντας σε περαιτέρω αποθράσυνση.
Η επιλογή της στιγμής για την ενεργοποίηση ενός σχεδίου απόφασης, ακόμη και αν δεν συνοδεύεται από παραπομπή στο Συμβούλιο Ασφαλείας, είναι κρίσιμη.
Οι Ευρωπαίοι πρέπει να σταθμίσουν εάν ο μοναδικός τους μοχλός πίεσης – η απειλή μελλοντικής απομόνωσης ή κυρώσεων – θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί τώρα ή λίγο πριν την καταληκτική φάση του Οκτωβρίου, όταν οι δυνατότητές τους θα έχουν συρρικνωθεί θεσμικά.
Η στάση των ΗΠΑ: επιλεκτική προτεραιοποίηση
Από την άλλη πλευρά, οι Ηνωμένες Πολιτείες, αν και θεωρητικά συμμέτοχες στη διαδικασία, φαίνεται να μην δίνουν τη δέουσα σημασία στις ευρωπαϊκές ανησυχίες. Αυτό καταγράφεται τόσο σε επίπεδο διπλωματικής συνεννόησης, όσο και ως υποβάθμιση των κοινών κινδύνων από τυχόν αποτυχία του διαλόγου.
Η αμερικανική πλευρά μοιάζει να ακολουθεί μια προσέγγιση που αντιμετωπίζει τη διαπραγμάτευση ως εργαλείο, όχι ως στρατηγική προτεραιότητα, διατηρώντας χαμηλό προφίλ, αποφεύγοντας ταυτόχρονα να βάλει στο τραπέζι μια συνολική στρατηγική για το Ιράν. Αυτό όμως οδηγεί σε εύλογη ευρωπαϊκή καχυποψία για το αν υπάρχει πράγματι ενιαία δυτική γραμμή ή αν ο καθένας δρα ανάλογα με την εσωτερική του πολιτική συγκυρία.
Προς μια τελική φάση χωρίς εργαλεία;
Ο Οκτώβριος πλησιάζει και μαζί του το πέρας της νομικής ισχύος του πλαισίου που δημιουργήθηκε το 2015. Από τη στιγμή εκείνη και μετά, το “snap back”, δηλαδή η αυτόματη επιστροφή των κυρώσεων, δεν θα είναι πλέον εφικτή. Το Ιράν το γνωρίζει και ενδέχεται να προσμετρά τις κινήσεις του με στόχο να φτάσει εκεί χωρίς να έχει παραχωρήσει τίποτε.
Οι Ευρωπαίοι, από την πλευρά τους, φαίνεται να προβληματίζονται αν πρέπει να δράσουν τώρα όσο έχουν ακόμη κάποιο θεσμικό βάρος, ή αν πρέπει να ποντάρουν στη διατήρηση των διαύλων και στην αναζήτηση συμφωνίας μέσω πολιτικής πίεσης.
Ένα ρευστό διπλωματικό πεδίο
Το ζήτημα του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος δεν είναι μόνο τεχνικό ή γεωπολιτικό. Είναι επίσης διαχειριστικό, θεσμικό και επικοινωνιακό.
Η συγκυρία των ημερομηνιών, η εσωτερική διάταξη ισχύος στις διαπραγματευτικές ομάδες και οι αντιλήψεις περί αποτροπής καθορίζουν την έκβαση μιας διαπραγμάτευσης με πολύπλευρους παίκτες και συγκρουόμενες προτεραιότητες.
Σε αυτό το ρευστό πεδίο, η Ευρώπη καλείται να κινηθεί με στρατηγική σαφήνεια, η Ουάσινγκτον με εμπιστοσύνη στους εταίρους της, και η Τεχεράνη με πολιτικό ρεαλισμό.
Αν οποιοδήποτε από τα μέρη κινηθεί ασύμμετρα, τότε η έκτη φάση μπορεί να αποδειχθεί όχι εφαλτήριο προόδου, αλλά ο πιθανός τερματισμός της τρέχουσας διαπραγματευτικής δυναμικής.